Συγκεκριμένα:
(1) ότι η Ελληνική μουσική του 20ου αιώνα (η δημοτική, η λαϊκή, και η «εμπορική») στέκεται επάξια ή και υπερέχει σε μουσικό και κοινωνικό πλούτο και εκφραστικότητα σε σχέση με μουσικές άλλων χωρών·
(2) πως υπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί, πολιτισμικοί, και κοινωνιολογικοί λόγοι που το εξηγούν αυτό: μια μακρόχρονη παράδοση, η συνάντηση λαών, πολιτισμών, και επιρροών, η υψηλή πύκνωση της ιστορικής εμπειρίας (πόλεμος, φτώχεια, προσφυγιά, μετανάστευση, Κατοχή, εμφύλιος, η ιστορία της ελληνικής Αριστεράς), κλπ.·
(3) ότι, όμως, σε αντίθεση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα η μουσική έκφραση είναι βαρύτερα ταυτισμένη και φορτισμένη με αναφορές κοινωνικές και πολιτικές, με αποτέλεσμα οξυμένα πάθη και αντιπάθειες μεταξύ των εκφραστών και των ακροατών του κάθε είδους·
(4) πως μια απτή εκδήλωση του συγκεκριμένου διαχωρισμού υπήρξε η διαχρονική περιφρόνηση της ελληνικής λαϊκής μουσικής, πρώτα από τους αστούς της οπερέτας, των γαλλικών και του πιάνου, και αργότερα από τους ακροατές της αγγλοσαξονικής σκηνής που περιφρονούσαν.
Σήμερα θα συνεχίσω αυτές τις σκέψεις από εκεί που αφήσαμε το νήμα, ενώ ταυτόχρονα θα προσπαθήσω να υπερασπιστώ την πλέον αμφιλεγόμενη άποψη που έχει γραφτεί ποτέ στο ThePressProject:
Το έντεχνο δεν είναι αναγκαστικά και τόσο κακό.
Ορίστε, το είπα ― παρόλο το προφανές κόστος σε υβριστικά σχόλια, αποκλεισμούς των γραφείων μας, ακυρωμένες συνδρομές, ή και σωματικές επιθέσεις.
Πως δικαιολογεί κανείς μια τόσο ακραία άποψη; Ας το πιάσουμε από την αρχή:
5) Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες…
Προσωπικά καταχωρώ τον σνομπισμό για την ελληνική μουσική και τα «τουρκο-τσιφτετέλια» της, αλλά και τον οικτιρμό της εγχώριας πολιτισμικής υστέρησης που εκφράζουν οι οπαδοί «ανώτερων» ειδών όπως το ροκ και η τζαζ, ως το μουσικό αντίστοιχο του «δεν περάσαμε διαφωτισμό» και του «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν αυτά».
Είναι η «εναλλακτική» εκδοχή της εκστρατείας «ξεβλαχέματος» για την οποία υπερηφανεύονταν ο Πέτρος Κωστόπουλος του ΚΛΙΚ. Ήδη από τα τέλη του ογδόντα, εκείνος και πολλοί ακόμα φωτισμένοι μιμητές, προσπαθούσαν να καθαρίσουν την Ελληνική κοινωνία από τη πλεμποσύνη της, τα αριστερά της κολλήματα, και τη «ζήλεια» της απέναντι στους «επιτυχημένους», πουσάροντας lifestyle, must, public relations, μοντέλες, Μύκονο, πούρα, σημιτικό εκσυγχρονισμό και ακομπλεξάριστη επιδεικτική κατανάλωση.
Οι άλλοι, από τους ψαγμένους ροκάδες, μπλιμπλικάδες, και τζαζόφιλους, έως τους γκουρού της ευρω-αριστεράς, τους εστέτ της αμερικάνικης κουλτούρας, και τους αναγνώστες του Μπρετ Ίστον Έλις και του Τόμας Πύντσον, εξέφρασαν το «εναλλακτικό» ξεβλάχεμα. Εξ αυτών οι πλέον γνωστές φιγούρες εναλλακτικού εκσυγχρονισμού, αυτομαστιγώματος (των άλλων), ακραίου κέντρου (και ενίοτε απροκάλυπτης δεξιάς), όπως ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και η Σώτη Τριανταφύλλου. Είναι αυτοί που, όπως έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, εξέλαβαν τη ζωή «σαν ένα σόλο του Τζίμι Χέντριξ ή μια ροχάλα του Κον Μπεντίτ», προσβλέποντας στη «μυθική ευρωπαϊκή παιδική χαρά».
