Από ποικίλες κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές ατζέντες στο σημερινό νεοδεξιό φάσμα της Ευρώπης, στον στρατό στους δρόμους του Λος Άντζελες, στον βομβαρδισμό του Ιράν και, ναι, στη Γάζα, υπάρχει, παρά τις προφανείς διαφορές ανάμεσα στα φαινόμενα, ένα νήμα που τα συνδέει.

1.

Μια από τις συνέπειες της θέσης του Καρλ Σμιτ περί της σταδιακής αντικατάστασης, από τον 19ο αιώνα, του Jus Publicum Europaeum από το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο, είναι η αποδυνάμωση της διαφοράς ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό πολιτικό πεδίο. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι καταργείται η παλιά ευρωκεντρική διαλεκτική ανάμεσα σε διακρατικές συγκρούσεις χαλιναγωγημένες ή ρυθμισμένες, που θα λάμβαναν χώρα σε ευρωπαϊκό έδαφος, και σε ‘γυμνές’ συγκρούσεις, οι οποίες με τη σειρά τους εκτυλίσσονται σε μια πλανητική σφαίρα έξω από την Ευρώπη. Τέτοιες αρύθμιστες συγκρούσεις συνιστούν επίσης περιορισμένα, ‘χειρουργικά’, αεροπορικά πλήγματα που βρίσκονται πέρα από θεσμικά πλαίσια – σύγχρονες μορφές δηλαδή ενός κρατικού αντάρτικου.

Κυρίως, όμως, η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι το Διεθνές Δίκαιο αναπαράγει έμμεσα και διευρύνει ανεξέλεγκτα μια ενδοκρατική πολιτική λογική. Εκείνη δηλαδή που, για τον Σμιτ, θελει τον εγγυητή της τάξης και της νομιμότητας, τον κυρίαρχο, να είναι αυτός που μπορεί να την αναστέλλει επικαλούμενος μια κατάσταση εξαίρεσης. Δεν υπάρχει τότε Διεθνές Δίκαιο παρά μόνο εφόσον η ειρήνη και η διεθνής ασφάλεια συνιστούν έννοιες στην αποφασιστική κρίση μιας υπερδύναμης που βρίσκεται υπεράνω κάθε νόμου – και μάλιστα πρέπει να βρίσκεται προκειμένου να υφίσταται αυτός ο νόμος, η οποιαδήποτε τάξη, που είναι ταυτόχρονα συμβατή με το ιδιαίτερο συμφέρον αυτής της δύναμης. Η εξαίρεση, όπως γνωρίζουμε, είναι εδώ το επίκεντρο του κανόνα. Το ποια είναι αυτή η υπερδύναμη, είναι ανοιχτό σε ρευστούς συσχετισμούς, δηλαδή σε ό,τι ο Σμιτ αντιλαμβάνεται ως παγκόσμιο εμφυλιοπολεμικό πεδίο.

Από μια τέτοια σκοπιά, οι σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες δεν παραβιάζουν την εσωτερική λογική του Διεθνούς Δικαίου, κάθε άλλο: αποτυπώνουν τη συνοχή του, την αναγκαία παραπομπή του στον κυρίαρχο. Όποιος, τότε, καταγγέλλει κάποια παραβίασή του, είτε αγνοεί την άδηλη (δηλαδή μη-συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το ενδοκρατικό πεδίο) θεμελίωσή του, είτε την αποκρύπτει με πολιτικές σκοπιμότητες.

2.

Από αυτήν τη σκοπιά, είναι λάθος να κατηγορείται ο Τραμπ για επιπολαιότητα και έλλειψη σταθερής πολιτικής γραμμής. Μια τέτοια κρίση είναι βιαστική, υπεροπτική και, κατά βάθος, ένοχη. Ήδη στο Μόναχο (στο Μόναχο…), ο αντιπρόεδρος Βανς είχε συστηθεί στα ευρωπαϊκά ακροατήρια ως φωνή του ίδιου του παρελθόντος τους. Ήταν μια αναπάντεχη και κατεξοχήν ειρωνική εισβολή επί σκηνής της παλιάς φιγούρας του κυρίαρχου από μια μεγάλη ναυτική δύναμη που θυμίζει στη Ευρώπη τις δικές της ξεχασμένες ή απωθημένες τελλουρικές καταβολές.

