Το παιχνίδι αυτό δεν έχει κανόνες γιατί όλοι ξέρουν ότι και να έχει, δεν τηρούνται. Η μόνη υποχρέωση που έχουν οι δύο παίκτες είναι να απωθούν τους πρόσφυγες στην απέναντι πλευρά: push forward ο ένας, push back ο άλλος.

Στα δημοσιογραφικά θεωρεία τα πληρωμένα ΜΜΕ του Μητσοτάκη και τα φοβισμένα ΜΜΕ του Ερντογάν μεταδίδουν “όλη την αλήθεια” με τις κάμερες στραμμένες μόνο στη μεριά του αντιπάλου.

Σε διακεκριμένες θέσεις θεατών, Ευρωπαίοι πολιτικοί παρακολουθούν το παιχνίδι από υποχρέωση – δεν είναι ένα παιχνίδι που το επέλεξαν αλλά τους αφορά – και αναφωνούν ασθενικά, που και που, κανένα “μπράβο”, “είσαι η ασπίδα μας”, στον “δικό” τους παίκτη, τον δεδομένο, υποτακτικό και προβλέψιμο Μητσοτάκη.

Ο άλλος παίκτης κάνει πιο σκληρό παιχνίδι, δεν καταλαβαίνει από φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, ούτε από εμψυχωτικά επιφωνήματα, ούτε καν από επιδεικτικά αυστηρές συστάσεις. Αυτός τους ζητάει και παίρνει χρηματικά ανταλλάγματα και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη του αντιπάλου του, ο οποίος δεν τολμά ούτε καν να σκεφτεί να θέσει βέτο στην “Ενωμένη” Ευρώπη. Ο Μητσοτάκης έχει πρόθυμα αποδεχθεί τον ρόλο του “καλού παιδιού”. Συμφωνεί με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, πριν καν τον ρωτήσουν.

Τους Ευρωπαίους πολιτικούς δεν τους ενδιαφέρει ποιος από τους δύο θα νικήσει, τους ενδιαφέρει μόνο να συνεχίσει να παίζεται το παιχνίδι μέσα στα όρια του συγκεκριμένου γηπέδου, εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής ή έστω μέσα στις επικράτειες των δύο χωρών.

Όταν το παιχνίδι πάει να ξεφύγει, οι δύο παίκτες το επαναφέρουν με κάθε τρόπο στο γήπεδο. Ο ένας γιατί τον συμφέρει να παίζει με τον συγκεκριμένο αντίπαλο καθώς μόνο οφέλη αποκομίζει και άλλος για να δείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει και μόνος του και να επιβεβαιώσει τον ρόλο του “καλού παιδιού”.

Το αχτύπητο αυτό δίδυμο, Μητσοτάκης – Ερντογάν, ακολουθεί παρόμοιες τεχνικές που δεν είναι παρά ομώνυμα κλάσματα της ίδιας πολιτικής, με κοινό παρονομαστή τον φόβο και αριθμητή, διάφορες μορφές βίας. Ο ένας παρέχει τον φόβο με τη βία και ο άλλος διαχειρίζεται τον φόβο με τη  βία. Και οι δύο προσπαθούν να εξισώνουν ποσοτικά τη βία με τον φόβο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος, τόσο πιο ευφάνταστες και εξευτελιστικές είναι οι μορφές βίας που χρησιμοποιούν, όπως πχ το ξεγύμνωμα των προσφύγων. Απλώς ο ένας το κάνει φανερά, ενώ ο άλλος το κάνει κρυφά, στα κρατητήρια.