Με άλλα λόγια, δυο γάιδαροι που μάλωναν σε ξένο αχυρώνα.
6) Δε θέλω πια να ακούω τζαζ, είμαι από την Τρίπολη
Εκτός από αυτούς τους ιδεολογικά στρατευμένους γαϊδάρους, υπάρχει βέβαια και η σιωπηλή πλειοψηφία.
Από αυτήν, κάποιοι εκσυγχρονίστηκαν και «ξεβλάχεψαν» ― συνήθως κατά αντιστοιχία του βαθμού συμμετοχής τους στην οικονομική, πολιτική, και πολιτισμική ζωή που χαράζουν οι εγχώριοι εκσυγχρονιστές (ας σκεφτούμε π.χ. τους συνειδητούς συμβιβασμούς και τις ασυνείδητες προσαρμογές που πρέπει να κάνει ένας νέος καλλιτέχνης με αριστερή συνείδηση και λαϊκή ανατροφή για να γίνει δεκτός στην πολιτισμική παρέα του Niarchos).
Αρκετοί πάλι (συνήθως στα ενδιάμεσα από άποψη ταξικής θέσης και κοινωνικών φιλοδοξιών μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα) απέκτησαν ένα μικρό κόμπλεξ κατωτερότητας που τους «αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος» και που δεν ανταποκρίνονται στις υψηλές προσδοκίες των πολιτισμικά ανωτέρων τους.
Οι περισσότεροι, φυσικά, συνέχισαν ό,τι έκαναν, γράφοντας όλους τους παραπάνω εκεί που δεν πιάνει μελάνι, αποτελώντας την «σιωπηλή πλειοψηφία» των λαϊκών στρωμάτων, αυτών που οι κοινωνικά ανελισσόμενοι (aspirational classes) ονομάζουν deplorables, και στην Ελλάδα είναι απλά «πλέμπα».
7) Το έντεχνο, για να γυρίσουμε στο θέμα, είναι η μουσική που εκφράζει αυτή την μεσοαστική ισορροπία ― ανατολή και δύση, λαϊκό και λόγιο.
Γι’ αυτό και σνομπάρεται και από τις δύο πλευρές ως μη αυθεντικά λαϊκό από τη μια και ως όχι επαρκώς ψαγμένο από την άλλη. Το έντεχνο είναι η μουσική που του αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος, και οι Stones, και ο Βαμβακάρης, και το κλαρίνο, και τα ριζίτικα.
Γι’ αυτό αποτελεί μεγάλη πολιτισμική εξέλιξη το ότι μπορεί σήμερα να υπάρξει, και να γίνει αποδεκτή χωρίς αίσθημα κατωτερότητας μουσική όπως των VIC ή της Μαρίνας Σάττι, ή που κάποια σαν την Nalyssa Green μπορεί να ενσωματώσει με αβίαστο τρόπο το ρυθμό του ζεϊμπέκικου σε ένα ηλεκτροπόπ κομμάτι αστικής έκφρασης ― χωρίς να δίνει έμφαση στο δάνειο.
Ο Σαββόπουλος και ορισμένοι άλλοι επιχείρησαν το ίδιο πράγμα στις αρχές της δεκαετίας του 70, σε μια εποχή πιο ανοιχτή σε τέτοιους πειραματισμούς, αφού στους νέους της εποχής ακόμη κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο (με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, κλπ), και το ροκ έρχονταν ως ένεση μέλλοντος.
Γι’ αυτό η σχετική προσπάθεια πήρε δεκαετίες για να αναστηθεί, χοντρικά ας πούμε ως τους Εν Πλω που θα ξαναφυτέψουν τον σπόρο, ο οποίος θα μεγαλώσει για πολλά χρόνια στην αφάνεια, πριν φτάσουμε στον Θανάση (ένας είναι ο Θανάσης) και τους Λαϊκεδέλικα, τον Αγγελάκα με μπαγλαμάδες και Ψαραντώνη, και τα stoner κλαρίνα.
Όλα αυτό είναι, θεωρώ, θετικές εξελίξεις για την αναγνώριση της ταυτότητας μας με φυσικό τρόπο ― ως δηλαδή κάτι που δικαιωματικά μας ανήκει, για να εκφραστούμε με αυτό, να το εξελίξουμε όπως θέλουμε και μπορούμε, αλλά ακόμα και για να το αλλοιώσουμε ή να το καταστρέψουμε αν γουστάρουμε (με τον ίδιο τρόπο που σε μια άλλη εποχή π.χ. ο Captain Beefheart θα επιφέρει στα blues μια οριακή παραμόρφωση, χωρίς κανένας να θέσει θέμα ιεροσυλίας).
