Η μεταπολεμική περίοδος στην Ελλάδα ήταν μια περίοδος μεγάλης κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής αστάθειας που κορυφώνεται στην Αποστασία του ’65 και οδηγεί στη Χούντα των συνταγματαρχών λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα. Οι ρίζες, όμως, αυτής της αστάθειας βρίσκονται ακόμα πιο πίσω. Ο Εμφύλιος, που ξέσπασε, ως γνωστόν, έναν χρόνο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κυρίως στην ελληνική επαρχία, λήγει το 1949 με ήττα του υποστηριζόμενου από το ΚΚΕ Δημοκρατικού Στρατού και επικράτηση του κράτους των εθνικοφρόνων. Η δεκαετία που ακολουθεί, η δεκαετία του 1950, ήταν μια δεκαετία ανασυγκρότησης ή συντηρητικής αναδίπλωσης, ανάλογα από ποια (ιστοριογραφική) σκοπιά το δει κανείς. Σε κάθε περίπτωση, οι πληγές του Εμφυλίου ήταν ακόμα ανοιχτές για τις επόμενες δεκαετίες. Το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, οι αριστεροί διώκονταν ή είχαν καταφύγει στην εξορία. Η κυβέρνηση του στρατιωτικού Αλέξανδρου Παπάγου που εκλέχθηκε το ’52 με το δεξιό κόμμα Ελληνικός Συναγερμός έβαλε σαν στόχο να εξαλείψει οποιαδήποτε κομμουνιστικά στοιχεία από το Δημόσιο και ενίσχυσε τις διώξεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη τον Αύγουστο του ’54. Ταυτόχρονα, παγίωνε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου που είχε άτυπα ξεκινήσει το ’47 με το Δόγμα Τρούμαν, που αφορούσε, μάλιστα, τη στρατιωτική ενίσχυση της εθνικής κυβέρνησης απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή». Ο Παπάγος πεθαίνει ξαφνικά το 1955 και, προς έκπληξη όλων, το Παλάτι διορίζει πρωθυπουργό έναν σχετικά άσημο πολιτικό, Υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων ως τότε, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στις εκλογές του 1958, ο Καραμανλής κερδίζει τις εκλογές με την ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) αλλά η ΕΔΑ (Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά) που αρχικά λειτουργούσε ως πολιτικό μέτωπο του παράνομου ΚΚΕ κερδίζει το 24,42% των ψήφων και αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση.

Στις εκλογές του 1961, τις περίφημες εκλογές «βίας και νοθείας», ο Καραμανλής κερδίζει ξανά. Η εκτεταμένη τρομοκρατία που άσκησε, όμως, προεκλογικά εναντίον των κομμάτων του Κέντρου και της Αριστεράς με την συνεπικουρία στρατιωτικών, αστυνομικών και παρακρατικών οργανώσεων, καθώς και οι διπλοψηφίες και διπλές εγγραφές στους εκλογικούς καταλόγους – έμεινε παροιμιώδης η φράση του Γεωργίου Παπανδρέου «ψήφισαν ακόμα και τα δένδρα»— οδήγησαν τα κόμματα του Κέντρου και της Αριστεράς να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα του εκλογικού αποτελέσματος. Η Ένωση Κέντρου, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου, ξεκινά τότε τον επονομαζόμενο Ανένδοτο Αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας και την απομάκρυνση του Καραμανλή από την εξουσία. Στο στόχαστρο βρέθηκαν τόσο το κατεστημένο της Δεξιάς όσο και το Παλάτι που υπερέβαινε τα συνταγματικά εσκαμμένα στη διοίκηση του τόπου. Ο Ανένδοτος Αγώνας ήταν, στην ουσία, μια σειρά από ενέργειες που υπογράμμιζαν τη μη αναγνώριση της κυβέρνησης, όπως η κατάθεση προτάσεων δυσπιστίας και η αποχή από τις ψηφοφορίες της ολομέλειας. Μέσα στο πλαίσιο της διακοπής των επαφών με το Παλάτι, η Ένωση Κέντρου επέκρινε και την προίκα ύψους 9 εκατομμυρίων δραχμών που δόθηκε στην πριγκίπισσα Σοφία το 1961 για τον γάμο της με τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας, που πυροδότησε και το γνωστό σύνθημα των φοιτητικών κινητοποιήσεων εκείνη την εποχή «Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία».

