Έχοντας ζήσει κοντά έναν αιώνα –και τι αιώνα!—ζωής ο Μίκης Θεοδωράκης ακολούθησε τη μόνη βεβαιότητα που επιφυλάσσεται για τους θνητούς: τον θάνατο. Και σάμπως να μην γνωρίζαμε όλοι οι υπόλοιποι τούτη τη βεβαιότητα, έχουμε βαλθεί, μια βδομάδα τώρα, να πρέπει να δηλώσουμε ρητά αν τον αγαπούσαμε ή τον μισούσαμε, αν ήταν ο καλύτερος ή ο χειρότερος, αν ήταν φίλος ή εχθρός, δικός μας ή από τους άλλους. Τι να είναι άραγε αυτό που μας κάνει να θέλουμε μετά μανίας να διαλέγουμε στρατόπεδα; Να εξιδανικεύουμε κάποιες μορφές, ντύνοντας τους με φωτοστέφανα και τοποθετώντας τους στο βάθρο των αγίων ή, αλλιώς, να τους καταβαραθρώνουμε, να τους δαιμονοποιούμε, να τους βλέπουμε σαν ενσαρκώσεις ενός απόλυτου κακού;

Είναι, άραγε, το προαιώνιο πολιτισμικό ζύμωμα με τις μονοθεϊστικές θρησκείες και, ειδικά, την ηγεμονία του χριστιανισμού στον δυτικό πολιτισμό; Σε αντίθεση με τον hardcore μονοθεϊσμό του ιουδαϊσμού όπου ο θεός είναι πράγματι ένας, ο χριστιανισμός κάνει λόγο για ένα θεό τριπλό, αδιαίρετο και ομοούσιο. Ενώ οι Εβραίοι περιμένουν εσαεί τον Μεσσία τους, οι χριστιανοί πραγματώνουν τον μεσσιανισμό και φέρνουν τον Χριστό στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο χριστιανισμός σκορπά ψίχουλα θεϊκότητας στους θνητούς, αγιοποιώντας κάποιους από αυτούς μετά θάνατον και εξοικειώνοντας τους πιστούς με τη θεοποίηση των ανθρώπων. Είναι τόσο βαθύ το αποτύπωμα της χριστιανικής θρησκείας στο βίωμα του πολιτισμού μας, που και όταν οι πιστοί μεταπηδούν στο στάτους των εκκοσμικευμένων πολιτών, ακόμα και εάν ασπάζονται φανατικά το δόγμα της αθεΐας, συχνά δεν απολλύουν την πρακτική της θεοποίησης – μια ματιά στην πρόσφατη τυφλή και μη ερεύνα πίστη στην επιστήμη από τους εκπροσώπους του «ορθού λόγου» μπορεί να μας πείσει, άλλωστε, γι’ αυτό.

Μήπως πάλι η θεοποίηση προκύπτει από μια βαθύτερη ψυχική ανάγκη για τον τακτοποιημένο, στεγανό και αμόλυντο διαχωρισμό καλού και κακού; Μια ψυχική ανάγκη που ξεκινά από την ίδια τη μάνα που μας γέννησε – δέκτρια της πιο ατόφιας μας αγάπης και του πιο σκοτεινού μίσους – και πλάθει τον κόσμο γύρω –τις θρησκείες, τις κοινωνίες, την πολιτική— κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του συναισθηματικού μας κόσμου; Γιατί οι άνθρωποι είμαστε όντα φοβισμένα. Φοβόμαστε το σκοτάδι κι ας κρύβει αγκαλιές, φοβόμαστε το ξένο κι ας είναι μόνο μέσα από αυτό που μπορούμε να γνωρίσουμε και να γνωριστούμε. Φοβόμαστε το σκοτάδι και το ξένο, δηλαδή το άγνωστο και απαντάμε με κατηγοριοποιήσεις, ταξινομήσεις και δυισμούς καλού-κακού. Γιατί είναι, πράγματι, ψυχικά πολύ ανακουφιστικό να νιώθουμε ότι υπάρχει έξω μας ένα απόλυτο καλό το οποίο μπορούμε άφοβα να αγαπήσουμε και ένα απόλυτο κακό στο οποίο μπορούμε να επιτεθούμε χωρίς καμία ενοχή να μας κατακλύζει. Είναι ανακουφιστικό γιατί είναι απλό, απλοϊκό σχεδόν, κάνει την εξωτερική πραγματικότητα πιο εύληπτη αλλά και πιο εύπεπτη, προσφέρει λύσεις εύκολες, αφηγήματα που δεν χρειάζονται μεγάλο κόπο για να τα αφομοιώσουμε. Και είναι ακόμα πιο ανακουφιστικό διότι αυτή η εύκολη γνώση για το έξω έρχεται, εξ αντανακλάσεως, να δώσει απαντήσεις και για το μέσα μας, το πιο περίπλοκο, το πιο δύσκολο, όπου πέφτει η σκιά της γνώσης ότι λέμε πως είμαστε καλοί μα ξέρουμε πως είμαστε και κακοί. Αν όμως το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό υπάρχουν, νάτα τα βλέπω, τότε δεν μένει παρά να κλείσουμε τα μάτια στα ψήγματα του δικού μας κακού και να βαφτιστούμε στην κολυμπήθρα της καλοσύνης.