Όλο αυτό ανεξάρτητα από τις συζητήσεις για την «αυθεντικότητα» των μουσικών μείξεων που επιχειρούν, κάποτε καλές εννοούμενες, αλλά συχνότερα υπό μια μουσειακή αντίληψη της παράδοσης.
Άλλωστε, η πραγματική αυθεντικότητα έχει να κάνει με την αυθεντική έκφραση των βιωμάτων του καλλιτέχνη, του κοινού του, και της εποχής του ― όχι με την πιστή αναπαραγωγή θεμάτων και τεχνικών σε μια εποχή που οι κοινωνικές βάσεις και ο τρόπος ζωής που συνδέθηκαν μαζί τους έχουν εξαφανιστεί.
Αφού «μαράθηκε η λουλουδιασμένη ιτιά, ψήλωσε η κοντούλα λεμονιά, στα Σάλωνα δε σφάζουνε αρνιά και δεν πάει το παπάκι στην Ποταμιά», αλλά και οι νέοι δε γυρνάνε πλέον ως «μάγκες του Βοτανικό» ούτε κοινωνούν το δάκρυ τους «στης πίκρας τα ξερόνησα», θα πρέπει να υπάρξουν και νέοι τρόποι έκφρασης, που όμως δεν μπορούν παρά να εμπεριέχουν και να μεταμορφώνουν τους παλιούς (άλλωστε το τελευταίο είναι ήδη simulacra αριστερόφωνου ρεμπέτικου, αφού γράφτηκε ως απομίμηση του είδους το 1983 για τις ανάγκες της ταινίας Ρεμπέτικο).
Το ροκ (από το ρον ν’ ρολ έως το πανκ, το new wave, και ό,τι αποκαλείται ροκ σήμερα) εξέφρασε μια αστική ζωή υπό το πρίσμα της αγγλοσαξονικής κοινωνίας, η οποία έχει μικρή επαφή με τις ντόπιες εμπειρίες – όχι επειδή δεν έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα, π.χ. αστικής ζωής και νεανικής αποξένωσης, αλλά γιατί οι κοινωνικές σχέσεις, η ψυχολογία, αλλά και η προϊστορία μας είναι διαφορετική από του Αμερικάνου. Γι’ αυτό και το ροκ στην Αγγλία και την Αμερική ήταν για τους περισσότερους λαϊκή μουσική, ενώ εδώ υπήρξε για τους περισσότερους μουσικής φυγής και εναλλακτικής ζωής.
Η δε ηλεκτρονική μουσική, ενώ μάλλον εκφράζει πιστότερα ένα κομμάτι της εμπειρίας της σύγχρονης ζωής και στη χώρα μας, (δεδομένου ότι διαδόθηκε σε μια εποχή περισσότερη παγκόσμια ομογενοποιημένη από ποτέ, ενώ το ροκ οποίο στην Ελλάδα του Λαμπράκη, της Χούντας, ή και της Αλλαγής, ήταν σαν να έρχονταν από άλλη πραγματικότητα), παραμένει παρόλα αυτά ξένη σε ότι αφορά
Ο Brian Eno είπε κάποτε ότι το πρόβλημα με την περισσότερη σύγχρονη δυτική μουσική είναι ότι «δεν έχει αρκετή Αφρική μέσα της» (εννοώντας το στοιχείο του αυθορμητισμού, της σωματικότητας, αλλά και μιας γήινης πνευματικότητας).
Εντελώς αντίστοιχα, θα έλεγα ότι το πρόβλημα της ηλεκτρονικής μουσικής στη χώρα μας είναι ότι δεν έχει αρκετά Βαλκάνια μέσα της ― δεν έχει δηλαδή αρκετούς ταρίφες, αρκετό τσίπουρο, αρκετή προβατίνα, αρκετά τάπερ από τη μαμά, αρκετό διπλοπαρκάρισμα, αρκετή επαρχιακή ασφυξία και αθηναϊκή δηθενιά, αρκετά κυκλαδονήσια, αρκετή ανεργία, αρκετά ακριβά νοίκια, και γενικά αρκετή ελληνική εμπειρία, στη γοητεία και στη μαλακία της.
Και το έντεχνο κύριε;
Ε, αυτό θα το αφήσω ως cliffhanger για το επόμενο κείμενο της σειράς…