Πρωτοασχολήθηκα με τα σίτζο κατά τύχην. Πως αγοράζεις βιβλιαράκια γιατί δεν έχεις ιδέα για το θέμα τους, και λες, άντε να ανοίξω τα στραβά μου; E, έτσι κάπως αγόρασα την πρώτη μου συλλογή με σίτζο, μεταφρασμένα στα αγγλικά – τα κορεάτικά μου περιορίζονται σε μενού εστιατορίων κι ακόμη κι εκεί έχω άγνωστες λέξεις… Ήταν η συλλογή The Bamboo Grove, σε μετάφραση Richard Rutt και εισαγωγή του David R. McCann, από τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, 1998. Μετά από καιρό ανακάλυψα ότι θεωρείται η καλύτερη μετάφραση των σίτζο στην αγγλική.

Δεν είχα αποπειραθεί να μεταφράσω, βέβαια. Οι προειδοποιήσεις ήταν σαφείς: Αυτό που συμβαίνει όταν πας να μεταφράσεις κορεάτικη ποίηση, χαρακτηρίζεται ειδεχθές ως έγκλημα. Οι μεταφραστές τους στην αγγλική, δηλώνουν ευθαρσώς πως κακοποιούν τη γλώσσα μεταφράζοντας. Κοινώς, η δική μου (δεύτερη) μετάφραση είναι ασέλγεια επί πτώματος (τόσον γοητευτικού ωστόσο – σαν εκείνο το σουρρεαλιστικό παιγνίδι, το Εξαίσιο Πτώμα!).

Κι αυτό γιατί, η κορεατική είναι μία από τις πιο ποιητικές γλώσσες του κόσμου, μια γλώσσα που δε βιάζεται να περιγράψει την ομορφιά, αφήνεται στο χρόνο μέχρι να βρεθούν ή να φτιαχτούν οι λέξεις της και ξέρεις πως όταν τις βρει καμμία δεν περισσεύει και καμμία δεν αλλοιώνεται. Πάρε παράδειγμα την Άνοιξη. Αυτό που θα σου μεταφράσω ως Άνοιξη είναι ο «Ανατολικός Άνεμος του Τρίτου Φεγγαριού». (Άμα σου λέω οι ανατολίτες παραμυθάδες είναι που ξέρουν να σ’ αγκαλιάζουν στο σκοτάδι και να σε νανουρίζουν διώχνοντας όλους τους φόβους μακρυά…).

Τα σίτζο γεννιέται τον 7ο αιώνα, κι είναι τραγούδι στην αρχή και ύστερα τραγούδι κι απαγγελία. Κάποιοι το λέμε κορεάτικο χαϊκού, για να καταλαβαινόμαστε, μα οι διαφορές είναι πολλές. Τρεις στίχοι, τρεις γραμμές, δεκατέσσερις με δεκάξι συλλαβές η γραμμή. Οι πρώτες δύο ακολουθούν την ίδια φόρμα και στοχεύουν στην καρδιά, είναι μουσικές στην ουσία τους, η τελευταία στοχεύει στο νου και την καρδιά, ανατρέπει και καλλιεργεί και διδάσκει με τον αρχαίο και ευκολότερο τρόπο, το μουσικό.

Σίτζο σημαίνει «εποχή» μα και «τραγούδι», στην κορεατική. Σε κάθε στίχο υπάρχει μια «ανάσα» που τον κόβει στα δυό. Ρυθμός: τα σίτζο δεν γράφτηκαν πρώτα ούτε ύστερα – τα σίτζο τραγουδήθηκαν, επιμένω να το λέω, και έτσι γεννιούνται, για να τραγουδιούνται, πάει να πει χτυπάνε κατευθείαν στόχο.

Δεκατέσσερις με δεκάξι συλλαβές σημαίνει ότι οι στίχοι τους είναι κάτι μακρυνάρια να, με το συμπάθειο. Γι αυτό κι όλοι οι μεταφραστές τους τα τσακίζουν (τι φρίκη, ε;) ακριβώς στην ανάσα που λέγαμε. Έτσι, στις δυτικές συλλογές εμφανίζονται ως εξάστιχα ή, όταν ο κορεάτης καλλιτέχνης το έχει παρακάνει, ως οκτάστιχα.

Για έναν αγαπημένο μεταφράστηκαν τα σίτζο αυτά, πρώτη φορά, μα με όλους μας τα (ξανα)μοιράζομαι εδώ. Όπου γνωστός ο στιχουργός, τον αναφέρω. Αλλοιώς, οι στίχοι είναι του λαού μας.