Δεν παίζουν, όμως, και οι υλικές συνθήκες τον ρόλο τους στην εδραίωση και αναπαραγωγή της θεοποίησης και της δαιμονοποίησης ως τρόπων συσχέτισης των ανθρώπων με ανώτερα ιδεώδη; Πώς πείθονται οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους; Πώς πείθονται να δίνουν τον χρόνο τους, το σώμα τους, τον κόπο τους στην εργασία αν όχι επειδή είναι πεπεισμένοι ότι μια μέρα θα ανταμειφθούν με πολύ χρήμα, αν όχι επειδή τα μάτια τους αστράφτουν όπως τα μάτια του Θείου Σκρουτζ στη θέα του υπέρτατου αγαθού, του θεού του καπιταλισμού, του συμβόλου των δολαρίων; Πώς πείθονται να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ αν όχι επειδή έχουν χωνέψει και ρευτεί τον εθνικό μύθο ότι η πατρίδα τους –αυτή η ανθρώπινη κατασκευή που λέγεται έθνος— είναι απόλυτα καλή, η καλύτερη στην πλάση όλη, και αξίζει να πολεμήσουν γι’ αυτή θυσιάζοντας το ίδιο τους το σώμα; Πώς προτίμησαν οι διωκόμενοι αριστεροί να περάσουν βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες, εκτελεστικά αποσπάσματα, βουνό, παρανομία από το να υπογράψουν ή να μαθευτεί ότι υπέγραψαν δήλωση μετανοίας, αν όχι επειδή ο κομμουνισμός ήταν στα μάτια τους μια ιδεολογία τόσο απόλυτα καλή που φάνταζε απρόσβλητη από την ανθρώπινη αδυναμία;

Πάρτε για παράδειγμα τον Μίκη Θεοδωράκη. Έζησε σχεδόν έναν αιώνα. Γεννήθηκε στον Μεσοπόλεμο, επί κυβερνήσεως Θεόδωρου Παγκάλου. Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε 15 χρονών και τρία χρόνια αργότερα οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Πολεμά στα Δεκεμβριανά, συλλαμβάνεται, κάνει εξορία στην Ικαρία, εντάσσεται στον Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο και το ’48 που συλλαμβάνεται πάλι στέλνεται στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου υφίσταται αγωνιώδη βασανιστήρια. Εκλέγεται πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη και βουλευτής ΕΔΑ. Γράφει μουσική για τον Ζορμπά του Κακογιάννη, κάνοντας το συρτάκι τον πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό σκοπό παγκοσμίως. Μελοποιεί τους «μεγάλους» (άλλη μια θεοποίηση ίσως) ποιητές· τον Επιτάφιο του Ρίτσου, τα Επιφάνια του Σεφέρη, το Άξιον Εστί του Ελύτη.

«Αγαπητέ μου Μίκη» του γράφει ο Ελύτης τον Νοέμβριο του 1960 «Φάκελο με νότες πρώτη φορά έλαβα στη ζωή μου –και αυτό πολύ με συγκίνησε…Αν δεν με είχες προειδοποιήσει ότι πρόκειται, όχι για το αρχικό σχέδιο, αλλά για τραγούδια, θα έλεγα ότι παραβρίσκω απλές τις μελωδίες αυτές ανάλογα με τα κείμενα. Τώρα όμως επικροτώ και χειροκροτώ και ανυπομονώ να τ’ ακούσω στην ολοκληρωμένη τους απόδοση. Τι μπορεί να γίνει; Τι σκέπτεσαι; Είμαι αγράμματος στη μουσική, το ξέρεις, και περιμένω να με φωτίσεις».[1]

