του Βασίλη Νάστου
Μόλις το κατάλαβα, αισθάνθηκα κάτι σαν τύψεις. Δεν πιστεύω ότι τα τηλεοπτικά πάνελ και η εμμονική ενασχόληση με την πληροφόρηση είναι τα απαραίτητα στοιχεία που συγκροτούν την ταυτότητα ενός «ενεργού πολίτη». Η «υπερπληροφόρηση», άλλωστε, πολλές φορές συνεπάγεται την αδυναμία διαχείρισης των πληροφοριών και πιθανόν να οδηγεί και σε φαινόμενα τύπου «Φούνες του Μνήμονος». Αλλά και η αποστασιοποίηση δεν είναι λύση, οδηγεί μοιραία σε παθητική αδράνεια. Όσο και αν τα πάνελ των κραυγών και της κενόλογης υστερίας αποτελούν σημείο της πολιτικής μας σήψης και παρακμής, δεν παύουν να αποτελούν και συστατικό στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου.
Νομίζω σταμάτησα να ενημερώνομαι, όταν, σταδιακά και προοδευτικά, παγιώθηκε η αδυναμία μου να διακρίνω κάποια ουσιαστική διαφορά στο λόγο των εκπροσώπων των διαφόρων πολιτικών παρατάξεων –και εδώ, δυστυχώς, αναφέρομαι μόνο στις κοινοβουλευτικές παρατάξεις με «κυβερνησιμότητα», άρα όχι σε δυνάμεις εκτός του Κοινοβουλίου, ούτε στο πάντα σταθερό και ως τέτοιο κρινόμενο Κ.Κ.Ε. Όταν στην κοινωνία και την κατεστημένη της ασχήμια δεν μπορούσα να αντιληφθώ καμιά ουσιαστική διαφορά, παρά μόνο μια γνησίως φθίνουσα πορεία. Και είναι εντυπωσιακό ότι, στα χρόνια του «Μνημονίου», τη χώρα διακυβέρνησαν –θεωρητικά- παρατάξεις διαφορετικού ιδεολογικού προσήμου: το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, η φιλελεύθερη τεχνοκρατική κυβέρνηση του Παπαδήμου, η λαϊκή δεξιά της ΝΔ, η ριζοσπαστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ με ολίγην από πατριωτική δεξιά του Καμμένου και η πιο «ώριμη» και καθόλου ριζοσπαστική Αριστερά -του ΣΥΡΙΖΑ πάλι- με τον πιο συγκρατημένο πατριωτικό λόγο –πάλι του Καμμένου. Με λίγη αφέλεια, κάπως έτσι, νομίζω, έγιναν τα πράγματα. Ειδικά η τελευταία περίοδος αποτέλεσε το επιστέγασμα της απογοήτευσης.
Η διαδοχή διαφορετικών ιδεολογικά –στα χαρτιά και το όνομα- παρατάξεων στο «τιμόνι της χώρας» (να μια πάγια μεταφορά, πέρα ως πέρα ξύλινη, όμως βολική) συνέβαλε στην ταχεία «αποϊδεολογικοποίηση» της πολιτικής. Τώρα που και οι «αντιμνημονιακοί» έχουν υπογράψει τα μνημόνια και επιχαίρουν, κάθε φορά που αποσπούν ευμενείς κριτικές από τους –τέως δυνάστες- δανειστές, το δόγμα Τ.Ι.Ν.Α. εφαρμόζεται στην Ελλάδα απρόσκοπτα. Άλλωστε, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, της πάλαι ποτέ ριζοσπαστικής αριστεράς ο αρχηγός, το τόνισε στη φετινή Δ.Ε.Θ.: «αυτός είναι ο δρόμος και αυτόν πρέπει να τον περπατήσουμε μαζί, της δημοσιονομικής προσαρμογής, συλλογικά και με σχέδιο, το έχει συνειδητοποιήσει και ο λαός». Πάνε τα σκισμένα μνημόνια, μόνο η ολοκλήρωση της αξιολόγησης μετράει. Δεν υπάρχει άλλη πορεία. «No way, but the highway», θα έλεγε σε όλους όσοι διαφωνούν.
Η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής γεννιέται, όταν πλέον η ίδια η έννοια και ο ρόλος της/του πολιτικού τίθεται στο περιθώριο και προτάσσεται η διαχειριστική του δεινότητα και μόνο. Όταν απεμπολεί με τρόπο ευκαιριακό το πολύ πρόσφατο παρελθόν, αρνούμενος να παραδεχτεί την ιδεολογική και –γιατί όχι;- ηθική του μετατόπιση, και αρχίζει μια επικοινωνιακή σταυροφορία κατά όσων τού επιδεικνύουν την ασυμβατότητα λόγων και έργων. Και επιδίδεται στη σταυροφορία αυτή με πάθος, παρόλο που το παρελθόν ανασύρεται με ένα κλικ από το youtube. Έτσι λοιπόν, όσοι διαπιστώνουν τα προβλήματα αυτά, κατονομάζονται εχθροί της πορείας προς την ανασύνταξη, οπαδοί του οπισθοδρομισμού και άλλα τέτοια ευφυολογήματα.
Λέει ο Rob Riemen ότι στην «κοινωνία του κιτς» η πολιτική δεν είναι δημόσιος χώρος, όπου διεξάγονται σοβαροί πολιτικοί διάλογοι για το πώς πρέπει να είναι σωστά διαμορφωμένη μια κοινωνία ή για το πώς μπορεί να δομηθεί. Στην κοινωνία αυτή η πολιτική είναι προπάντων ένα τσίρκο ανθρώπων που με σλόγκαν και με μια συγκεκριμένη δημόσια εικόνα προσπαθούν να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν την πολιτική τους ισχύ (η Αέναη Επιστροφή του Φασισμού). Σε αυτόν τον πολιτικό αχταρμά, που γεννάται και εδραιώνεται, η «σοβαρότητα» ταυτίζεται με μια αόριστη έννοια περί «διαχειριστικής επάρκειας» και η ιδεολογία γίνεται ιδεοληψία –ου μην και γραφικότητα. Κάθε ποιοτικό διακριτικό στοιχείο χάνεται και κυριαρχεί μια ιδιότυπη γενικολογία. «Επενδύσεις, μείγματα πολιτικής, αναπτυξιακές τροχιές και πολιτικές, αξιολογήσεις» είναι αυτά που θα κληθούν να διαχειριστούν οι «τιμονιέρηδες», ώστε να αποσπάσουν την ψήφο εμπιστοσύνης από «επενδυτές» και «πολιτικούς εταίρους». Με ένα φλύαρο περιτύλιγμα που αφορά τη «δημοκρατία», την «αξιοπρέπεια», την «κοινωνία του μόχθου», την «ελευθερία» και την «ανεξαρτησία» οι γενικολογίες αυτές τρέπονται σε πολιτικά προτάγματα, που προέρχονται από όλες τις έτοιμες να κυβερνήσουν πολιτικές πτέρυγες. Γεννιούνται έτσι κόμματα ιδεολογικά κενά, όπως το Ποτάμι, η Ένωση Κεντρώων και οι ΑνΕλ, εφήμερα –άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο-, με μόνο σκοπό να καλύψουν το «κενό διαχείρισης», όπου και αν αυτό προκύψει.
Με τον τρόπο αυτό υπονομεύεται η δημοκρατία εκ των έσω. Η ιδεολογία τρέπεται σε πρόσχημα, ένα δόλωμα για ρομαντικούς και αφελείς, ενώ ο ρόλος του πολιτικού συντρίβεται. Ο πολιτικός διάλογος, παρόλο που αφθονεί, ουσιαστικά είναι νεκρός. Στην πολιτική ορολογία εισήχθησαν όροι της πιάτσας, ενώ συζήτηση που να αφορά ουσιαστικά τα κοινωνικά ζητήματα δεν υπάρχει, καθώς ο μόνος στόχος είναι να αποστομώσει ο ένας εκπρόσωπος τον άλλο, χρησιμοποιώντας τα ίδια περίπου λόγια. Αρκεί να τα βάλει σε πιο καλή σειρά και το επιφώνημα στην κατάλληλη θέση. Δεν υπάρχει σύγκρουση ιδεολογιών ή πολιτικών, καθώς εξέλιπε η πολιτική ταυτότητα. Και η ταυτότητα δεν αποτελεί διχαστικό σημείο, όπως κάποιοι καλοθελητές θα πουν, αλλά συνεκτικό, ειδικά σε μια κοινωνία που θέλει να αποσπά το χαρακτηρισμό της δημοκρατικής και προοδευτικής. Αντίθετα, όμως, διχαστικός και –κυρίως- αποπροσανατολιστικός είναι ο διάλογος άνευ περιεχομένου. Και όσο δεν υπάρχει ουσιαστικό αντικείμενο διαξιφισμού, τόσο πιο έντονες γίνονται οι διαμάχες, τόσο πιο πολύ μετατοπίζεται από την ουσία στην εικόνα, στην ατάκα, την εξυπνάδα, τη μαγκιά, την κραυγή.
Κάπως έτσι ο κόσμος απαξιώνει την πολιτική και αδιαφορεί για τις όποιες πολιτικές εξελίξεις, καθώς αυτές δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια πορεία –πότε πιο γρήγορη, πότε πιο αργή- προς την ίδια κατεύθυνση. Μόνο που ο πρακτικά ανενεργός αυτός κόσμος παύει να αποτελεί μετρήσιμο πρόβλημα για την εξουσία ή πιθανό παράγοντα έμπρακτης αμφισβήτησης, καθώς έχει βυθιστεί σε μια παθητική αποδοχή ενός αντιδημοκρατικού μονόδρομου –άλλωστε, μονόδρομος και δημοκρατία είναι έννοιες ασύμβατες. Και η αδρανοποίηση αυτή είναι, ίσως, η μεγαλύτερη επιτυχία της πολιτικής της γενικολογίας και του μονόδρομου. Και η μεγαλύτερη ήττα της κοινωνίας.