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, βουλευτής Χανίων με την Ένωση Κέντρου, ανιψιός του Βενιζέλου και ταγμένος υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, με φιλελεύθερες καταβολές και μεγάλη φιλοδοξία για ηγετικές θέσεις, αναδεικνύεται ως πρωταγωνιστής του Ανένδοτου Αγώνα μέσα στη βουλή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης συνυπογράφει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης της ΕΡΕ με την κατηγορία ότι κωλυσιεργούσε τη συζήτηση για την παραπομπή των υπευθύνων του «εκλογικού πραξικοπήματος» στο ειδικό δικαστήριο.

Ο Ανένδοτος Αγώνας παύει προσωρινά με την εκλογική νίκη (χωρίς αυτοδυναμία) της Ένωσης Κέντρου το φθινόπωρο του 1963. Έχει προηγηθεί η αιφνίδια παραίτηση του Καραμανλή λίγους μήνες νωρίτερα λόγω διαφωνίας του με το Παλάτι στη σκιά της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη τον Μάη της ίδιας χρονιάς.

Στις 16 Φεβρουαρίου 1964 λαμβάνουν χώρα οι τελευταίες εκλογές πριν τη Δικτατορία. Η ηγεσία της ΕΔΑ, ελπίζοντας σε μια μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερο έλεγχο των φρονημάτων, διευκολύνει τον δρόμο της Ένωσης Κέντρου προς μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, παρουσιάζοντας υποψήφιους μόνο σε 31 περιφέρειες και απέχοντας από τις υπόλοιπες 24 στις οποίες είχε ελάχιστες πιθανότητες να εκλέξει υποψήφιο. Έτσι, η Ένωση Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κερδίζει με το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 52,7% που αναλογούσε σε 171 βουλευτικά έδρανα, αφήνοντας πίσω την ΕΡΕ του Παναγιώτη Κανελλόπουλου με 35,2% και 107 έδρες, το χαμηλότερο ποσοστό που συγκέντρωσε η Δεξιά μετά τον Εμφύλιο. Η εφημερίδα του κεντρώου χώρου Ελευθερία, μάλιστα, του εκδότη Πάνου Κόκκα, στενού φίλου του Μητσοτάκη και εμπνευστή, σύμφωνα με πολλούς, του Ανένδοτου Αγώνα, κυκλοφορεί με τίτλο στο πρωτοσέλιδο της επόμενης ημέρας: «Αληθώς Ανέστη η Ελλάς»: ΝΙΚΗ ΚΑ – ΤΑ – ΠΛΗ – ΚΤΙ- ΚΗ και φωτογραφία του Γεώργιου Παπανδρέου με λεζάντα «θριαμβευτής».
Ο βασιλιάς Παύλος είναι βαριά άρρωστος και ο Παπανδρέου, παρά τη συντριπτική νίκη του, ακολουθεί μια τακτική συμφιλίωσης προς το Παλάτι, εκχωρώντας στον Παύλο τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων και αποφεύγοντας την υπουργοποίηση στελεχών από την προοδευτική πτέρυγα του κόμματος δίνοντας προτεραιότητα σε πιο συντηρητικές προσωπικότητες. Για παράδειγμα, η τοποθέτηση του Πέτρου Γαρουφαλιά, που θεωρούνταν ότι ελεγχόταν πλήρως από τα Ανάκτορα, ως Υπουργού Άμυνας ήταν μια πράξη εξευμενισμού η οποία, όμως, προκάλεσε δυσαρέσκεια στον χώρο του Κέντρου.

Με τον θάνατο του Παύλου τον Μάρτη του ’64, διαδέχεται τον θρόνο ο 24χρονος άπειρος Κωνσταντίνος, τον οποίο πολλοί θέλουν να επηρεάζεται σημαντικά από τη μητέρα του Φρειδερίκη που είχε ήδη παίξει κρίσιμο ρόλο τα προηγούμενα χρόνια. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπογραμμίζει στη μαρτυρία του στον Αλέξη Παπαχελά τη μεγάλη επιρροή της Φρειδερίκης στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας:

«Πάντοτε είχαμε την εντύπωση ότι η Φρειδερίκη παίζει τον ρόλο της, και τον έπαιζε χωρίς καμιά αμφιβολία. Εγώ ήξερα ότι συχνά έλεγε η Φρειδερίκη κάτι ακραίο…ή έφταναν στα αυτιά μας κάποιες θέσεις της Φρειδερίκης, οι οποίες ήταν πράγματι πάντοτε υπέρ της σκληρής γραμμής. Η ίδια αρνείται ότι έπαιξε ρόλο, εγώ το θεωρώ βέβαιο ότι έπαιξε, και αν δεν έπαιξε στα φανερά, έπαιξε στην ουσία. Δεν έχω καμία αμφιβολία, μπορεί σε μία συγκεκριμένη στιγμή να μην πίεσε για να παρθεί μία απόφαση, αλλά στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας, μιας γραμμής μέσα στο παλάτι, βεβαίως η Φρειδερίκη έπαιζε τον ρόλο της».