Από ποικίλες κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές ατζέντες στο σημερινό νεοδεξιό φάσμα της Ευρώπης, στον στρατό στους δρόμους του Λος Άντζελες, στον βομβαρδισμό του Ιράν και, ναι, στη Γάζα, υπάρχει, παρά τις προφανείς διαφορές ανάμεσα στα φαινόμενα, ένα νήμα που τα συνδέει. Το ένα δεν επιφέρει υποχρεωτικά όλα τα άλλα, εντούτοις η συνάφειά τους παραμένει ουσιώδης. Ο Τραμπ είναι ειλικρινής και μάλιστα συνεπής όταν δηλώνει πως θέλει να τερματίσει τους πολέμους, με την ίδια ακριβώς λογική που η μέριμνα και το συμφέρον του κυρίαρχου του Σμιτ είναι η εγκαθίδρυση και η διατήρηση της τάξης, όχι η εμφυλιακή, και εφεξής παγκόσμια, αταξία της διασποράς ισχυρών υποκειμένων που καθιστούν πολιτικά χαοτικό τον πλανήτη.

Αλλά όπως στον Φουκώ η βιοπολιτική μορφή εξουσίας συμπλέκεται με την προηγούμενη νεωτερική, έτσι κι εδώ, η σύγχρονη, διεθνής κυριαρχία συμπλέκεται με την τυπικά νεωτερική, την εδαφική μορφή της. Κατεξοχήν φορείς αυτής της δήθεν ξεπερασμένης ιστορικά συνθήκης είναι η σημερινή Ρωσία και το σημερινό Ισραήλ. Ενδιαφέρον δίπολο θεωρητικά, ιστορικά, αυτή πάντως είναι μια βίαιη επάνοδος, ενμέσω ενός δυτικού κόσμου που εδώ και καιρό θεωρεί τον εαυτό του οιονεί μεταπολιτικό, στον σκληρό πυρήνα της νεωτερικής κυριαρχίας, δηλαδή στο σμιτιανό Πολιτικό.

Στη περίπτωση της Ρωσίας, η Δύση συναντά τα όριά της, σε κείνη του Ισραήλ συναντά τη συνείδησή της. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξωθούν την Ευρώπη να αποφασίσει τι είναι και να προσδιοριστεί ιστορικά. Προσπερνώ εδώ άλλα, μη-δυτικά πλαίσια, την Κίνα λ.χ., που έχουν τη δική τους, ξεχωριστή πολιτική λογική και θα απαιτούσαν άλλη συζήτηση, μιλώ τώρα μόνο για το δυτικό πλαίσιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνω τη Ρωσία όσο και το Ισραήλ, που συνιστούν δύο κρίσιμες μεθοριακές περιοχές της.

Έτσι, αυτή η επάνοδος σε μια μυθική εδαφική λογική, σε μια ιερή μνήμη που αυτοκατανοείται ως πολιτισμική νησίδα εν μέσω κατακλυσμικής βαρβαρότητας, με το Ισλάμ να καθίσταται, στην περίπτωση του Ισραήλ, αναπάντεχη μετωνυμία της ναζιστικής πλημμύρας (μολονότι ο αντισημιτισμός είναι πρωτίστως ευρωπαϊκή υπόθεση, ο δε αραβικός εβραϊσμός είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία από μόνος του) – αυτή λοιπόν η επάνοδος συνυφαίνεται πια άμεσα με τις αποφάσεις μιας παγκόσμιας ναυτικής δύναμης. Το ότι αυτή η διαδικασία πυροδοτείται στο διεθνές πεδίο από το τελλουρικό Ισραήλ, πως το σύγχρονο Ισραήλ ανέλαβε να αναστήσει και μάλιστα με τον τρόπο του να επιβάλλει το συμβολικό απόθεμα του προπολεμικού, εθνορομαντικού, γερμανικού κόσμου (μια ‘βρώμικη δουλειά’ της ασυνείδητης μνήμης, όπως ακούσαμε από τα πιο επίσημα χείλη, μια ευρωπαϊκή Drecksarbeit), υπό την επίκληση μιας μνήμης της αντίστασης στις χειρότερες εκδοχές του, είναι μια ακόμα από τις ειρωνείες της Ιστορίας. Ας διαβάσει κανείς, για παράδειγμα, το σύντομο πλην λαμπρό κείμενο με τίτλο ‘Σκέψεις στο Τείχος των Δακρύων’ (Βερολινέζινα Χρονικά 1920-1933, εκδ. Άγρα) που έγραφε ο Γιόζεφ Ροτ στα 1929, προκειμένου να αποκτήσει πρόχειρα μια αίσθηση αυτής της ειρωνείας από μια ορισμένη εβραϊκή οπτική γωνία, σύγχρονη και μαζί παμπάλαιη.

