Βέβαια, σε ό,τι αφορά τους παραδοσιακούς μικροαστούς, υπάρχει ο κυρ -Παντελής. Κάτι είπε και ο Μούτσης -και ο Κηλαηδόνης. Καλά λόγια, ωστόσο, δεν ακούστηκαν. Σημαίνουν κάτι όλα αυτά; Εφόσον αφορούν τον πολιτισμό -και μάλιστα τον λαϊκό πολιτισμό- σημαίνουν. Για κάποιο λόγο, ο λαός της ιδιοκτησίας δεν είναι αρεστός στην τέχνη. Οι νοικοκυραίοι δεν έχουν καλό όνομα.

Γιατί, όμως, τα γράφω αυτά; Γιατί το προηγούμενο άρθρο μου –Η Αριστερά και το «μεγάλο κεφάλαιο»– προκάλεσε ένα ενδιαφέρον και μια διάθεση αναίρεσης, αρκετά ευρεία. Στο ThePressProject, μου «απάντησε» ο Βασίλης Λιόσης.

Ξεκίνησα, λοιπόν, με τα της κουλτούρας, για να μην δώσω μια εντελώς στεγνή απάντηση στην απάντηση. Ξαναλέω, όμως, πως η πρόσληψη ενός πολιτικού ή «κοινωνιολογικού» θέματος από την τέχνη δηλώνει, μας πληροφορεί καλύτερα, πολλές φορές, και από την «καθαρή επιστήμη». Ας πάω, όμως, στο άμεσα επίδικο.

Στο σύνολο σχεδόν των αντιρρητικών κειμένων, το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι μονοσήμαντα οριζόμενα, πολύ περισσότερο μονολιθικά, αντικείμενα, αλλά εμφανίζουν πολλές εσωτερικές διακρίσεις -συχνά εξαιρετικά σημαντικές και από πολιτική άποψη. Έτσι, η εργατική τάξη είναι «πολλών ειδών», οι δε μισθωτοί γενικότερα ακόμη περισσότερο ποικίλοι. Για τις «μεσαίες τάξεις» δε, τα πράγματα είναι ακόμη περισσότερο σύνθετα. Συμφωνώ και επαυξάνω. Πρόκειται για προφανή αλήθεια.

Μάλιστα, η σχετική θεωρητική συζήτηση, από την δεκαετία του ’70 κι έπειτα, έχει να δώσει πολύ πλούσιο υλικό. Δεν θα κάνω, στο πλαίσιο μιας επιφυλλίδας, αναλυτική παρουσίαση. Η καλύτερη συγκεφαλαίωση, νομίζω, γίνεται στον περίφημο πολύ επιδραστικό τόμο The Debate on Classes (Verso 1989), σε επιμέλεια του Erik Olin Wright, , ένα πιο πρόσφατο έργο είναι, σε επιμέλεια του ίδιου, το Approaches to Class Analysis (Cambridge 2005), ενώ τις μη -μαρξιστικές εκδοχές τις προσφέρουν τα πρώτα βιβλία του A. Giddens. Αντίστοιχα, ενδιαφέρουσα είναι και η γαλλική παραγωγή, με επίκεντρο τη δουλειά του Bourdieu και του Boudon.

Θα είχε, νομίζω, μεγάλη αξία να γίνει η σχετική συζήτηση και στην Ελλάδα. Όπου, δυστυχώς, ακόμα και ο Νίκος Πουλαντζάς είναι περισσότερο γνωστός από το, κακόμοιρο πια, ίδρυμα, που φέρει το όνομά του παρά από το έργο του. Η συζήτηση, ωστόσο, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, είναι σε μόνιμη συνομιλία με αυτό.
Και είναι πραγματικό δυστύχημα γιατί εδώ μιλάμε, συχνά, ακόμα με όρους σοβιετικού μαρξισμού τύπου ΚΚΕ προ 70 χρόνων ή Γαλλικού ΚΚ του Κοινού Προγράμματος, όπου η περίφημη αντιμονοπωλιακή συμμαχία άφηνε εκτός και απέναντι μερικές δεκάδες εταιρίες και καμιά διακόσιες οικογένειες! Το πιο ξεχειλωμένο «Λαϊκό Μέτωπο» στην ιστορία!

Στην ελλαδική περίπτωση, η κοινή εκδοχή, σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συμμαχίες, από το ΚΚΕ, πάντα και μέχρι πολύ πρόσφατα, έως τον ΣΥΡΙΖΑ (;) και τη Νέα Αριστερά, είναι πως απαιτείται -για την «λαϊκή δημοκρατία»; την «προωθημένη δημοκρατία»; το «αντιμονοπωλιακό στάδιο»; τον «σοσιαλισμό»;- ένα ευρύ μέτωπο, που θα συμπεριλαμβάνει την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία πλην, κατά βάση, των μονοπωλίων. Ή της «διαπλοκής», που για τους πιο της «κυβερνώσας» είναι το ίδιο.

