
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης επικρότησε με ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής την απόφαση του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει από την Προανακριτική Επιτροπή την παραπομπή του απευθείας σε δικαστικό συμβούλιο, σπεύδοντας βέβαια να διευκρινίσει ότι «παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική "συγκάλυψη"». Η αντιπολίτευση έκανε λόγο για προσπάθεια κάλυψης του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο πρωθυπουργός αρχικά επαίνεσε την ανακοίνωση Τριαντόπουλου, αναφέροντας ότι «η πρωτοβουλία του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει από την Προανακριτική Επιτροπή την παραπομπή του στη Δικαιοσύνη αποτελεί ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο».
«Ένα βήμα που του επιτρέπει να κριθεί από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Και μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες» προσέθεσε και πέρασε άμεσα στην επίθεση προς την αντιπολίτευση. «Αυτές στις οποίες εξακολουθούν να επιδίδονται, δυστυχώς, τα άλλα κόμματα» ισχυρίστηκε.
Ταυτόχρονα, έσπευσε έμμεσα για ακόμα μία φορά να αθωώσει εκ των προτέρων τον κ. Τριαντόπουλο επικαλούμενος τα «πραγματικά στοιχεία» και χαρακτηρίζοντας «δήθεν» την ενοχή του πρώην υφυπουργού. «Παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική “συγκάλυψη”» υποστήριξε συγκεκριμένα.
«Θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού; Ή, μήπως, θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;» διερωτήθηκε σε προκλητικό ύφος.
«Η σημερινή εξέλιξη, ωστόσο, επιβεβαιώνει και κάτι ακόμη. Όπως έχω προαναγγείλει, πλησιάζει η ώρα για μια δραστική τομή στο άρθρο 86 του Συντάγματος» προσέθεσε.
Ολόκληρη η ανάρτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη:
«Η πρωτοβουλία του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει από την Προανακριτική Επιτροπή την παραπομπή του στη Δικαιοσύνη αποτελεί ένα γενναίο βήμα που δεν έχει σύγχρονο προηγούμενο.
Ένα βήμα που του επιτρέπει να κριθεί από τακτικούς δικαστές, οι οποίοι απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Και μία ενέργεια που απεγκλωβίζει την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων από τις τοξικές μικροκομματικές διαμάχες. Αυτές στις οποίες εξακολουθούν να επιδίδονται, δυστυχώς, τα άλλα κόμματα.
Παρά τα πραγματικά στοιχεία, σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε προεξοφλήσει τόσο τη δήθεν ενοχή του Χρήστου Τριαντόπουλου όσο και την τάχα κυβερνητική «συγκάλυψη». Έτσι όλες οι πτέρυγες της Βουλής τίθενται προ των ευθυνών τους: Θα συμφωνήσουν, άραγε, με την πρωτοβουλία του υπουργού; Ή, μήπως, θα κρυφτούν και πάλι πίσω από τεχνάσματα και υπεκφυγές για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα;
Η σημερινή εξέλιξη, ωστόσο, επιβεβαιώνει και κάτι ακόμη. Όπως έχω προαναγγείλει, πλησιάζει η ώρα για μια δραστική τομή στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Ήδη, από το 2006, ως νεοεκλεγείς βουλευτής, μαζί με 7 συναδέλφους, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, είχα προτείνει την αναθεώρηση της συγκεκριμένης διάταξης, ώστε να διακρίνεται το ποινικό στοιχείο της δίωξης των Υπουργών από τις κατά καιρούς πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ενώ το 2019, αναθεωρήσαμε το Σύνταγμα, καταργώντας την ειδική αποσβεστική προθεσμία για τα αδικήματα των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών.
Μάλιστα, αν και είναι αυτονόητο ότι το Σύνταγμα εφαρμόζεται άμεσα, με νομοθετική παρέμβαση στο επόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καταργείται και ρητά η αντίθετη πρόβλεψη του νόμου περί ευθύνης υπουργών, που έχει καταστεί ανενεργή ήδη από το 2019. Είναι καιρός με τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος να ενισχύσουμε πιο αποφασιστικά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Διευκολύνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και περιορίζοντας ή και εξαλείφοντας την αρμοδιότητα και την εμπλοκή της Βουλής στην ποινική δίωξη υπουργών. Γιατί αποστολή του Κοινοβουλίου δεν είναι, ούτε να αθωώνει πολιτικούς φίλους, ούτε να καταδικάζει πολιτικούς αντιπάλους!»