Ωστόσο το σημερινό Ισραήλ, εννοώ η κυρίαρχη τάση στην εσωτερική πολιτική σκηνή του, βρίσκεται πράγματι στον ίδιο τον συμβολικό πυρήνα των σημερινών Ηνωμένων Πολιτειών και όχι σε μια σχέση συγκυριακής εξάρτησης εξαιτίας κάποιου λόμπι. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται ένας αναλυτής σαν τον Mearsheimer, για παράδειγμα, είναι το υπαρξιακό ή ιδεολογικό εκείνο συμφέρον που καθιστά, εκ των ένδον της υπερσυντηρητικής στροφής των Ηνωμένων Πολιτειών, το σημερινό Ισραήλ κρίσιμο για εκείνες πολύ βαθύτερα όχι μόνο από οποιοδήποτε λόμπι, αλλά και από ένα στενό υλικό συμφέρον. Κι αυτό είναι μια ακόμα παράδοξη αντήχηση ενός κόσμου που τείναμε να θεωρήσουμε παρωχημένο. Αλλά αυτός ο κόσμος είναι εξίσου ορατός στη δεξιά στροφή που καταγράφεται σήμερα στις ευρωπαϊκές πολιτικές σκηνές. Αυτή με την οποία συντάχθηκε ο Βανς και η οποία στηρίζει άλλωστε τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

3.

Ήδη σε θεωρητικό απλώς επίπεδο, η διέξοδος δεν είναι καθόλου απλή. Στην πραγματικότητα, η μόνη ουσιώδης διαφοροποίηση του Διεθνούς Δικαίου από την τυπική λογική της κυριαρχίας, δηλαδή μιας αυθαίρετης υπερεξουσίας που συνάμα εγγυάται δια της επιβολής της την εσωτερική συνοχή ενός οποιουδήποτε πολιτικού σώματος, θα παρέπεμπε στον μεταπολεμικό του χαρακτήρα.

Δεν υπονοώ εδώ κάποιο συμβατικό τέλος που θα είχε λάβει χώρα σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Εννοώ το τέλος εκείνο που είχε κατά νου λ.χ. ο Καντ σε μια σειρά από δοκίμιά του όταν σκεφτόταν το ηθικό υποκείμενο και την ειρήνη ως έσχατα απότοκα μιας συνείδησης της επερχόμενης ιστορικής καταστροφής – της καταστροφής ως τέλους όλων των πολέμων και ταυτόχρονα ως τέλος της Ιστορίας, εφόσον οι πρώτοι εδώ θα απέδιδαν τον εσωτερικό ρυθμό της τελευταίας. Μια τέτοια σκέψη, προσκολημμένη σε έναν ιστορικό και πολιτικό ρεαλισμό, σε μια απομυθοποιητική, οριακή ιστορική εμπειρία, δεν αντιστέκεται στην πραγματικότητα του πολέμου, κάθε άλλο, την ακουλουθεί και την παροξύνει μέχρι το έσχατο όριό της. Η ίδια χειρονομία, διανοητική, υπαρξιακή κι εντέλει μεταφυσική, καθορίζει τη σκέψη του Μπένγιαμιν επίσης, όσο και αν η κοινή αφετηρία οδηγεί τους δύο στοχαστές σε διαφορετικές συνέπειες, πολιτικές και θεωρητικές.

