του Κωνσταντίνου Πουλή
Βρέθηκα εκεί μετά από την πρόσκληση των καλών φίλων της ιστοσελίδας stonisi.gr, λοιπόν είχα την ξενάγηση, αν μπορεί να φανταστεί κανείς μια τόσο ανώδυνη λέξη να περιγράφει μια τόσο ανατριχιαστική εμπειρία, της Ανθής Παζιάνου. Μας εξηγούσε ότι σε σχέση με τον πρώτο καιρό, τώρα ενδιαφέρονται περισσότερο να διαμορφώσουν τις συνθήκες της ζωής τους εκεί, διότι συνειδητοποιούν ότι θα μείνουν αρκετά.
Ακούω τόσον καιρό τις ιαχές των φασιστών και των φίλων τους για τους μετανάστες και σκέφτομαι ότι εκεί μαθαίνουν από ανάγκη την καρτερικότητα. Ακόμη και οι συγκρούσεις τους περιορίζονται μεταξύ τους, ή σε αυτό που σε μας από απόσταση μοιάζει «μεταξύ τους», αλλά για κείνους είναι ενίοτε πολιτισμικά χάσματα ιλιγγιώδη. Και αναλογίζομαι ότι δεν διεκδικούν. Το καθεστώς τους είναι πάντα υπό αίρεση. Η αίτηση ασύλου είναι ακριβώς το καθεστώς του ικέτη. Βρίσκονται στο έλεος μιας διαδικασίας την οποία δεν ελέγχουν και δεν κατανοούν, αλλά δεν μπορούν να ζητήσουν τίποτα, την ώρα που από αυτή την απόφαση κρίνονται τα πάντα.
Σε μια εποχή που όλοι στη Δύση μαθαίνουν να «φτιάχνουν τη μοίρα τους», υποτίθεται, ο βούρκος της Μόριας απαιτεί από αυτούς να μάθουν να επιπλέουν. Να μην πνίγονται. Δεν μπορείς να τους ακούσεις να λένε «Δυστυχία, ήπια από το ποτήρι της πίκρας ως τον πάτο, αλλά είμαι ακόμα επαναστάτης», γιατί αυτά που ζητούν τα ζητούν ως ικέτες και μόνο.
Αρκεί να σκεφτούμε πόσο κεντρική είναι για τον πολιτισμό μας η έννοια της διεκδίκησης. Όχι της συλλογικής, που ανήκει σε συνδικαλιστικά οράματα του παρελθόντος, της αισιόδοξης εποχής της Αριστεράς, αλλά της φρενιασμένης ορμής του ατόμου που του ζητούν να φτιάξει υποτίθεται τη μοίρα του. Όλοι μαθαίνουν στα παιδιά τους να μην είναι θύματα, στο σχολείο, να επιμένουν και να αντεπιτίθενται. Ακόμη κι αν έχουν άδικο. Επειδή όμως οι μετανάστες δεν είναι παιδιά μας, θα έπρεπε να υπομένουν. Γιατί όσα κι αν τους δοθούν, τα παίρνουν πάντα καταχρηστικά. Χωρίς να το αξίζουν.
Την ώρα που βγαίναμε από τον καταυλισμό, γιατί περί αυτού πρόκειται, ο οδηγός του λεωφορείου φωνάζει έξαλλος να βγουν από το λεωφορείο του, γιατί κάποιοι λέει ότι είχαν μπει χωρίς εισιτήριο, που κοστίζει ένα ευρώ. Τραβούσε ένα παιδάκι να το κατεβάσει και φώναζε εξαγριωμένος ότι τον έχουν καταστρέψει. Πότε περνάει αυτή η ταπείνωση; Πότε θεραπεύεται, πότε επουλώνεται η πληγή της στιγμής που είδες τον πατέρα σου να σκύβει το κεφάλι και να κατεβαίνει από το λεωφορείο; Δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι ότι δεν ξεχνιέται εύκολα.
Δεν ξέρω τι γίνονται τα όνειρα εκεί. Δεν ξέρω ποιοι από αυτούς θα φτάσουν στον προορισμό τους, θα δουλέψουν, θα ζήσουν ίσως άνετα, θα τραγουδήσουν και θα δημιουργήσουν.
