Στη μήνυση επισημαίνεται ότι η διαθήκη του Άλφρεντ Νόμπελ (1895) ορίζει ρητά πως το Βραβείο Ειρήνης πρέπει να απονέμεται σε πρόσωπα που προσφέρουν το μεγαλύτερο όφελος στην ανθρωπότητα, προάγοντας τη διεθνή αδελφοσύνη, τη μείωση των στρατών και την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων.
Ο Ασάνζ υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις της νορβηγικής επιτροπής επιλογής δεν απαλλάσσουν τους σουηδούς διαχειριστές των κεφαλαίων από τις νομικές τους υποχρεώσεις. Όπως αναφέρει, κάθε εκταμίευση που αντιβαίνει στη βούληση του Νόμπελ συνιστά υπεξαίρεση.
Η καταγγελία κατατέθηκε τόσο στη Σουηδική Αρχή Οικονομικού Εγκλήματος όσο και στη Μονάδα Εγκλημάτων Πολέμου και στρέφεται, μεταξύ άλλων, κατά της προέδρου του Ιδρύματος Νόμπελ Astrid Söderbergh Widding και της εκτελεστικής διευθύντριας Hanna Stjärne. Σύμφωνα με το κείμενο, οι κατηγορούμενοι μετέτρεψαν «ένα εργαλείο ειρήνης σε εργαλείο πολέμου».
Κεντρικό σημείο της μήνυσης αποτελεί η καταβολή περίπου 11 εκατ. σουηδικών κορωνών στη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, την οποία ο Ασάνζ θεωρεί ασύμβατη με τα κριτήρια του Βραβείου Ειρήνης, κατηγορώντας την παράλληλα για στήριξη ενεργειών που συνδέονται με διεθνή εγκλήματα.
Ο ιδρυτής των WikiLeaks τονίζει ότι το Ίδρυμα Νόμπελ έχει στο παρελθόν παρέμβει σε απονομές, όπως το 2018 με το Βραβείο Λογοτεχνίας, και πως η μη παρέμβαση στην παρούσα υπόθεση συνεπάγεται ποινική ευθύνη.
«Το κληροδότημα του Άλφρεντ Νόμπελ για την ειρήνη δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την προώθηση του πολέμου», καταλήγει ο Ασάνζ, υπογραμμίζοντας ότι οι διαχειριστές των βραβείων έχουν νομικό καθήκον να υπηρετούν τον σκοπό της διαθήκης και όχι να τον ακυρώνουν.
Το ΜέΡΑ25 με ανακοίνωσή του στηρίζει τη μηνυτήρια αναφορά του Τζούλιαν Ασάνζ κατά της επιτροπής Νόμπελ. Αναλυτικά, η ανακοίνωση:
«Ο Τζούλιαν Ασάνζ, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνιδρυτής του DiEM25, προχώρησε σε μηνυτήρια αναφορά προς την Αρχή Οικονομικού Εγκλήματός της Σουηδίας, για την Επιτροπή Νόμπελ, ζητώντας τη διερεύνηση σοβαρών παραβιάσεων που σχετίζονται με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στη Μαρία Κορίνα Ματσάδο, καθώς και την παράνομη μεταφορά κεφαλαίων που παραβιάζουν το αρχικό όραμα του ιδρυτή, Άλφρεντ Νόμπελ.
Ειδικότερα, αναφέρεται στη δημόσια δήλωση της Ματσάδο που καλεί σε στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα, στη διασύνδεσή της με τις δυνάμεις των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν ήδη αναπτύξει πάνω από 15.000 στρατιώτες στην περιοχή, και στις εγκληματικές επιθέσεις εναντίον αμάχων στη θάλασσα, που χαρακτηρίστηκαν από τον ΟΗΕ ως εξωδικαστικές —δηλαδή όχι μόνο παράνομες, αλλά και με την απουσία δικαστικής διαδικασίας— εκτελέσεις.
Η καταγγελία αναδεικνύει τον ευτελισμό του θεσμού του Νόμπελ μέσω της χρησιμοποίησης του χρηματικού βραβείου για την προώθηση στρατιωτικών επιχειρήσεων και εγκληματικών ενεργειών κατά της ανθρωπότητας, παραβιάζοντας τις διεθνείς συμβάσεις και τον αρχικό του σκοπό: την ειρήνη, την αποστρατιωτικοποίηση και την ενίσχυση των διεθνών δεσμών.
Ο Ασάνζ ζητά το άμεσο πάγωμα των υπόλοιπων κεφαλαίων του βραβείου, την επίσημη δικαστική έρευνα και την αποπομπή όσων εμπλέκονται, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρηματοδότηση του Νόμπελ δεν θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται για εγκλήματα πολέμου και για καταπάτηση της Διεθνούς Νομιμότητας. “Ο θεσμός του Νόμπελ οφείλει να μείνει πιστός στις αξίες της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας”, δηλώνει ο Ασάνζ. “Οποιαδήποτε προσπάθεια χρησιμοποίησης του βραβείου προς όφελος πολεμικών ενεργειών και εγκληματικών πράξεων είναι καταστροφική και απαράδεκτη”.
Το μηνυτήριο κείμενο υπενθυμίζει ότι το αρχικό όραμα του Νόμπελ ήταν η προώθηση της ειρήνης και η καταπολέμηση των διεθνών εγκλημάτων. Οι σημερινές πρακτικές, που οδηγούν στην αποσταθεροποίηση και σε θανάτους αμάχων, αντιβαίνουν πλήρως σε αυτή την αποστολή. Η αλήθεια οφείλει να βγαίνει στην επιφάνεια. Η υπόθεση αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των ιδεωδών της ανθρωπότητας και της αξιοπρέπειας».