Εντούτοις το κρίσιμο παραμένει καταρχάς, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η συνειδησιακή υποδοχή ενός τέλους. Στο επίπεδο της ιστορίας των ιδεών, αυτή η υποδοχή του τέλους είναι εξαρχής παρούσα στη νεωτερική σκέψη και στη νεωτερική τέχνη σε πλείστες εκφάνσεις της, η Δύση εξαρχής σκέφτεται το τέλος της και πλουτίζει από αυτήν τη σκέψη – η δε σκέψη του Σμιτ, οξεία και αποκαλυπτική, εκφράζει μια όψιμη εκδοχή της άλλης ευρωπαϊκής παράδοσης, εκείνη της αντίδρασης σε αυτήν ακριβώς την αφετηριακή συνείδηση ενός συντριπτικού ορίου. Στοιχειωμένες από την ιδέα του αναπόφευκτου, καταστροφικού τέλους, οι πολεμικές (δηλαδή δομικά προπολεμικές: διαθέσιμες στον πόλεμο που βρίσκεται πάντα προ των πυλών) παραδόσεις της Δύσης δεν σταμάτησαν ωστόσο να το αναβάλουν βίαια αντί να το φιλοξενήσουν ως όρο μιας διαφορετικής πολιτικής συνείδησης – δεν σταμάτησαν να μάχονται ενάντια στη δομική τους αδυναμία.

Και τούτο σημαίνει επίσης, μεταφέροντάς το στη δική μας συγκυρία: ήδη οι σημερινές πολιτικές του Τραμπ ή του Νετανιάχου φέρουν μέσα τους τη συνείδηση ενός μείζονος ιστορικού τέλους το οποίο απωθούν κι αναβάλουν κατεχοντικά, μιλώντας με τη γλώσσα του Σμιτ. Υπάρχει μια ορισμένη μαχητική άρνηση του πένθους στο σημερινό πολιτικό Ισραήλ, μια μεταστροφή της εργασίας του πένθους σε κατακτητικό και οχυρωματικό έργο. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λογοτεχνία της φέρει από τον 19ο αιώνα τη συνείδηση μιας επιτάχυνσης της Δύσης και ενός τέλους της. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης του Σμιτ συναντά στις σελίδες του τον Μέλβιλ, για παράδειγμα – τα φασματικά πλοία του και τις φάλαινες που παρασέρνουν τους κυνηγούς τους στην άβυσσο. Ξανά, για τη σμιτιανή λογική η πολιτική επιλογή της άρνησης του τέλους, είναι αναπόφευκτη κι ανυπέρβλητη, είναι αυτή που συγκροτεί το Πολιτικό.

Αν, ωστόσο, υφίσταται στο απόθεμα του ευρωπαϊκού πολιτικού φαντασιακού μια αρχή διαφορετική από εκείνη της αυθαίρετης κυριαρχίας, στις παγκόσμιες πλέον εκδοχές της, και της αθέσμιστης δύναμής της (που δεν παύει να είναι ‘ειρηνοποιός μέσω δύναμης’, να συγκροτεί μια κάποια τάξη, ή απλώς μια λειτουργική ισορροπία), ενώ αναγνωρίζει ταυτόχρονα τη βαρύτητα του σμιτιανού επιχειρήματος – αυτή, λοιπόν, η διαφορετική αρχή βρίσκεται στην ανάληψη μιας μεταπολεμικής προοπτικής ουσιωδώς ηθικοπολιτικής.

Αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα της έκφρασης μιας τέτοιας προοπτικής σήμερα, συλλογίζομαι ότι, παραδόξως, αυτή θα ήταν μια επιστροφή στην πολιτισμικά ιδιάζουσα ευρωπαϊκή καταγωγή και, βεβαίως, μια επιστροφή σε μείζονα μοτίβα του εβραϊσμού επίσης. Θα ήταν μια μνημονική κάθοδος σε εκδοχές καταγωγής που σκέφτεται τον κόσμο εξαρχής υπό το φως ενός ιστορικού τέλους του και μιας εξορίας του λαού του από το έδαφος της κυριαρχίας – σκέφτεται τη σύναξη εκτοπισμένων και όχι την περίφραξη ως ιδρυτικό πολιτικό συμβάν. Αυτή η καταγωγή παρέμεινε ένα φευγαλέο, γενναιόδωρο βλέμμα στα πράγματα, ένα είδος πυξίδας, ονειρικής ή ίσως, αντίθετα, προσκολημμένης με πείσμα στον ρεαλισμό της τελικής ήττας – βλέμμα φευγαλέο, ακόμα και αν δεν σταμάτησε να τρυπώνει με διάφορους τρόπους στα σύγχρονα δικαιικά/θεσμικά πλαίσια. Αν υπάρχει ένας λαός που ιστορικά την εγκολπώθηκε σταθερότερα και βαθύτερα από κάθε άλλον, αυτός δεν ήταν παρά ο διασπορικός εβραϊκός.