Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και πάλι στο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο ο κ. Μητσοτάκης υπερασπίστηκε με αναφορές σε αριθμούς και παραλαβές: 42 αναβαθμισμένα F-16, 24 Rafale, τις επικείμενες παραδόσεις φρεγατών Belharra και τα πρώτα F-35 που αναμένονται το 2028. Χωρίς να κάνει καμία αναφορά στις κοινωνικές ανάγκες ή τις δημοσιονομικές πιέσεις, ο Πρωθυπουργός παρέμεινε σταθερός στη γραμμή «ενίσχυσης της αποτρεπτικής ικανότητας», χωρίς να αγγίζει τα ζητήματα κοινωνικών προτεραιοτήτων.

Στο μέτωπο των διεθνών εξελίξεων, επανέλαβε την πάγια θέση για «διάλογο και όχι τη γλώσσα των όπλων», καλώντας την Τουρκία να αποσύρει το casus belli. Ωστόσο, η δήλωση έμεινε σε τυπικό επίπεδο, χωρίς να συνοδευτεί από πιο συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ή θέσεις.

Αντίστοιχα, η τοποθέτησή του για τη Γάζα προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι «δεν υπάρχει δικαιολογία για τη συνέχιση του πολέμου», χωρίς αναφορά στις ευθύνες του Ισραήλ ή έστω στήριξη στο αίτημα για αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους – όπως έχουν πράξει 158 από τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ. Η αναφορά του σε λύση «δύο κρατών» έμεινε στο επίπεδο της γενικολογίας, επιβεβαιώνοντας την επιλογή της Αθήνας να αποφύγει συγκρούσεις με τον στενό σύμμαχο Νετανιάχου.

Για την Ουκρανία, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε ότι «δεν μπορούμε να αποδεχθούμε καμία βίαιη αλλαγή συνόρων από αναθεωρητικές δυνάμεις», επιβεβαιώνοντας τη σταθερή ελληνική στήριξη στην Ουκρανία.

Τέλος, στην υπόθεση του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε διαλλακτικός σε επίπεδο ρητορικής, λέγοντας ότι «η Πολιτεία πρέπει να στέκεται με ευαισθησία δίπλα στους ανθρώπους που πονούν, ακόμη κι όταν την αμφισβητούν». Ωστόσο, απέφυγε κάθε ουσιαστική τοποθέτηση για τα αιτήματα ή τις συνθήκες που οδήγησαν τον απεργό πείνας στην κινητοποίηση, παραπέμποντας εμμέσως στη Δικαιοσύνη, η οποία –όπως σημείωσε– είναι ανεξάρτητη.