Μετά τον θάνατο του Παύλου, λοιπόν, ο Παπανδρέου συνεχίζει αρχικά τη συμφιλιωτική πολιτική προς το Παλάτι. Γρήγορα όμως διαφαίνονται ρήγματα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Γεώργιου Παπανδρέου. Αιτία είναι το ποιος θα έχει το «πάνω χέρι» στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση εθνικών ζητημάτων, με προεξάρχον ζήτημα τη διοίκηση του στρατού. Ο βασιλιάς κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να κομματικοποιήσει τον στρατό και ο πρωθυπουργός ότι το Παλάτι προσπαθεί να ελέγξει το στράτευμα με απώτερο σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Κομβικό ρόλο στην κλιμακούμενη ρήξη κυβέρνησης και Παλατιού παίζει η περίφημη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, στις 18 Μαΐου 1965, η προσκείμενη στην ΕΡΕ εφημερίδα της Λάρισας Ημερήσιος Κήρυξ δημοσιεύει στοιχεία για την ύπαρξη μιας μυστικής οργάνωσης με αριστερές αποκλίσεις και υποστηρικτές της δημοκρατικής παράταξης μέσα στο στράτευμα με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία), που σκόπευε να κάνει πραξικόπημα για να καταργήσει το πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Οι αθηναϊκές εφημερίδες αναδημοσιεύουν και γίνεται μεγάλος ντόρος. Μάλιστα, ο Ελληνοκύπριος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ιδρυτής της αντικομμουνιστικής δωσιλογικής οργάνωσης Χ και πρωτεργάτης της λευκής τρομοκρατίας απέναντι σε όσους συμμετείχαν στην ΕΑΜική αντίσταση μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας Γεώργιος Γρίβας εμπλέκει τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιο του Πρωθυπουργού και Αναπληρωτή Υπουργό Συντονισμού ως εμπνευστή και πολιτικό ηγέτη του ΑΣΠΙΔΑ. Η Καθημερινή, που πρόσκειται στη Δεξιά και χτυπά την Ένωση Κέντρου, γράφει στις 7 Ιουλίου 1965, μία εβδομάδα δηλαδή πριν την Αποστασία, για τον Γεώργιο Παπανδρέου ότι «μοναδικόν του κίνητρον η προσπάθεια να συγκαλύψη τον υιόν εις την υπόθεσιν ΑΣΠΙΔΑ». Αν και οι σχέσεις μεταξύ Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου ήταν αρκετά συγκρουσιακές, ο πρώτος υποστηρίζει τον γιο του θεωρώντας τα δημοσιεύματα σκευωρία της Δεξιάς. Η υπόθεση παραπέμπεται στη στρατιωτική δικαιοσύνη, το πόρισμα της οποίας επιβεβαιώνει μεν την ύπαρξη της οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ αλλά επισημαίνει ότι δεν έχει πολιτικές επιδιώξεις ή κάποια σχέση με τον υιό Παπανδρέου ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό πρόσωπο.