Κατά τη γνώμη μου, αυτό –«από την άποψη του σοσιαλισμού», που έλεγε και ο Ελεφάντης-δεν βγάζει νόημα. Η αντίπαλη κοινωνική συμμαχία, εξαιρετικά αρραγής διαχρονικά, υπό τη σαφή ηγεμονία της μονοπωλιακής μερίδας -πράγμα που είναι εντελώς άλλο και πολύ πιο «σύνθετο»- είναι κατά πολύ ευρύτερη από ό,τι θεωρείται στο προηγούμενο σχήμα. Και δεν οικοδομείται πάνω στην παραπλάνηση, αλλά στο πιο γυμνό συμφέρον. Εδώ, οι κάτοχοι μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχουν πάρα πολλούς λόγους να είναι με τα «μονοπώλια» παρά με το λαό.

Ο σημαντικότερος από όλους είναι το αναμφισβήτητο γεγονός πως το κέρδος τους είναι σε άμεση συνάφεια με τη διατήρηση των μισθών σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο επίπεδο. Πολύ συχνά, μάλιστα, επειδή αυτές οι επιχειρήσεις είναι κυρίως έντασης εργασίας παρά κεφαλαίου, η συμπίεση των μισθών απαιτείται να είναι σαφώς εντονότερη από ό,τι για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Θα μπορούσαμε να συμπήξουμε μια συμμαχία ανάμεσα στις εργατικές τάξεις -πληθυντικός λόγω «συνθετότητας»- και στις «μεσαίες» του παραπάνω είδους, η οποία θα έχει ως θεμελιώδες στοιχείο της το αίτημα για γενναίες αυξήσεις μισθών; Νομίζω πως πρόκειται για σύλληψη που σπάει κάθε ρεκόρ φενακισμού. Οι αυξήσεις μισθών είναι ο βασικός εφιάλτης για τις μΜΕ επιχειρήσεις.

Οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, «προσφέρουν εργασία» στο 60%, περίπου του εργατικού δυναμικού. Το αποτύπωμά τους, λοιπόν, στην κατάσταση της εργατικής τάξης είναι ισχυρότατο. Ως προς τον αριθμό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, είναι γύρω στις 290000, ενώ οι μεγάλες είναι μόλις 815!

Σε ό,τι αφορά τη συνεισφορά στα δημόσια έσοδα, από τις 300000 συνολικά επιχειρήσεις, μόνο οι 10000 -το 3.3%- δηλώνουν φορολογητέα κέρδη άνω των 150000 ευρώ, ενώ 240000 επιχειρήσεις δηλώνουν ζημιές ή κέρδη που είναι κάτω από τον ετήσιο κατώτατο μισθό του εργάτη!

Το 2019 –«κανονική χρονιά», πριν την πανδημία- μισθωτοί και συνταξιούχοι δήλωσαν εισόδημα 64 δισεκατομμύρια, ενώ οι επιχειρηματίες 3.5 δισεκατομμύρια, 4.5% του συνολικού. Χαράς ευαγγέλια. Ζούμε σε προωθημένο κομμουνισμό. Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι έχουν εισόδημα 18 φορές περισσότερο από τους επιχειρηματίες και ελευθεροεπαγγελματίες!

Δεν ξέρω, πραγματικά, τι είδους «λαϊκή» συμμαχία μπορεί να οικοδομηθεί βάσει αυτών.

Η αναφορά στην «συνθετότητα» δεν βοηθάει, για δύο λόγους. Πρώτον, αν δεν γίνει συγκεκριμένη, δεν έχει νόημα. Δεύτερον, τα εξαιρετικά ευάλωτα μπλοκάκια ή οι ελευθεροεπαγγελματίες της επιβίωσης είναι τόσο προφανές πως δεν ανήκουν στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες -ή στον ευρύτερο λαό της ιδιοκτησίας και του ραντιερισμού, δια της ακίνητης περιουσίας, ιδίως-, που δεν χρειάζεται να επισημαίνεται ως επιχείρημα υπερ της «πλατιάς συμμαχίας».

