του Θάνου Καμήλαλη

«Ο κίνδυνος, ακόμη και με σταθερή εργασία, να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην Ε.Ε.», τονίζει το Spiegel, που σημειώνει επίσης ότι

«το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζουν τόσο λίγα που μόλις τούς φτάνουν για να ζήσουν. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά τους παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερα από το μέσο μισθό. Το 9% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνει λιγότερα και από 200 ευρώ. »

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ, που δημοσιεύτηκαν στα τέλη Οκτωβρίου, 554.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με μέσο μισθό 394 ευρώ (μεικτά), με το μέσο ημερομίσθιο να διαμορφώνεται μόλις στα 23,74 ευρώ. Από αυτούς, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου  Εργασίας 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μεικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Και το Spiegel εδώ κάνει ένα βασικό λάθος: Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με 300-400 ευρώ. Σε αυτήν την τραγική κατάσταση, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι:

α) Κατά ένα μεγάλο μέρος, δεν πρόκειται φυσικά για «μερική απασχόληση», καθώς η πραγματικότητα λέει ότι οι εργαζόμενοι αυτοί εργάζονται για πολλές παραπάνω από 4 ώρες. Το Spiegel π.χ. αναφέρει στο ρεπορτάζ του τέτοιες ιστορίες

β) Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι εργαζόμενοι αυτοί αμείβονται για την εργασία τους. Για την ακρίβεια, είναι κορώνα – γράμματα. Σύμφωνα με μελέτη της Ενωσης για την υπεράσπιση της εργασίας και του κοινωνικού κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ), από τους καθηγητές Σάββα Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή του Παντείου) και Βασίλη Μπέτση (υποψήφιου διδάκτορα του Παντείου), «σε περίπου 900.000 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, ενώ εργάζονται καθημερινά και κανονικά, η καταβολή του μισθού τους γίνεται με καθυστέρηση από έναν μέχρι δεκαπέντε μήνες».

Θυσίες στο βωμό μιας «ανάπτυξης»

Πρόκειται για το τελευταίο στάδιο ενός βίαιου και εντελώς νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμό της αγοράς εργασίας, που ξεκίνησε το 2009 και υπηρετείται πιστά από κάθε μνημονιακή κυβέρνηση. Οι σταθερές θέσεις εργασίας χάθηκαν, αντικαταστάθηκαν από την «απασχόληση», τα «mini jobs», τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, τα voucher και τους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους.

Στη μνημονιακή γλώσσα, αυτό το νέο καθεστώς λέγεται «ανταγωνιστικότητα στην αγοράς εργασίας» αποτελεί «βέλτιστη διεθνή πρακτική» και βασικό στοιχείο της πορείας της χώρας προς την «ανάπτυξη». Μέσα σε αυτήν την τρομακτική πραγματικότητα, η κυβέρνηση πανηγυρίζει σε μηνιαία βάση για τη μείωση της ανεργίας, ξεχνώντας αυτό που σωστά έλεγε όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση, ότι οι δηλαδή «οι άνθρωποι πρέπει να είναι πάνω από τα νούμερα».

Ποιος χαίρεται επίσης με όλα αυτά; Για παράδειγμα, ο ΣΕΒ. Πριν λίγες μέρες ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών υποστήριξε ξανά ότι «το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς εργασίας, αν μη τι άλλο, βοήθησε στην εξομάλυνση των αδιεξόδων της ανεργίας που προκάλεσε στην ιδιωτική οικονομία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή».

Η λαθροχειρία φυσικά εδώ είναι προφανής. Για τον ΣΕΒ (και όσους ασπάζονται τη ρητορική του) η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων μέσω των μνημονίων είναι ο μόνος τρόπος να μειωθεί η ανεργία, την οποία προκάλεσαν τα μνημόνια. Λογικό δεν είναι, αλλά είναι επιχείρημα που δικαιολογεί όλες τις περικοπές που έφερε η λιτότητα. Το ίδιο συμβαίνει για παράδειγμα σε συντάξεις και αφορολόγητο, όπου η λιτότητα έφερε μειώσεις, που φέρνουν νέα λιτότητα (γιατί τα ταμεία με μικρότερες εισφορές δεν βγαίνουν και όλο και περισσότεροι πολίτες πέφτουν κάτω από το αφορολόγητο) που φέρνει νέες μειώσεις και ούτω καθεξής.