Παρά το πόρισμα, η πολιτική κρίση κλιμακώνεται. Ο βασιλιάς αρνείται να αρχειοθετήσει την υπόθεση και προτίθεται να τη στείλει στην αστική δικαιοσύνη. Πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι οι επικείμενοι αποστάτες, με τη συνδρομή του εκδότη Πάνου Κόκκα, ήδη έχουν βάλει σε δράση τα σχέδιά τους για ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου. Κάποιοι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, μάλιστα, υποστήριζαν ότι είχαν δει τον Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Βουλής και βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Γεώργιο-Αθανασιάδη Νόβα, τον πρώτο πρωθυπουργό των αποστατών, σε σύσκεψη στο γραφείο του το πρωί της ορκωμοσίας του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το αρνείται. Από την πλευρά του ο Γεώργιος Παπανδρέου ζητά από τον Υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά να αντικαταστήσει την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων, στους οποίους ασκούσε έλεγχο το Παλάτι, όπως τον αρχηγό του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται. Έτσι ο Γέρος αναγκάζεται να διαγράψει τον Γαρουφαλιά που δεν παραιτούνταν και να προτείνει να αναλάβει ο ίδιος ως πρωθυπουργός το Υπουργείο Άμυνας. Όταν ούτε αυτό γίνεται δεκτό από το Παλάτι, ο Παπανδρέου συνειδητοποιεί τον βαθμό παρέμβασης του Στέμματος στην άσκηση εξουσίας και υποβάλλει την προφορική παραίτηση του στις 15 Ιουλίου του 1965. Ο Κωνσταντίνος, πριν καν αποσταλεί το γραπτό κείμενο της παραίτησης, σπεύδει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Νόβα (ποιητή, εκτός των άλλων, του «Κι ήταν τα στήθη σου / Άσπρα σα γάλατα, / Και μου ’λεγες / Γαργάλα τα, Γαργάλα τα!») ο οποίος, σύμφωνα με τον ιστορικό J. Meynaud, καιροφυλακτούσε κατά τα φαινόμενα στον προθάλαμο των Ανακτόρων αναμένοντας την αναχώρηση Παπανδρέου. Ο Μητσοτάκης, άλλωστε, το επιβεβαιώνει:

«Αυτό που ήταν το καταστροφικό και το τρελό και το τελείως παράλογο ήταν η ορκωμοσία από πλευράς του βασιλέως. Και πολύ περισσότερο, πολύ περισσότερο, εφόσον ο Παπανδρέου δεν είχε υποβάλει την παραίτησή του. Του είπε “Μεγαλειότατε, θα σας στείλω αύριο την παραίτησή μου” και του είπε αυτός “Όχι, τη θέλω υποβληθείσα από σήμερα”, δηλαδή είχε και τη δυνατότητα, την άνεση να πει εντάξει, θα έβγαινε ο Παπανδρέου και θα έλεγε “Θα σας στείλω την παραίτηση”, θα πέφτανε πάνω του και θα λέγανε “Μην τη στείλεις”, δηλαδή υπήρχανε εκατό τρόποι. Από την ώρα όμως που του κόβει τα γεφύρια και ορκίζει νέο πρωθυπουργό, από την ώρα που γίνεται αυτό το τρελό, το απίστευτο…»

Επειδή υπάρχει φόβος να χαθούμε μέσα στις ιστορικές λεπτομέρειες, ας το επεξηγήσουμε λίγο παραπάνω: ο βασιλιάς, του οποίου ο ρόλος βάσει του Συντάγματος όφειλε να είναι εθιμοτυπικός και να ακολουθεί την αρχή της δεδηλωμένης, να ορίζει, δηλαδή, κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της βουλής, στην ουσία έριξε την εκλεγμένη κυβέρνηση του Παπανδρέου και όρισε άλλον πρωθυπουργό πριν καν ο τελευταίος υποβάλλει την έγγραφη παραίτησή του. Έχουμε, με άλλα λόγια, να κάνουμε, όπως έλεγαν και οι κύκλοι του Παπανδρέου τότε, με ένα «βασιλικό πραξικόπημα». Αυτοί που συμφώνησαν με την απόφαση του μονάρχη, κόντρα στη δημοκρατική νομιμότητα ονομάστηκαν Αποστάτες, και τα γεγονότα του Ιουλίου του ’65, ή αλλιώς Ιουλιανά, ονομάστηκαν Αποστασία – όρο που, φυσικά, δεν αποδέχεται ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος είναι ένας και σε μεγάλο βαθμό ένας από τους σημαντικότερους αποστάτες.