Από την άλλη, η επιμονή στη «συνθετότητα» της εργατικής τάξης δεν απομειώνει σε τίποτε τον ενιαίο χαρακτήρα της. Ιδίως, σε μια χώρα, όπου το 80% των μισθωτών έχει καθαρό μισθό κάτω των 1000 ευρώ, με αποτέλεσμα ο εισοδηματικός καθορισμός να είναι απολύτως πρωτεύων. Επιπλέον, το συχνό αντεπιχείρημα περί του «πολυσθενούς», κατά την ορολογία του Κ. Τσουκαλά, χαρακτήρα των Ελλήνων μισθωτών, αν ήταν αμφισβητούμενο πριν από μισό αιώνα σήμερα είναι απολύτως αποπροσανατολιστικό.

Να προσθέσω και κάτι ακόμη. Μισθωτά επαγγέλματα, που παλιότερα διαχωρίζονταν από τα εργατικά, εκτός των άλλων, και λόγω της αυτονομίας που διέθεταν στην άσκησή τους, μετά από την πλήρη επικράτηση, σε όλο το φάσμα της οικονομίας, σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, των οργανωσιακών μορφών, που επέβαλλε ο νεοφιλελευθερισμός, των «αποτιμήσεων» και των «αξιολογήσεων», έχουν συμπλησιάσει έντονα τα προλεταριακά. Οι εκπαιδευτικοί και οι γιατροί είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Ο Μαρξ όριζε την εργατική τάξη ως αυτή της οποίας τα μέλη δεν επιβιώνουν αν δεν πωλούν καθημερινά την εργατική τους δύναμη στο αφεντικό. Και, για να μην αφήσει αμφιβολία σε όσους επιμένουν στη συνθετότητα, διευκρίνισε στο Κεφάλαιο πως ο καθηγητής του ιδιωτικού σχολείου παράγει υπεραξία, όπως και ο εργάτης ορυχείων. Πόσο μάλλον, να προσθέσω, η εργάτρια -που την λένε υπάλληλο, για πλάκα- του εμπορικού στην Τσιμισκή ή και στου Χαριλάου. Ο εργάτης δεν πάει πακέτο με το εργοστάσιο.

Ο Μαρξ ήταν κυριολεκτικά βιτριολικός απέναντι στις μικροϊδιοκτητικές τάξεις και, μάλιστα, σε εποχές που το προλεταριάτο, όλων των ειδών ήταν δεν ήταν 15% του εργατικού δυναμικού. Όποιος δεν έχει διαβάσει την 18η Μπριμέρ, ας το κάνει, για να το διασκεδάσει.

Σε ό,τι αφορά, δε, ειδικά τη στρατηγική δεν είναι τυχαίο ό,τι το εργατικό κίνημα στις μεγάλες του στιγμές προέτασσε το Ενιαίο Μέτωπο της εργατική τάξης, ενώ τα Λαϊκά Μέτωπα αναλύθηκαν, καταλεπτώς, από τον σύγχρονο επαναστατικό μαρξισμό ως η λεωφόρος προς την καθυπόταξη της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της καπιταλιστικής. Η συμφωνία, ως προς το τελευταίο, όπως και ως προς την απόρριψη της σοβιετικής θεωρίας του ΚΜΚ (κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού), υπήρξε συντριπτική. Στη θεωρητική συζήτηση για τις κοινωνικές τάξεις και την κομμουνιστική στρατηγική αυτή η αντιπαράθεση έχει κλείσει -οριστικά, νομίζω.

Άλλωστε, είναι και θέμα λογικής τάξης. Πώς μπορεί η εργατική τάξη να σκεφτεί τις συμμαχίες της, αν, προηγουμένως, δεν έχει εξασφαλίσει την αυτονομία της;

ΥΓ. Οι περισσότεροι, νομίζω, έχουμε δει τον πίνακα του Μαγκρίτ, που δείχνει μια πίπα και, ταυτοχρόνως δηλώνει “Ceci n’ est pas une pipe” («αυτό δεν είναι μια πίπα»). Επισημαίνω, λοιπόν, πως ό,τι προηγήθηκε δεν είναι η αναγκαία, για το ζήτημα μονογραφία. Είναι, απλώς, μια επιφυλλίδα.Θα άξιζε, πάντως, η διοργάνωση, ας πούμε, ενός συνεδρίου, όπου θα συζητιόταν διεξοδικά τα ζητήματα των τάξεων και της στρατηγικής αξιοποιώντας τη διεθνή συζήτηση στο πλαίσιο του μαρξισμού, αλλά και του αναρχισμού, ιδίως μετά από την New Left τροπή του ’60. Ειδικά στην Ελλάδα, το αποτύπωμά της είναι ελάχιστο και αυτό αντανακλάται άμεσα και καταθλιπτικά στην ίδια την πολιτική της Αριστεράς. Το χρωστάει η ελληνική Αριστερά πρώτα από όλα στον εαυτό της.