Για τον ΣΕΒ επίσης, είναι αδιανόητη μια βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων. Όπως υποστηρίζει «μια τέτοια επιστροφή στο παρελθόν, θα σηματοδοτήσει το τέλος της όποιας ανάκαμψης, και της συνακόλουθης αύξησης της απασχόλησης, και, την απαρχή νέων περιπετειών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και εργασίας.» 

«Επείγει, συνεπώς να συμφωνηθεί μέσω του κοινωνικού διαλόγου ένα νέο, φιλικό προς την ανάπτυξη, θεσμικό πλαίσιο στα εργασιακά»

Τι σημαίνει πλαίσιο «φιλικό προς την ανάπτυξη»; Για να έχουμε μια εικόνα από το μέλλον, ας πάρουμε ως παράδειγμα τον ΟΤΕ. Έναν όμιλο – παράδειγμα «ανάπτυξης» (67 εκατ. κέρδη το πρώτο εξάμηνο του 2017) αλλά και ιδιωτικοποίησης (Deutsche Telecom), όπου, οι εργαζόμενοι προχώρησαν για πρώτη φορά σε διήμερη απεργία, καταγγέλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι:

  • «Έχουμε 2.000 προϊσταμένους σε 10.000 εργαζομένους και το επίδομα θέσης είναι πολύ πάνω από τον βασικό μισθό συναδέλφων τεχνικών, διοικητικών κ.ά. τους οποίους προσλαμβάνουν σε δουλεμπορικές και θυγατρικές του ΟΤΕ
  • Ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΤΕ έχει ετήσιες αποδοχές 1.433.670 ευρώ, οι σταθερές θέσεις εργασίας έχουν μειωθεί κατά 7.000 και έχουν αντικατασταθεί με εργολαβικούς, ανασφάλιστη και μερική εργασία των 250 και 400 ευρώ και το μισθολογικό κόστος έχει συμπιεστεί στο μισό, από 658 εκατ. ευρώ το 2011 στα 308 εκατ. σήμερα, ενώ έχουν αυξηθεί κατά 200% τα εργατικά ατυχήματα.»

Η «ανάπτυξη» άλλωστε, όπως τίθεται στο δημόσιο λόγο εδώ και χρόνια, είναι κάτι γενικό, αόριστο, ένας «εθνικός στόχος» που απαιτεί θυσίες από τους ανίσχυρους για να ευημερούν οι ισχυροί. Είναι το κυνήγι ενός δείκτη, ενός στατιστικού αριθμού εκτός πραγματικότητας, που θα «δικαιώσει» την καταστροφική πολιτική των τελευταίων επτά ετών και των επόμενων που έρχονται. Ακόμα κι αν αυτού του είδους η ανάπτυξη έρθει και αποτυπωθεί στον πολυπόθητο δείκτη, με αυτούς τους όρους, δεν θα σημαίνει τίποτα για τους εργαζόμενους που βλέπουν πλέον τη «γενιά των 700 ευρώ» να μοιάζει μακρινό όνειρο. Και μπορεί η κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι στοχεύει στην «ανάπτυξη για τους πολλούς», ωστόσο, διατηρώντας (μέχρι το 2060) και κάνοντας πιο ασφυκτικό το ίδιο πλαίσιο, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να βάζει μία «αριστερή» σφραγίδα στη νέα κανονικότητα.

Οι εργαζόμενοι του ΟΤΕ ζουν σε ένα καθεστώς «φιλικό προς την ανάπτυξη». Οι 550.000 εργαζόμενοι των 300 ευρώ συμβάλλουν στην πορεία της χώρας προς την «ανάπτυξη». Η «ανάπτυξη» αυτή όμως, δεν τους αφορά.