Η πρώτη κυβέρνηση των Αποστατών, την οποία σχηματίζει ευθύς αμέσως ο Νόβας, αποτελούνταν από επιφανή μέλη της Ένωσης Κέντρου, εκ των οποίων οι μισοί, όπως ο Μητσοτάκης και ο Παπασπύρου, συμμετείχαν και στην κυβέρνηση που ανέτρεψαν. Η Ελευθερία του Κόκκα, μάλιστα, που αν και ως κυρίαρχη εφημερίδα του Κέντρου στήριζε μέχρι πρότινος τον Παπανδρέου, τηρεί στάση υπέρ της Αποστασίας και αναφέρει στο πρωτοσέλιδό της στις 20 Ιούλη: «Ωρκίσθησαν χθες δεκα τέσσαρες νέοι υπουργοί, κατά το πλείστον πρωταγωνισταί του Ανένδοτου Αγώνος». Η ειρωνεία για τη συνταγματική εκτροπή που φέρουν εις πέρας υποστηρικτές της αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας είναι έκδηλη. Από την άλλη πλευρά, η εφημερίδα Μακεδονία του Ιωάννη Βελλίδη που υποστήριζε και αυτή την Ένωση Κέντρου στη βόρεια Ελλάδα αναφέρει ρητά στις 16 Ιουλίου πως ο «βασιλεύς ώρκισε πρωθυπουργόν τον κ. Νόβαν πριν υποβάλη την παραίτησίν της η κυβέρνησις χωρίς να τηρηθούν οι συνταγματικοί κανόνες».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου από την πλευρά του κηρύσσει αγώνα ενάντια στη συνταγματική εκτροπή από το «βασιλικό πραξικόπημα», καταγγέλλει παραβίαση του πολιτεύματος και «καλεί τον ελληνικόν λαόν εις νέον Ανένδοτον Αγώνα». Ο λαός, εκπροσωπούμενος κυρίως από υποστηρικτές της Ένωσης Κέντρου αλλά και της ΕΔΑ, τον ακολουθεί βγαίνοντας στους δρόμους της πρωτεύουσας με αίτημα την άμεση διεξαγωγή εκλογών και κυρίαρχο αντιβασιλικό σύνθημα το «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος». «Άνω των 500.000 λαού» διαβάζουμε από τη Μακεδονία στις 20 Ιουλίου «αποθέωσαν τον κ. Γ. Παπανδρέου και απεδοκίμασαν την ψευδοκυβέρνησιν των ανδρείκελων». Στις συγκεντρώσεις αυτές κάνει την εμφάνισή του και το περίφημο σύνθημα «Μητσοτάκη κάθαρμα». Διαβάζουμε πάλι από την εφημερίδα Ελευθερία που χτυπά τον Παπανδρέου και τις διαδηλώσεις στις 30 Ιουλίου 1965:

Εις τους προσερχομένους εις την συγκέντρωσιν διενέμοντο υπό ειδικών συνεργείων φωτογραφίαι του κ. Παπανδρέου. Υπό άλλων συνεργείων διενέμοντο ή επιρρίπτοντο από του εξώστου της Λέσχης [των Φιλελευθέρων επί της οδού Χρήστου Λαδά 2] σημειώματα, αναγράφοντα τα συνθήματα, τα οποία έπρεπε να κυριαρχήσουν κατά τη συγκέντρωσιν. Τα επικρατήσαντα προ της «συνεδριάσεως» συνθήματα ήσαν «Ανένδοτοι», «Ενότητα», «Τούμπα δολοφόνε», «Μητσοτάκη κάθαρμα», «Έξω οι προδότες» και «Κάτω οι αυλόδουλοι».

Ποιος είναι άραγε ο ρόλος του Μητσοτάκη στην Αποστασία; Σύμφωνα με την εκτίμηση του εκδότη της «Αθηναϊκής» Ιωάννης Παπαγεωργίου, ο Μητσοτάκης φαίνεται να είναι ο αρχηγός των «αυλοκολάκων» του βασιλιά. Μαρτυρίες από τον στενό κύκλο του εκείνη την εποχή υποδεικνύουν ότι ο Μητσοτάκης βρισκόταν σε έντονη αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου για τη διαδοχή στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου, και ίσως είδε στην Αποστασία μια ευκαιρία να εξασφαλίσει το δαχτυλίδι της εξουσίας, έστω κι αν ήταν σε έναν χώρο πολιτικά ξένο έως εκείνη την στιγμή, όπως αυτόν της Δεξιάς.