Συλλαμβάνεται ξανά από τη Χούντα, πάει εξορία στη Ζατούνα Αρκαδίας και έπειτα φυλακή στον Ωρωπό. Η μουσική του απαγορευμένη. Στη Ζατούνα οι χωροφύλακες του κάνουν τη χάρη να του φέρουν το πιάνο του από το Βραχάτι. «Εγώ όμως, πονηρός,» διηγείται στην ομήγυρη χρόνια αργότερα, το 2005, στην κρατική τηλεόραση, «μαρξιστής-λενινιστής, λέω δεν είναι αθώο αυτό που κάνανε, γιατί μου στείλαν το πιάνο επάνω, είναι παγίδα! Μου στείλαν το πιάνο διότι θα παίξω μουσική Θεοδωράκη και θα πάω φυλακή γιατί έπαιζα Θεοδωράκη!». Κι έτσι σκαρώνει ένα πολιτικά πανέξυπνο σατιρικό τραγούδι πάνω στον γνωστό μουσικό σκοπό του Χατζηδάκι «Εκεί ψηλά στον Υμηττό» για να ασκήσει κριτική στους Ευρωπαίους που, μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, επεδείκνυαν ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν επρόκειτο για χώρες του Ανατολικού Μπλοκ αλλά κώφευαν όταν είχαν να κάνουν με συμμάχους της Δύσης:

Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κα υπάρχει κάποιο μυστικό

Είμαι Ευρωπαίος έχω δυο αυτιά, το ένα για να ακούει το άλλο δεν γροικά

Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνός, ο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός

Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδός, τι με νοιάζει εμένα, ας νοιαστεί ο Θεός

Είμαι Ευρωπαίος, έχω δυο αυτιά, το ένα μόνο ακούει απ’ τα ανατολικά

Την πόρτα μου χτυπάει και πάλι ο φασισμός, όμως σε τέτοιους ήχους είμαι ο πιο κουφός

Έχω ένα αυτί μεγάλο τ’ άλλο πολύ μικρό κι έτσι ήσυχος τρυγάω χαρά πολιτισμό[2]

 

Φεύγει για το Παρίσι, επιστρέφει με την πτώση της Χούντας. Κι ύστερα; Ο ούριος άνεμος και οδοστρωτήρας της Μεταπολίτευσης. Βραβεία, ΕΡΤ, υπουργεία, «Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες», σχολικές γιορτές με «Ένα το χελιδόνι» και «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ» —αυτό το ίδιο που τραγουδούσε αγκαλιασμένος ο κόσμος την παραμονή του δημοψηφίσματος. Η μουσική του λίκνο της μνήμης και συνώνυμο του συλλογικού βιώματος.

Κι έπειτα το συλλαλητήριο για το Μακεδονικό. Ο Μίκης που θέλησε να πεθάνει σαν κομμουνιστής, ο ίδιος Μίκης δεν έκρυψε ποτέ την έλξη του προς την πατρίδα και τη θρησκεία του εθνικόφρονος αφηγήματος. Ξετρυπώνουν μονόστηλο από την εφημερίδα Ελευθερία στις 31 Ιουλίου 1966 που αναπαράγει ανακοίνωση του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης πως ο Θεοδωράκης, τότε βουλευτής ΕΔΑ, είχε αποκηρύξει τον κομμουνισμό με δήλωση μετανοίας τον Απρίλιο του ’49: «Ο υπογεγραμμένος Μιχαήλ Γ. Θεοδωράκης, ετών 24, φοιτητής, κάτοικος Ν. Σμύρνης, δηλώ ότι αποκηρύσσω τον ξενόδουλον κομμουνισμόν και την εθνοκτόνον ανταρσίαν και ότι ολοψύχως τίθεμαι εις την διάθεσιν της αγωνιζόμενης πατρίδας».[3] Ο ίδιος αρνήθηκε την κατηγορία. Το ζητούμενο, όμως, εδώ δεν είναι η εξακρίβωση της εγκυρότητας του δημοσιεύματος της Ελευθερίας. Ήταν τόσα πολλά τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο—σωματικά και ψυχολογικά, αν πράγματι υφίσταται διάκριση ψυχής και σώματος— που η συντριπτική πλειονότητα των κρατούμενων έγιναν δηλωσίες. Γιατί, όμως, μια δήλωση μετανοίας φτάνει, στα μάτια μερικών, να μαυρίσει τον αγώνα μιας ζωής; «Οι κατηγορίες [μέσα στον Εμφύλιο],» γράφει ο Πολυμέρης Βόγλης, «δεν είναι πολιτικές αλλά ηθικές. Οι δηλώσεις, για παράδειγμα, δεν είναι πολιτικό σφάλμα αλλά αμαρτία, ενώ οι δηλωσίες δεν είναι λιγότερο συνειδητοποιημένοι πολιτικά αλλά λιγόψυχοι…Ο στιγματισμός του δηλωσία, ως μικροαστού, δειλού, συμβιβασμένου ή προδότη σφυρηλατούσε την ταυτότητα του πολιτικού κρατούμενου απέναντι στον δηλωσία, ο οποίος γινόταν ο Άλλος ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενους».[4] Οι δηλώσεις μετανοίας, δηλαδή, έγιναν η διαχωριστική γραμμή, το όριο μεταξύ οικείου και ξένου, εαυτού και Άλλου, καλού και κακού. Οπότε, αν ο κόσμος χωρίζεται σε καλούς και κακούς, κι αν λείπει η ενσυναίσθηση προς ό,τι πιο ανθρώπινο, την ανθρώπινη αδυναμία, τότε φτάνει ένας μικρός λεκές κακού για να αποκαθηλώσει τον ήρωα από το πάνθεο των καλών και να τον ρίξει στον Καιάδα των κακών.