Κάτι παρόμοιο όμως συμβαίνει και σε ένα άλλο παιχνίδι, με τους ίδιους παίκτες, στο ίδιο γήπεδο και με τους ίδιους θεατές: στο παιχνίδι των εξοπλισμών.
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι πολιτικοί – έμποροι όπλων, παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτή τη φορά, αφού είναι ένα παιχνίδι που οι ίδιοι εμπνεύστηκαν και τους αποφέρει υπέρογκα κέρδη. Όσο πάνε καλά οι πωλήσεις κολακεύουν το δίδυμο Μητσοτάκη – Ερντογάν και όταν πέφτουν οι πωλήσεις, το εκβιάζουν. Για να ανταποκριθούν οι δύο παίκτες στον εκβιασμό εφαρμόζουν μια αντίστοιχη πολιτική με το προσφυγικό, με κοινό παρονομαστή τον φόβο και αριθμητή τα διάφορα είδη όπλων. Κοινή τους προσπάθεια και εδώ είναι η ποσοτική εξίσωση του φόβου με τα όπλα. Μεγαλύτερος φόβος, περισσότερα όπλα, μεγαλύτερα κέρδη για τους “ενωμένους” Ευρωπαίους και “συμμάχους” Αμερικανούς.

Στο παιχνίδι αυτό, ο πειθήνιος και υποτακτικός Μητσοτάκης αγοράζει ό,τι του λένε και ο σκληρός και απείθαρχος Ερντογάν αγοράζει ό,τι ζητάει, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του αντιπάλου του, αφού κατά βάση είναι σύμμαχοι και οι σύμμαχοι πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται. Γι’ αυτό και εδώ ο Μητσοτάκης ούτε καν σκέφτεται το ενδεχόμενο να ασκήσει βέτο στη “συμμαχία” του ΝΑΤΟ.

Στην ουσία, Ερντογάν και Μητσοτάκης δεν είναι αντίπαλοι, είναι σύμμαχοι. (Εξ)αναγκάζονται να παριστάνουν τους αντιπάλους, από τη μια για να ικανοποιούν τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους εμπόρους όπλων και από την άλλη, για να μετουσιώνουν τις εθνικιστικές εξάρσεις των οπαδών τους σε ψήφους. Και τα δύο τα κάνουν πολύ καλά και οι δύο. Για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, ο Μητσοτάκης και ο Ερντογάν αποτελούν το τέλειο δίδυμο συμμάχων και αντιπάλων ταυτόχρονα. Ο ένας πουλάει τον φόβο και άλλος τον αγοράζει. Έτσι, στο ένα παιχνίδι (των εξοπλισμών) συνεχίζουν να αγοράζουν όπλα και στο άλλο παιχνίδι (των προσφύγων), συνεχίζουν να προστατεύουν τους εμπόρους όπλων από τις “ανεπιθύμητες συνέπειες” της χρήσης τους, ενώ παράλληλα, εξακολουθούν να καλλιεργούν τον φόβο και τον εθνικισμό, ώστε να συντηρούν την ανάγκη για περισσότερα όπλα.

Ας μην πέφτουμε λοιπόν από τα σύννεφα, ούτε να κοκκινίζουμε υποκριτικά από ντροπή μπροστά στη θέα των γυμνών προσφύγων, ούτε να έχουμε την ψευδαίσθηση της ασφάλειας με περισσότερους εξοπλισμούς. Οι διάφορες μορφές βίας και εξοπλισμών είναι απλώς κλάσματα μιας κοινής προσφυγικής και εξοπλιστικής πολιτικής σε ένα κοινό, απάνθρωπο παιχνίδι. Αν κάτι πρέπει να μας ανησυχεί και να μας κάνει να ντρεπόμαστε περισσότερο, αυτό είναι το ίδιο το παιχνίδι και όχι οι διάφορες μορφές του. Εξοικειωθήκαμε με το απάνθρωπο παιχνίδι και μας εκπλήσσουν οι βίαιες τεχνικές του. Πρόσφυγες και υπερπτήσεις δεν αντιμετωπίζονται με στημένες κονταρομαχίες από το δίδυμο Μητσοτάκη-Ερντογάν, όσο αχτύπητο κι αν είναι. Το πρόβλημα δεν είναι διμερές. Διμερές είναι το παιχνίδι που τους βάζουν να παίζουν οι “ενωμένοι” “σύμμαχοι” για να συντηρούν το πρόβλημα.

*Ο Γιώργος Ρουμελιώτης είναι μέλος της ΚΕ του ΜέΡΑ25