Επειδή η εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης από τη βουλή φαίνεται αρκετά δύσκολη υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ο Νόβας αποφασίζει να καταπνίξει τις μαζικές πορείες με κρατική βία. Ο 22χρονος αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη, που δολοφονήθηκε στις 21 Ιουλίου 1965 κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων είναι, ίσως, το διασημότερο θύμα αυτής της κρατικής βίας. «Το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον» διαβάζουμε στη Μακεδονία την επόμενη ημέρα «εβάφη με αίμα. Η αστυνομία ωργίασε, κατόπιν διαταγής της κυβερνήσεως Νόβα. Βίαν η οποία δεν έχει προηγούμενον, εξαπέλυσαν οι πραιτωριανοί του κ. Τούμπα [Υπουργού Δημοσίας Τάξεως] αστυνομικοί, κατόπιν διαταγών του, εναντίον διαδηλωτών». Σαν υπενθύμιση ότι η μεροληπτική στάση του Τύπου δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, η ίδια είδηση παρουσιάζεται εντελώς διαφορετικά από την Ελευθερία που υποστηρίζει την Αποστασία: «Η Ε.Δ.Α. έχυσεν αίμα εν ονόματι του κ. Παπανδρέου».

Ο Νόβας, λοιπόν, δεν καταφέρνει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή και τα ηνία της κυβέρνησης παίρνει στις 20 Αυγούστου ο Ηλίας Τσιριμώκος. Ενώ οι διαδηλώσεις συνεχίζονται στους δρόμους της πρωτεύουσας, ούτε η δική του κυβέρνηση καταφέρνει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο. Τελικά, στις 16 Σεπτεμβρίου τη διερευνητική εντολή λαμβάνει ο Στέφανος Στεφανόπουλος ο οποίος και καταφέρνει να πάρει την έγκριση της βουλής μια εβδομάδα αργότερα και μένει στην εξουσία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1966 όπου και διορίζεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Παρασκευόπουλου μέχρι τις 3 Απριλίου του ’67 όπου αναλαμβάνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέχρι το πραξικόπημα των συνταγματαρχών τρεις εβδομάδες αργότερα.
Θα με ρωτήσετε, και τι τα θυμήθηκες τώρα όλα αυτά; Τα θυμήθηκα γιατί η ιστορία δεν είναι απλά η γνώση του παρελθόντος· είναι και οι πολιτικές και κοινωνικές χρήσεις της γνώσης του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος. Για παράδειγμα, όπως διαφαίνεται και από τα δημοσιεύματα που παραθέσαμε, το παιχνίδι που παίζει ο Τύπος της εποχής θυμίζει πιο πρόσφατες καταστάσεις πολιτικής αστάθειας. Η Καθημερινή στηρίζει τους Αποστάτες και την ΕΡΕ, η Αθηναϊκή και η Μακεδονία στηρίζουν τον Γεώργιο Παπανδρέου, η Ελευθερία του Κόκκα, προσωπικού φίλου του Μητσοτάκη, γίνεται η επίσημη εφημερίδα των Αποστατών, ενώ Τα Νέα και Το Βήμα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη διατηρούν τις πρώτες μέρες ουδέτερη στάση, η οποία μετά την πίεση του κόσμου που έκαιγε τα φύλλα που έβγαιναν από το τυπογραφείο στρέφονται υπέρ του Παπανδρέου.

Και το «Μητσοτάκη κάθαρμα»; Σε μία από τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση των αποστατών που διαρκούν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, στις 3 Αυγούστου, ο Μητσοτάκης δείχνει φανερά την ενόχλησή του για τις λαϊκές διαδηλώσεις και το σύνθημα που του απευθύνουν, θεωρώντας, σχεδόν, ότι το να τον βρίζει ο λαός στους δρόμους αντίκειται στη δημοκρατία περισσότερο από τη συνταγματική εκτροπή στην οποία υπήρξε πρωταγωνιστής:

Το τι πιστεύει ο ελληνικός λαός θα το ίδωμεν όταν έλθη η ώρα της εκλογής, εκείνο όμως, το οποίον είναι βέβαιον κ. συνάδελφοι ότι δεν πρέπει να επηρεάζουν τα πολιτικάς εξελίξεις της χώρας τοιούτου είδους εκδηλώσεις…Οφείλω να σας ειπώ ότι η χυψολογία, η οποία εδημιουργήθη και οι μέθοδοι, αι οποίαι εχρησιμοποιήθησαν τας ημέρας αυτάς δεν έχουν προηγούμενον τουλάχιστον εις την σύγχρονον πολιτικήν μας ιστορίαν. Μου ενθυμίζουν μεθόδους ψυχολογικού πολέμου τας οποίας εφήρμοσαν άλλα συστήματα και άλλα καθεστώτα. Αι απειλαί, τα ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα, η άσκησις πιέσεως, αι περιφερόμενοι νομάδες εις τα οδούς της πόλεως με τα συνθήματα «Τούμπα δολοφόνε», «Μητσοτάκη κάθαρμα» νομίζω ότι δεν τιμούν την πολιτικήν ηγεσίαν της δημοκρατικής παρατάξεως. Κάποτε κ. συνάδελφοι πρέπει να συνεννοηθώμεν εις τον τόπον αυτόν δια την έννοιαν της δημοκρατίας.