Κάθε άνθρωπος, όμως, είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ούτε μόνο καλός, ούτε μόνο κακός. Ούτε μαύρος, ούτε άσπρος, παρά γκρίζος ή πολύχρωμος στην πιο αισιόδοξη εκδοχή. Ένας κόσμος από μαυρόασπρες, γκρίζες, πολύχρωμες ιστορίες. Κι οι ιστορικοί, λέει η Τασούλα Βερβενιώτη για τους ιστορικούς της προφορικής ιστορίας, τους ιστορικούς που συλλέγουν τις πολύχρωμες ιστορίες των ανθρώπων με τη μορφή των προφορικών μαρτυριών, γκρεμίζουνε τα αγάλματα,[5] γκρεμίζουνε, δηλαδή, τους ήρωες, τους μύθους και στη θέση τους χτίζουν ψηφιδωτά από πολλά μικρά χρωματιστά κομμάτια. Πάλι κατηγορίες φτιάχνουμε, πάλι αφηγήσεις στήνουμε για να συνεννοηθούμε, μα αντί για δυο κομμάτια θεού και δαίμονα, καθαρού καλού και κακού, ασύμβατα, διασπαστικά, διχαστικά και, εν τέλει, μυθικά, δηλαδή ψεύτικα, φτιάχνουμε έναν χώρο ενδιάμεσο, ένα φάσμα μεταξύ του καλού και του κακού, όπου χωράει ο φόβος, η αμφιθυμία, η αδυναμία, χωράει το ανθρώπινο χωρίς να υποκλίνεται στο θεϊκό, χωράνε όλες οι ιστορίες. Αντίο, λοιπόν, στον Μίκη Θεοδωράκη, αντίο όχι σε έναν μύθο, αλλά σε μια ιστορία από ιστορίες.

[1] “Η Περιπέτεια Του ‘Άξιον Εστί,’” Θεσσαλονίκη, 19 Μαρτίου 1996, σ. 13.

[2] https://www.youtube.com/watch?v=dnuSpoN9r58&ab_channel=jimmakos61

[3] “Είχεν Αποκηρύξει ο Μίκης Θεοδωράκης Τον Κομμουνισμόν,” Ελευθερία, 31 Ιουλίου 1966, σ. 12.

[4] Πολυμέρης Βόγλης, “Ανάμεσα Στην Άρνηση Και Την Αυτοάρνηση: Πολιτικοί Κρατούμενοι Στην Ελλάδα, 1945-50,” στο Μετά Τον Πόλεμο: Η Ανασυγκρότηση Της Οικογένειας Του Έθνους Και Του Κράτους Στην Ελλάδα, 1943-1960, επιμ. Mark Mazower (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2004).

[5] https://thepressproject.gr/i-istoriki-gkremizoune-ta-agalmata-mia-synentefxi-gia-tin-proforiki-istoria-me-tin-istoriko-tasoula-vervenioti/