Έβρισκα πάντοτε το σύνθημα «Είμαστε όλοι…» μεγαλόστομο. Και ξέρω πολύ καλά ότι η άνεση της δικής μου ζωής δεν μου επιτρέπει να λέω «είμαστε όλοι μετανάστες/πρόσφυγες, ή ό,τι άλλο».
Η Mary “Mother” Jones μιλούσε σε ένα πλήθος συγκεντρωμένων ανθρακωρύχων στο Τσάρλεστον το 1912 και έλεγε «δεν θα έβαζαν ούτε τον σκύλο τους εκεί που έχουν εσάς. Έχουν ένα καλό μέρος για τα σκυλιά τους και έναν σκλάβο να τα φροντίζει» και συνέχιζε: «Φίλοι μου, η μέρα που χαϊδεύαμε τα σκυλιά τους πέρασε!». Κι όμως, στη Μόρια κανείς δεν ανεβαίνει σε ένα καφάσι για να αγορεύσει μπροστά σε πλήθη, κανείς δεν συνδικαλίζεται, κανείς δεν διεκδικεί, διότι όλα αυτά που συζητούμε αφορούν πολίτες, όχι «νεκρές ψυχές».
Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι αντιδρούν γιατί η κυβέρνηση προκειμένου να κάνει φιγούρα ότι τους διώχνει γρήγορα και αποτελεσματικά, δίνει προτεραιότητα στους καινούργιους στη σειρά εξέτασης της αίτησης ασύλου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η εξέταση του αιτήματος ανθρώπων που περιμένουν εδώ και τόσο καιρό. Αν διανοηθούμε πόσα κρίνονται από μια τέτοια αίτηση, δεν είναι παράξενο να σε εξοργίζει η αναβολή της, και μάλιστα για λόγους τόσο ωμά πολιτικάντικους.
Περιγράφει η Άννα Αχμάτοβα ότι την αναγνώρισε κάποιος σε ένα μακρινό κολαστήριο άλλης εποχής, την πλησίασε και τη ρώτησε: αυτό μπορείς να το περιγράψεις; Του απάντησε “ναι, μπορώ” και περιέγραφε ότι σχηματίστηκε κάτι σαν ένα χαμόγελο σε αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό του. Η λαϊκή φαντασία συνδέει την ποίηση με τους ρομαντικούς περιπάτους, δεν σκέφτεται πως ένας τόπος μαρτυρίου ζητάει κι αυτός τον ποιητή του και τον χρονικογράφο του, πολύ περισσότερο από τα φεγγάρια και τα ηλιοβασιλέματα. Και λέω ότι ζητάει τον ποιητή του, γιατί χρειάζεται να βρεθεί αυτός ο άνθρωπος που δεν θα νιώθει ότι οι λέξεις δεν επαρκούν. Θα μπορεί να σταθεί στο χείλος της αβύσσου και να μη χάσει τη μιλιά του. Εγώ έχασα τη μιλιά μου εκεί, και αυτό που διαβάζετε είναι ένα κείμενο αμηχανίας. Γράφω γιατί με τάραξε η είδηση της διαδήλωσης, που ήρθε αμέσως μετά την επίσκεψή μου.
Όλοι ξέρουμε πως στη Μόρια έχουν καταφτάσει δημοσιογράφοι από τα πιο διακεκριμένα διεθνή Μέσα, φωτογράφοι και δημοσιογράφοι με ικανότητες, και μας έχουν δώσει αρκετό υλικό για να σκεφτούμε, να αναλύσουμε, να διανοηθούμε ως έναν βαθμό τι συμβαίνει εκεί.
Κι όμως αυτό το κείμενο είναι ένα κείμενο αμηχανίας, όχι διότι έρχεται αργά, αλλά διότι το σκάνδαλο της Μόριας είναι η ίδια η ανοχή μας, μετά από όλη αυτή την καμπάνια διεθνούς εξευτελισμού της χώρας μας.
Είχαμε ρολόι που μέτραγε ανάποδα την αθέτηση πληρωμών στο ΔΝΤ, και μιλούσαν τότε για τον διασυρμό της Ελλάδας. Είναι περίεργο να σκέφτεται κανείς ότι για αυτούς τους ανθρώπους το να βάζεις παιδιά να ζουν στις λάσπες και να κρυώνουν είναι μάλλον μικρότερη αιτία ευτελισμού του διεθνούς μας ονόματος.
