από τις Γεωργία Κριεμπάρδη & Νεκταρία Ψαράκη

Η συζήτηση ξεκινά ορίζοντας- με βάση και το διεθνές πλαίσιο – την αναπηρία. «Συνήθως σχετίζουν το ζήτημα της αναπηρίας με τα ζητήματα της βλάβης. Τα κινήματα των αναπήρων, μετά τα κινήματα των μαύρων, των γυναικών και των ομοφυλοφίλων άρχισαν να τοποθετούνται στο ζήτημα της αναπηρίας και να αφαιρούν όλες τις διαστάσεις που είχαν ιατρικό περιεχόμενο. Όρισαν λοιπόν μετά από πολλές κινητοποιήσεις, μαζί με ανάπηρους εκπαιδευτικούς και κυρίως με το εμβληματικό βιβλίο του Oliver τη δεκαετία του ’90 ότι η αναπηρία είναι υλικό προϊόν κοινωνικοοικονομικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο. Εκεί για πρώτη φορά, έθεσαν τα ζητήματα των αναπηροποιητικών εμποδίων και των υλικών σχέσεων εξουσίας. Έθεσαν και ονομάτισαν αυτή την οπτική ως οπτική του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας. Τη θεώρηση αυτή την ονοματίζει και ο Oliver ως “κοινωνική επιτέλεση” της αναπηρίας και βάζει την κεντρική της μεταβλητή: τη θεσμική διάκριση. Μέσα στους όρους που ήδη υπήρχαν όπως ο σεξισμός και ο ρατσισμός, έτσι προέκυψε και ο όρος μισαναπηρισμός. Στην πορεία ακολούθησαν πολλά κινήματα αναπήρων που μίλησαν για το matrix της καταπίεσης, βάζοντας ζητήματα και ρατσισμού και σεξισμού και μισαναπηρισμού και αποικιοκρατισμού. Έτσι αν θέλουμε να μιλήσουμε στη βάση των κινημάτων, θα πρέπει να μιλήσουμε για καταπολέμηση του μισαναπηρισμού, που αυτή η καταπολέμηση θα έρθει με τη μεταβολή των δομών» εξηγεί η κ. Καραγιάννη.

«Ο μισαναπηρισμός έχει να κάνει με σχέσεις εξουσίας, με βία κατά των αναπήρων οι οποίες παράγονται στα πλαίσια κοινωνικών, ιδεολογικών, πολιτικών αλλά και πολιτισμικών και συμβολικών διαδικασιών. Τα μέλη μιας κοινωνίας διατηρούν όρους και νοήματα τα οποία φυσικοποιούν. Μέσα από αυτή τη λογική έχουν δώσει αντίστοιχους ορισμούς για την αναπηρία. Δεν μπορούμε να συζητάμε τι είναι μισαναπηρισμός και όχι τι είναι αναπηρία. Χωρίς να έχει διαχυθεί καθόλου το γεγονός ότι η αναπηρία είναι η κοινωνική επιτέλεση και όχι η βλάβη. Δηλαδή, οι θεσμοί η νομοθεσία και οι δομές δημιουργούν τις ανικανότητες στους ανθρώπους. Μέσα από διάφορες θεσμικές διαφορές αλλά και συμπεριφορές διαχωρίζονται οι ανάπηροι μαθητές, τα ανάπηρα παιδιά, οι ανάπηροι εργαζόμενοι. Έχει να κάνει και με το ζήτημα της εξιδανικευμένης κανονικότητας. Το σύνολο των πεποιθήσεων που παράγουν ένα συγκεκριμένο είδος εαυτού και σώματος. Ενός εξιδανικευμένου σώματος που προβάλλεται ως τέλειο. Οποιοδήποτε άλλο σώμα, δεν είναι τελείως ανθρώπινο. Στους ανάπηρους ανθρώπους δεν δίνεται η δυνατότητα να απολαύσουν του status του πλήρως ανθρώπινου. Ότι η ζωή τους αξίζει. Κι εκεί ερχόμαστε και στο κομμάτι του Αντώνη Καρυώτη. Αν άξιζε εν τέλει η ζωή του. Και γιατί έχει καταστεί στην αντίληψη πολλών διαχρονικά ότι αν ένας άνθρωπος κριθεί ελλειμματικός η απουσία του από την κοινωνία δε σημαίνει και πολλά πράγματα».

Πριν από τον Αντώνη είχαμε έναν 25χρονο νεκρό, ο οποίος νοσηλευόταν πριν τον θάνατό του σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. «Πληροφορηθήκαμε ότι είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού. Άρα μιλάμε για συνθήκες εγκληματικών πράξεων. Φόνους, βανδαλισμούς, βιασμούς, ληστείες, εκφοβισμούς. Και βέβαια η επιλογή του θύματος γίνεται στη βάση χαρακτηριστικών της αναπηρικής ταυτότητας. Μπορεί να είναι ένα χαρακτηριστικό βλάβης, η ευαλωτότητά του, ο τρόπος εκφοράς του λόγου και άλλα. Όλα αυτά δημιουργούν ένα σύνολο πεποιθήσεων στους ανθρώπους» αναφέρει η ίδια.

Αναφέρουμε στην κ. Καραγιάννη ότι είναι κοινή παρατήρηση ότι το κομμάτι «έλα μωρέ ένας παλαβός ήταν», λεγόμενα του μέλους του πληρώματος λίγο πριν τη δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη έχει εξαφανιστεί από τη συζήτηση, με τη βαρύτητα να έχει δοθεί αποκλειστικά στο «πακιστανός νόμιζα ήταν». «Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα το οποίο ξεκινά από το πότε ασχολήθηκαν με τους ανάπηρους και ποιοι πρωτοασχολήθηκαν με τους ανάπηρους. Εδώ υπήρχαν αρχικά τα ιδρύματα τα οποία δεν ήταν κρατικά, ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα ή ιδρύματα εκκλησίας. Ο τρόπος που ακόμα ασχολούμαστε με την αναπηρία στην Ελλάδα ακόμη και αν δεν είναι τόσο φανερό δηλαδή, όπως ήταν την περίοδο των χριστιανικών ιδρυμάτων είναι μέσα από το πλαίσιο του οίκτου και της λύπησης. Αυτή η λογική επηρεάζει το σύνολο της κοινωνίας για το αν τελικά μπορούμε να φέρουμε μισαναπηρισμό ή όχι. Δεν έχει εισχωρήσει στη λογική των ανθρώπων η δικαιωματική προσέγγιση των ανάπηρων. Στην κοινωνία δεν έχει γίνει κατανοητό τι σημαίνει δικαίωμα σε σχέση με την αναπηρία και επίσης ότι αναπηρία δε σημαίνει αναγκαστικά ανικανότητα».

Μια κοινωνία που ορίζει την ικανότητα των ανθρώπων…

«Η κοινωνία είναι ακόμα επηρεασμένη από το φακό της βιομηχανίας της ειδικής αγωγής που θεωρεί ανίκανα τα άτομα να παίρνουν οποιαδήποτε απόφαση όταν υπάρχουν βλάβες, όπως κινητικές βλάβες ή ακόμα και νοητικές δεν επιτρέπει αυτό το πλαίσιο συζήτησης και διαλόγου» υπογραμμίζει  κ. Καραγιάννη, αναφέροντας ακόμα κάτι σοκαριστικό που υφίστανται οι ανάπηροι. Η κοινωνία δεν τους θεωρεί ικανούς να εκπροσωπήσουν τους εαυτούς, να συνηγορήσουν υπέρ τους (αυτοσυνηγορία). «Συνήθως αποφασίζουν το στενό οικογενειακό πλαίσιο ή κάποια ιδρύματα. Έχουμε δει περιπτώσεις δικαστηρίων και στην Αγγλία και στην Αμερική και αλλού, που παίρνουν αποφάσεις που είναι ενάντια στη σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία ή παίρνουν αποφάσεις για τους εφήβους ή τους ενήλικες ανάπηρους για στειρώσεις» σημειώνει.

Η κ. Καραγιάννη θέτει το ζήτημα της εξάρτησης. «Όλοι εξαρτόμαστε. Ασφαλώς υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από άλλους ανθρώπους. Εκεί το ζήτημα της φροντίδας που λένε οι περισσότεροι είναι απαραίτητο. Δε συζητάμε μόνο όμως για τους ανθρώπους που ανήκουν στο 1%. Μιλάμε για έναν αναπηρικό πληθυσμό στην Ελλάδα πολύ μεγάλο σε αριθμό, όπως και στο εξωτερικό, που είτε έχει φανερές βλάβες είτε όχι. Για τα ζητήματα αυτά έχουν συγγράψει δεκάδες άνθρωποι που έχουν μελετήσει τα ζητήματα της αναπηρίας και έχουν θέσει και τα ζητήματα της φτώχειας. Ειδικά για τον αναπηρικό πληθυσμό μιλάμε για φτώχεια που διαιωνίζεται. Ναι μεν ένας άνθρωπος μπορεί να μη μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, τα ζητήματα τα οικονομικά έρχονται στο προσκήνιο και συζητάμε πώς μπορούν να βρεθούν οι τρόποι ώστε να υπάρχει δυνατότητα λειτουργίας αυτού του ανθρώπου με όρους ανεξαρτησίας. Στην Ελλάδα ακόμη περιμένουμε τους προσωπικούς βοηθούς…» λέει, ενώ σε άλλο σημείο της συζήτησης αναφέρεται στο απαρτχάιντ της προσβασιμότητας. «Για να μπορέσει, για παράδειγμα, ένας χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου να μετακινηθεί, να καλέσει τον ΟΑΣΘ, για να περάσει από συγκεκριμένη στάση να σταματήσει, να υπάρχει συγκεκριμένο λεωφορείο όπου θα κατεβαίνει η μπάρα… Δε συζητάμε για τις περιπτώσεις των λευκών ταξί, που είναι πάρα πολύ ακριβό μέσο. Κι εδώ ερχόμαστε πάλι στο ζήτημα “φτώχεια και προσβασιμότητα”».

Μιλώντας για τον αποκλεισμών των αναπήρων από τον χώρο της εργασίας, ξεχνάμε να αναφερθούμε και στους ανάπηρους που εργάζονται. Ποιοι είναι αυτοί που εργάζονται; Τι σχολή έχουν τελειώσει; Πώς έχουν καταρτιστεί επαγγελματικά και τι οικογενειακός αγώνας έχει υπάρξει -χωρίς τη βοήθεια του κράτους; Το 2017 αντιμετωπίζαμε την περίπτωση σχολών στο πανεπιστήμιο που δεν έκαναν δεκτούς φοιτητές με αναπηρίες. Δε δέχονταν ανάπηροι στα τμήματα θεάτρου. Υπήρχε αποκλεισμός μέχρι και από το Εθνικό Θέατρο, όπως κατήγγειλε η Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία.

Αναπηροφοβία

«Η κοινωνία δεν έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα της κοινωνίας ως μισαναπηρικά εγκλήματα, ρητορική ή βία. Πώς θα διαχωρίζαμε μια γυναίκα άνεργη, μετανάστρια, χρήστρια, λεσβία, χρήστρια αναπηρικού αμαξιδίου; Χαρακτηριστικά της ταυτότητας που υπάρχουν σε έναν πολύ μεγάλο πληθυσμό. Όλα τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας περιλαμβάνονται στον νόμο για το τι θεωρείται ρατσιστικό. Υπάρχουν διακρίσεις που δεν ξέρω αν προκύπτουν από το νομικό πλαίσιο ή επιστημονικές οριοθετήσεις. Ο ρατσισμός είναι μία έννοια κλειδί που για πολλά χρόνια έχει καθιερωθεί. Ο μισαναπηρισμός δεν έχει αποκτήσει ακόμη αυτές τις διαστάσεις ανάλυσης στο ελληνικό πλαίσιο. Ακόμη στην Ελλάδα όταν μιλάμε για ανάπηρους, οι περισσότεροι σκέφτονται χρήστες αναπηρικών αμαξιδιών. Δεν μπορούν να βάλουν πχ τις μεταβλητές των κινητικών βλαβών, των ψυχικών, των νοητικών. Αυτός είναι ο λόγος στην περίπτωση του Αντώνη που βγάζουν το “παλαβός” από το θέμα και μένουν στα άλλα χαρακτηριστικά της ταυτότητας. Βλέπουμε ότι υπάρχει αναπηροφοβία. Όταν συζητάς γι’ αυτά τα θέματα, οι άνθρωποι αρχίζουν να νιώθουν όπως, για παράδειγμα, οι γιατροί που κάνουν πρακτική και μπαίνουν πρώτη φορά στο χειρουργείο και μετά νομίζουν ότι έχουν κολλήσει λοίμωξη» εξηγεί η κ. Καραγιάννη.

Έχουμε καταγραφή εμπειριών από τα ίδια τα ανάπηρα άτομα. Περιγραφές που μας μεταφέρει η καθηγήτρια. «Έχουμε καταγραφή εμπειρίας που σχετίζεται με ήπια επεισόδια, όπως εκφοβισμοί, ή με επεισόδια που κλιμακώνονται, μετατρέπονται σε βία, κακοποίηση που κρατά μήνες ή ακόμη και ολόκληρα χρόνια. Περιπτώσεις αιχμαλωσίας, ξυλοδαρμών, εμπρησμών, ομαδικού λιντσαρίσματος, ταπεινωτικών πράξεων, όπως να τους αναποδογυρίζουν από το αναπηρικό αμαξίδιο, να τους σέρνουν, να τους εξαναγκάζουν να βρίσκονται σε χώρους αποκλεισμένοι. Μιλάμε για μισαναπηρικά εγκλήματα, τα οποία σχετίζονται υποτίθεται με την υποτιθέμενη φροντιστική σχέση. Για παράδειγμα, πολλές ανάπηρες γυναίκες έχουν πέσει θύματα των προσωπικών βοηθών τους».

Όσο για το κράτος πρόνοιας… απόν. «Τα χρόνια της κρίσης, είχαμε ένα τιμωρητικό κράτος πρόνοιας, που δεν αξιοποιούσε ούτε το 1% του ΑΕΠ για δαπάνες σε σχέση με τα ζητήματα της αναπηρίας. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινούταν στο 5-8% του ΑΕΠ τους. Εμείς είχαμε τη χαμηλότερη δαπάνη διεθνώς για παροχές αναπηρίας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όταν περάσαμε στην περίοδο των μνημονίων και άρχισαν να στοχεύουν στο φτωχότερο 30% του αναπηρικού πληθυσμού για τα ζητήματα των επιδομάτων, θεωρούσαν ότι θα εξοικονομούσαμε 0,4% του ΑΕΠ αν κινούσαμε τον αναπηρικό πληθυσμό προς την εργασία κι αν δε λειτουργούσαμε σε τόσο μεγάλο βαθμό με επιδόματα. Σε όλο αυτό δεν υπήρχε καμία ιστορικότητα για το τι συνέβαινε μέχρι τότε στη χώρα σε σχέση με τα επιδόματα, αν αυτά ήταν καθολικά, ποιο ήταν το ποσοστό τους… Μέχρι το 2017 δεν είχε γίνει κεντρική διάκριση μεταξύ κρατικών δαπανών, επιδομάτων κι αναπηρικών συντάξεων».

«Θα μπορέσεις να ανταπεξέλθεις;» – Η Άννα Μπαλάν έχει την απάντηση

Η Άννα Μπαλάν γεννήθηκε µε ολική τύφλωση. Τη γνωρίσαμε μέσα από τη δράση της στα social media, όπου μιλά για τα ζητήματα αναπηρίας. Είναι μία επιτυχημένη ΤikΤoker, ραδιοφωνική παραγωγός και εθελόντρια στο Κέντρο Σκύλοι Οδηγοί Ελλάδος, μιας και πηγαίνει σε σχολεία για να ενημερώνει με το πρόγραμμα Αγαπάμε Σκύλους Οδηγούς. Έρχεται στο ΤΡΡ να μοιραστεί την καθημερινότητα ενός τυφλού ανθρώπου.

«Όταν ο κόσμος ακούει τη λέξη ανάπηρος» λέω και με διακόπτει. «Φοβάται» μου λέει.

Όταν ο κόσμος ακούει τη λέξη ανάπηρος, το μυαλό του πάει σε αναπηρικό αμαξίδιο. Η χώρα μας δεν είναι φιλόξενη προς τους ανάπηρους. Δεν υπάρχουν κατάλληλες υποδομές, ούτε μέσα προσβασιμότητας. «Δεν υπάρχει η κατάλληλη παιδεία. Αυτό δεν έχει σχέση με το αν είσαι μορφωμένος ή όχι, αν έχεις πτυχία- έχει σχέση με το να είσαι άνθρωπος» εξηγεί. «Και το χειρότερο είναι ότι έχω συνηθίσει να ζω έτσι. Μόνο όταν πηγαίνω στο εξωτερικό και βλέπω τη διαφορά καταλαβαίνω ότι εκεί είναι παράδεισος» σχολιάζει για τη μηδαμινή προσβασιμότητα που υπάρχει στην Ελλάδα. «Σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι για τους ανάπηρους σε αμαξίδιο -κι όχι μόνο- να κυκλοφορήσουν, σε σχέση με εμάς, με τόσα εμπόδια στα πεζοδρόμια. Πολλές φορές ο οδηγός όδευσης είναι κατειλημμένος, για παράδειγμα. Κι αυτό γιατί σου λέει ο περιπτεράς “ας επεκτείνω το περίπτερο μου, να έχω περισσότερα πράγματα, να έχω κι άλλο κόσμο” και το επεκτείνει πάνω στους οδηγούς όδευσης».

Σχολείο πήγε στο Ειδικό Δημοτικό Σχολείο Τυφλών Καλλιθέας (ΚΕΑΤ), ενώ Γυμνάσιο και Λύκειο συνέχισε σε Γενικό σχολείο. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, κουβαλώντας τα βιβλία της, και έχοντας τη δική της γραφομηχανή με γραφή Μπράιγ. Κι εκεί πάλι συνάντησε εμπόδιο, «αλλά είμαι τσαούσα» λέει γελώντας. Ο διευθυντής του Λυκείου της ζήτησε να μη χρησιμοποιεί τη γραφομηχανή της. «Εγώ θα την χρησιμοποιώ, κι αν έχετε πρόβλημα, δε με νοιάζει, κι αν έχουν τα παιδιά, με τον καιρό θα καταλάβουν» απάντησε. Το σκεπτικό του διευθυντή; «Θεωρούν ότι η τυφλότητα φέρνει και νοητική βλάβη. Δηλαδή, στο μυαλό του είχε ότι είναι τυφλή ανάπηρη, άρα χαζή και τι νόημα έχει να χρησιμοποιεί τη γραφομηχανή».

Πέρασε στο πανεπιστήμιο. Κι εκεί εμπόδια. Έπρεπε να κάνει ειδική παραγγελία τα βιβλία, τα οποία έρχονταν ακριβώς στην εξεταστική. Τη μέρα που έδινε το μάθημα δηλαδή, ερχόταν και το βιβλίο (!).

Στο κομμάτι της δουλειάς… κι εκεί εμπόδια. «Έχω φίλη τυφλή, με πολύ καλό βιογραφικό, πολλά πτυχία, έχει παρακολουθήσει διάφορα σεμινάρια, τη θέλουν μέχρι να μάθουν ότι είναι τυφλή. Οπότε, κάποια στιγμή αποφάσισε να μην το λέει από πριν και να πηγαίνει στις συνεντεύξεις, κι εκεί ας το δουν. Πάλι τα ίδια. Της έλεγαν “έχεις ένα πολύ δυνατό βιογραφικό, αλλά θα μπορέσεις να ανταπεξέλθεις;”».

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Streamee (@streameeapp)

Το «μα θα μπορέσεις να ανταπεξέλθεις;» είναι κάτι που οι ανάπηροι ακούνε συνεχώς, σε μια κοινωνία, όπου ο μισαναπηρισμός είναι διάχυτος. Σε μία κοινωνία όπου «στα ΜΜΜ, οι οδηγοί όταν έχεις σκύλο οδηγό μπορεί να μη σου ανοίξουν την πόρτα ή να στην κλείσουν, με κίνδυνο να σε χτυπήσουν κιόλας» λέει η Άννα, ενώ σημειώνει πως για να έχεις σκύλο οδηγό, δεν μπορείς να κάνεις αίτηση πριν την ενηλικίωσή σου, πριν τα 18 έτη.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Anna Balan (@annabalan__)

Kάτι χρήσιμο να ειπωθεί, τέλος, που δυστυχώς πολλοί δε γνωρίζουν, είναι ότι δεν αγγίζουμε, δε χαϊδεύουμε, δε μιλάμε, δεν ταΐζουμε τον σκύλο οδηγό όταν φοράει το γιλέκο του, γιατί εκείνη την ώρα είναι οδηγός. Είναι συγκεντρωμένος εκείνη την ώρα στην αποστολή του. Αν αποσυντονιστεί από εξωγενή ανθρώπινο παράγοντα, κάνουμε κακό στον τυφλό άνθρωπο, που θα χρειαστεί να διαχειριστεί την κατάσταση και να επαναφέρει τον σκύλο.