Τα συνθήματα, όμως, του λαού στην προκειμένη περίπτωση κάθε άλλο παρά αντι-δημοκρατικά ήταν. Λένε τον Ιωάννη Τούμπα «δολοφόνο», επειδή η αστυνομία την οποία διέτασσε ως Υπουργός Δημόσιας Τάξης δολοφόνησε τον Σωτήρη Πέτρουλα. Λένε και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη «κάθαρμα» διότι παρόλο που είχε πρωτοστατήσει στον Ανένδοτο Αγώνα, παρόλο που λόγω και των βενιζελικών –εξ αίματος και ιδεολογίας— καταβολών του είχε ταχθεί υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, παρόλο που υποτίθεται ότι ήταν υπέρμαχος της δημοκρατίας και του Συντάγματος, συμμετείχε πάλι με ηγετικό ρόλο –αν όχι στο οφίκιο τουλάχιστον στην ουσία— στη συνταγματική εκτροπή, στην ενίσχυση της άσκησης εξουσίας του Παλατιού, στην περαιτέρω πολιτική αστάθεια, και, εν τέλει, κρίνοντας εκ των υστέρων, στην επιβολή δικτατορίας στη χώρα. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι ο λαός –λες και είναι ένα ομοιογενές πράγμα— έχει πάντα δίκιο. Το να υποτιμά, όμως, κανείς τον λαό, να τον μαλώνει, να του κουνά το δάχτυλο, να τον ψέγει για τα συναισθήματά του, να απαιτεί κοσμιότητα όταν ο ίδιος ως πολιτικός, υπεύθυνος τάχα για την ευημερία του συνόλου, δεν μεριμνά για τον λαό αλλά για τον ίδιο και τα συμφέροντα των λίγων που εξυπηρετεί, δίκιο δεν το λες. Γιατί, όπως είπαμε, η ιστορία δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά οι κοινωνικές και πολιτικές χρήσεις της διαμορφώνουν και χαράσσουν το παρόν.

 

[1] “«Αληθώς Ανέστη η Ελλάς»: ΝΙΚΗ ΚΑ – ΤΑ – ΠΛΗ – ΚΤΙ- ΚΗ,” Ελευθερία, 17 Φεβρουαρίου 1964.

[2] Αλέξης Παπαχελάς, Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης Με Τα Δικά Του Λόγια. Τόμος Α’: 1942-1974 (Αθήνα: Παπαδόπουλος, 2017), 201.

[3] “Ο Στρατηγός κ. Γεωρ. Γρίβας Καταγγέλει Απεριφράστως Τον κ. Ανδρ. Παπανδρέου Ως Ενδεχόμενον Εις Τον ‘Ασπίδα,’” Καθημερινή, July 7, 1965.

[4] Παπαχελάς, Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης Με Τα Δικά Του Λόγια. Τόμος Α’: 1942-1974, 206.

[5] Meynaud, Jean. Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. 2002.

[6] Παπαχελάς, Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης Με Τα Δικά Του Λόγια. Τόμος Α’: 1942-1974, 205.

[7] “Πολιτικόν Πραξικόπημα,” Μακεδονία, 16, Ιουλίου 1965.

[8] “Θα Λάβει Τον Λόγον Μόνον Όποιος Έχει Διαφωνίαν,” Ελευθερία, 30 Ιουλίου 1965.

[9] “Εις Φοιτητής Νεκρός Εις Αθήνας: 200 Τραυματίαι Και 250 Συλλήψεις,” Μακεδονία, July 22, 1965.

[10] “Όλη η Ε.Κ. Ζητεί Να Παραμερισθή ο κ. Γ. Παπανδρέου,” Ελευθερία, July 22, 1965.

[11] “Με Την Ψήφον Των Βουλευτών Και Τας Αρας Του Λαού Ενταφιάζεται Το Έκτρωμα Των Κύκλων Της Ανωμαλίας,” Μακεδονία, 4 Αυγούστου 1965.