Κι όμως το σκάνδαλο της Μόριας είναι η απάθεια με την οποία την προσπερνούμε. Η Μόρια είναι η κοινοτοπία της φρίκης.
Δεν ξέρω αν είναι χειρότερο ή καλύτερο, που συνηθίζουμε έτσι. Όλα είναι τετριμμένα. Τα παιδιά γελάνε και παίζουν. Και αυτό είναι, με μια έννοια, τετριμμένο. Δεν λέω ότι δεν είδε τα πράγματα καλά το ρεπορτάζ που τα περιέγραφε να μη θέλουν να ζήσουν. Προφανώς ισχύουν όλα μαζί. Τα παιδιά όμως γελάνε. Φοράνε πλαστικές σαγιονάρες μέσα στο χειμώνα, η φόρμα τους είναι λασπωμένη, αλλά είναι μαζί και γελάνε. Βρίσκονται δίπλα σε αυτόν τον ατελείωτο βούρκο, με τα βουνά από σκουπίδια, κι όμως παραμένουν παιδιά. Όταν τους μιλάς σου μιλάνε και λένε αστεία, σου δείχνουν τον φίλο τους που μιλάει αγγλικά, κάνουν το σήμα της νίκης, ποζάρουν όλα μαζί για τη φωτογραφία. Το ξέρω ότι πάντα παραμένει ζωντανή αυτή η ικμάδα χιούμορ και παιχνιδιού, ακόμη και μέσα στην κόλαση θα συμβαίνει αυτό. Είναι σταθερό σημείο σε όλες τις αφηγήσεις τόπων μαρτυρίου. Κάποιος που συνέθεσε όπερα στο Άουσβιτς, δύο γυναίκες που κορόιδευαν έναν φύλακα στην Μπουμπουλίνας, μια χαραμάδα ζωής για να θυμίζει ότι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν εκεί δεν είναι κάτι άλλο, είναι άνθρωποι, απλώς βρέθηκαν εκεί, όπως θα μπορούσαν με ένα φύσημα του ανέμου να βρεθούν απέναντι, να βρεθούν στη Γερμανία, ή να βρεθούν στον πάτο της θάλασσας. Δεν έχει νόημα ούτε να επαινέσεις το θάρρος τους αλλά ούτε και να λυπηθείς για τη φρίκη τους. Γιατί μόνο το να μην είναι εκεί έχει νόημα.
Περπατώντας μπροστά στις σκηνές τους βλέπεις τώρα πια μια ολόκληρη αγορά από προϊόντα: σκηνές που πουλάνε λαχανικά, ένα μικρό μπακάλικο στημένο με μια τρύπα-παράθυρο από όπου εμφανίζεται χαμογελαστός ένας πιτσιρικάς σε ρόλο μαγαζάτορα, δεκάδες αυτοσχέδιοι φούρνοι που ψήνουν αραβικές πίτες, και σχεδόν σε κάθε σκηνή από ένας τενεκές που χρησιμεύει για να ψήνει το φαγητό. Θεωρητικά τη σίτισή τους θα έπρεπε να την έχει εξασφαλίσει η δομή, αλλά το φαγητό είναι τόσο κακό και λίγο, που όλοι μαγειρεύουν. Έχουν κουρεία, φτιάχνουν τα μαλλιά τους όπως τα θέλουν, να μην είναι ποτέ απεριποίητα, και ζουν σαν να πρόκειται να μείνουν εκεί για πολύ.
Όλα αυτά τα σκιρτήματα της ζωής, όπως είναι η περιποίηση ενός κουρέματος, ένα αστείο, ένα παιδικό παιχνίδι, αποτελούν την υπενθύμιση ότι αντίθετα από ό,τι λένε μισάνθρωποι συμπολίτες μας, εμείς που έτυχε μια ζαριά της ζωής να μας ρίξει έξω από τον βούρκο της Μόριας, χρειάζεται να σταθούμε να ακούσουμε τι έχουν να πουν όσοι βρέθηκαν εκεί. Διότι τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην πλάτη τους την ώρα που σαπίζουν μέσα σε αυτά τα παλιόπανα στη Μόρια είναι παντοτινό όνειδος, και αν αυτή τη στιγμή διαδηλώνουν για να ακουστούν, το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούσουμε.