Ολόκληρο το άρθρο του Βόλφγκανγκ Μίνχαου στους Financial Times:
Όταν αποφασίζετε για μια διαπραγματευτική στρατηγική για το Brexit, μπορεί να είναι καλύτερα να προσέξτε τους πρώην υπουργούς Οικονομικών της Ελλάδας παρά να βασίζεστε στην κοινή λογική των έμπειρων διπλωματών στις Βρυξέλλες.
Το έργο των αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες είναι να προετοιμάσουν τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός από τα κύρια όργανα λήψης αποφάσεων στην ΕΕ. Είναι έμπειροι διαπραγματευτές. Κατανοούν τους πολιτικούς και οικονομικούς περιορισμούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και τις νομικές διαδικασίες της ΕΕ. Έχουν δίκιο όταν λένε ότι η εμπιστοσύνη έχει σημασία.
Στη δουλειά τους, αλλάζουν συνεχώς από τη μία στην άλλη στάση. Ποτέ δεν συντρίβουν τους αντιπάλους τους γιατί τον επόμενο μήνα θα συναντηθούν και πάλι.
Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit έχουν διαφορετικό χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν αγώνα 27 έναντι ενός, πολύ παρόμοιο με τις διαπραγματεύσεις διάσωσης στην ευρωζώνη. Ο Μάικλ Μπάρνιερ, ο Επικεφαλής Ευρωπαίος Επίτροπος της Διαπραγμάτευσης, έχει ετοιμάσει τη θέση μάχης του για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός στον οποίο θα συμφωνήσει, θα πρέπει να γίνει αποδεκτός, ουσιαστικά με ομοφωνία, από 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων. Η ομάδα των διαπραγματευτών του ασχολείται με τα ψιλά γράμματα. Τα βασικά σημεία έχουν ήδη αποφασιστεί γι’ αυτόν.
Οι συνομιλίες μεταξύ της ευρωζώνης και της Ελλάδας το 2012, το 2015, και φέτος είναι ένα καλύτερο παράδειγμα του είδους διαπραγματευτικής διαδικασίας που αναμένεται. Πριν από τις εκλογές, η Τερέζα Μέι έλεγε ότι η μη- συμφωνία ήταν καλύτερη από μια κακή συμφωνία. Η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου έχει χλευαστεί γι’ αυτήν τη δήλωση. Η αλήθεια είναι ότι μπορούμε να διαπιστώσουμε εάν η μη- συμφωνία είναι καλύτερη μόνο από τη στιγμή που γνωρίζουμε τη φύση μιας κακής συμφωνίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μη- συμφωνία θα ήταν πράγματι καλύτερη από μια κακή συμφωνία. Η χώρα βρίσκεται σε μια σχεδόν συνεχή ύφεση από το 2008. Σύμφωνα με την τελευταία συμφωνία, η Ελλάδα συμφώνησε να διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα- πριν από την καταβολή τόκων- στο 3,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μέχρι το 2022, ένα νούμερο που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεωρεί μη βιώσιμο.
Η χώρα έχει παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και λιτότητας. Το 2015 η Ελλάδα είχε την επιλογή να μετατραπεί σε αποικία της ευρωζώνης ή να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Επέλεξε να γίνει δουλοπαροικία και πληρώνει το τίμημα υπό τη μορφή της μόνιμης ύφεσης.
Το δεύτερο μάθημα από αυτό το επεισόδιο είναι ότι υπάρχει ανάγκη από ένα εναλλακτικό σχέδιο. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνης Βαρουφάκης, σχεδίαζε να εισαγάγει ένα σύστημα παράλληλων πληρωμών που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να χρεοκοπήσει, παραμένοντας επίσημα μέλος της ευρωζώνης. Ήταν ένα τολμηρό σχέδιο και, κατά την άποψή μου, θα είχε ένα καλύτερο αποτέλεσμα από ότι η συνθηκολόγηση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζεται και αυτό ένα αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο, μια πλήρως κοστολογημένη διαδικασία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι πιθανότητες μιας συμφωνίας βάσει της διαδικασίας του άρθρου 50 της ΕΕ για έξοδο από το μπλοκ δεν είναι κακές, διότι τα περισσότερα ουσιαστικά σημεία μπορούν να επιλυθούν με λίγη φαντασία. Το τρίτο μάθημα είναι ότι οι μονομερείς προσφορές πάντα απορρίπτονται. Δεν εκπλήσσομαι που ακούω τους ηγέτες της ΕΕ να καταγγέλλουν τη μονομερή προσφορά της κ. Μέι να εγγυηθεί τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ- όπως και εγώ- ως ανεπαρκή. Αυτό συνέβαινε επίσης κάθε φορά που οι Έλληνες πολιτικοί πρότειναν μια συμβιβαστική λύση το 2015.
Αλλά αν κάνω λάθος και δεν υπάρχει συμφωνία βάσει του άρθρου 50, το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ θα χρειαστούν τουλάχιστον μια διμερή εμπορική συμφωνία απλά για να διαχειριστούν τη ροή αγαθών. Η ύπαρξη ενός εναλλακτικού σχεδίου θα έδινε επίσης το σήμα στην άλλη πλευρά ότι υπάρχει κίνδυνος να παρακινδυνέψει με τις διαπραγματεύσεις.
Με βάση την κατάσταση τώρα, μπορεί να υπάρξει μόνο μία λογική έκβαση του Brexit, η εκδοχή που πρότεινε ο βρετανός βουλευτής Φίλιπ Χάμοντ: να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με βάση την εντολή της κ. Μέι- με αποχώρηση από την ενιαία αγορά και εν τέλει την τελωνειακή ένωση- αλλά να επιδιωχθεί μια μεταβατική περίοδος για να μετριαστεί τον οικονομικό αντίκτυπο. Νομίζω ότι αυτό θα μπορούσε να διαρκέσει πέντε χρόνια και, ενδεχομένως, να ανανεωθεί και πέραν της πενταετίας. Πρέπει να δοθεί αρκετός χρόνος και για στις δύο πλευρές για να διαπραγματευτούν μια ισχυρή συμφωνία για τη σχέση τους και το εμπόριο.
Είναι κρίμα που τόσοι πολλοί υποστηρικτές της «Παραμονής» διατυμπανίζουν ότι το Brexit θα αναιρεθεί, αντί να συσπειρώνονται γύρω από τη ρεαλιστική ιδέα μιας μακράς μεταβατικής περιόδου μέσα στην ενιαία αγορά. Με αυτόν τον τρόπο αποδυνάμωσαν την επιρροή τους στο ντιμπέιτ. Πιστεύω επίσης ότι δεν είναι συνετό από τον Ντόναλντ Τουσκ, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, να συνεχίσει να συζητάει γι’ αυτήν την πιθανότητα.
Το σημαντικότερο έργο και για τις δύο πλευρές είναι να παγιώσουν τις προσδοκίες, δίνοντας προτεραιότητα στις αρχές μιας μεταβατικής περιόδου. Αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα παρέχει ασφάλεια στις επιχειρήσεις και στα μεμονωμένα άτομα. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να επιδιώξει μια ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση υπέρ μιας μετάβασης. Το μήνυμα που πρέπει να στείλει η Βρετανία στην ΕΕ είναι ότι η δέσμευσή της για το Brexit είναι δύσκολη, αλλά ότι η διαδικασία του Brexit θα είναι ομαλή. Και οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να σταματήσουν να ονειρεύονται μια αναίρεση του Brexit.