Ι*

Μαργαριτάρια ας ήταν τα δάκρυά μου

να τα κρατούσα, να τα στοίβαζα ένα ένα

Όταν ξανάρθεις, όταν περάσει ο καιρός

σε μαργαριταρένιο κάστρο να χεις θρόνο

μα τούτα ειν’ σκέτα δάκρυα, που ούτε ίχνος δεν αφήνουν

δάκρυα αυτού που μένει ολομόναχος

ΙΙ

Μην την απλώσεις τη μικρή σου ψάθα

θέλω να κάτσω στα πεσμένα φύλλα

μην τον ανάψεις το δαυλό με το ρετσίνι

γύρισε το φεγγάρι που χτες είχε πνιγεί

μη συζητάς αν το κρασί μας ξύνισε

κι αν το λερώσαν οι βελόνες

που στάζουν απ τα πεύκα

βάλε να πιούμε – φτάνουν αυτά και περισσεύουν

ΙΙΙ

(του Κιμ Τονγκνυόνγκ – ηγέτη της αντίστασης στην Ιαπωνική κατοχή, το 16ο αι. Πέθανε στη φυλακή. Το σίτζο τούτο το έγραψε εκεί, σε ηλικία 28 ετών)

Το ανοιξιάτικο βουνό πήρε φωτιά

μπουμπούκια καίγονται κλειστά

Με το νερό θα σβήνανε

οι φλόγες του βουνού

Την άκαπνη φωτιά εντός μου μόνο

καν χείμαρρος δεν υπάρχει να τη σβήσει

ΙV

πήγαν τ αγόρια να μαζέψουν φτέρες

ειν’ άδειο πια το σύδεντρο με τα μπαμπού

ποιός θα μας βάλει στη σειρά

έτσι που σκορπιστήκαμε πιόνια και σκακιέρα?

Καλύτερη λοιπόν η μέθη στη ρίζα του πευκόδεντρου

παρά μια ακόμη αυγή που δε θα ξημερώσει αληθινά ποτέ

V

(Τσονγκ Μονγκου, <1337)

Ακόμη κι αν τούτο το σώμα πρέπει να πεθάνει

ακόμη κι αν χρειαστεί να το θρηνήσουν εκατό φορές

τα ολόλευκά μου κόκαλα να γίνουν τόσες σκόνη

η ψυχή μου ακόμη τόσες να υπάρξει ή να χαθεί

μη θα μπορούσε τούτη τη μια, η αδιαίρετη καρδιά

ν αλλάξει που φλέγεται από την πίστη της σε σένα, Κύριέ μου?

VI

(Γιου Χουιτσούν, >1530)

Ένα κλωνάκι μαϊντανό

έκοψα κι έπλυνα μονάχη

Δεν ήτανε για όποιον να ΄ναι

ήταν για σένα

η γεύση του ειν’ απαλή

γεύσου, ξανά δοκίμασε, και δες

VII

(Χουανγκ Τσίνι, αρχές 16ου αι. – θρυλικής ομορφιάς κορίτσι)

Εκείνο που ποθώ ειν’ οι γαλάζιοι λόφοι

τα πράσινα ρυάκια η αγάπη μου αγαπά

οι λόφοι οι ακίνητοι μπορούν να αλλάξουν κοίτη

στα ρυάκια που αδιάκοπα κυλούν;

κι όταν μονάχους τους αφήνουν, θρηνητικά,

μπορούνε άραγε τα ρυάκια να ξεχάσουν;

VIII

(Χο Σοκκυούν, 19ος αι.)

Είναι τώρα καιρός απ όταν έφυγες –

Μπας και μπόρεσα να σε ξεχάσω μια στιγμή;

Στην απαλή βροχή που αφήνεται στο ανοιξιάτικο ρυάκι

Οι πάπιες απολαμβάνουν τη ζωή

Τη νύχτα κρύα δάκρυα βαφτίζουν το άδειο μου προσκεφάλι

— μα εσύ που να το μάθεις, αγαπημένε μου;

IX

Κιμ Σανυόνγκ (1561-1637)

«Αγάπη». Ψεύτρα λέξη.

Πως μ αγαπάς. Κι αυτό ένα ψέμμα.

«Ο αγαπημένος πάντα έρχεται στο όνειρό σου»

αυτό κι αν είν’ ψευτιά!

Πως θα μπορέσω εγώ, που αγρυπνώ,

Να ελπίσω να σε δω στα όνειρά μου;

X

(Χουάνγκ Τσινί, η κουκλάρα που λέγαμε)

Θα σπάσω δυό κομμάτια τη ραχοκοκαλιά

της ατελείωτης νύχτας του χειμώνα

Θα τα τυλίξω, θα τα κρύψω

Κάτω από την λεπτή κουβέρτα μου

Και τη νύχτα που πάλι η αγάπη μου θα έρθει να με βρει

Θα τα ξεθάψω να τα ενώσω, ο χρόνος να μακρύνει.