του Δημήτρη Σούλτα
Επί έξι συναπτά έτη τα προγράμματα, οι προβλέψεις, οι εξαγγελίες και οι ομιλίες προβλέπουν αυτή τη μεγάλη επιστροφή στην ανάπτυξη, την είσοδο στην νέα εποχή, όπου απαλλαγμένοι από τα βαρίδια του παρελθόντος θα δούμε το μέλλον με χαμόγελα, που μέχρι τώρα έχουμε δει μόνο σε διαφημίσεις οδοντόκρεμας. Επειδή όμως το σενάριο δεν βγαίνει και αντ’ αυτού αυξάνεται ο αριθμός των αποκλεισμένων από την παραγωγή και την κοινωνία, ο αριθμός των μελών της μεσαίας τάξης που εκπίπτουν στην ανέχεια, θα πρέπει να δημιουργηθούν κάποιοι νέοι μύθοι, που θα παράγουν νέες ανησυχίες, όσο κι αν μοιάζουν με ξαναζέσταμα παλαιότερων.
Οι εμπνευστές αυτής της τακτικής αγνοούν βέβαια ότι ένας άνεργος έχει ήδη αρκετά πράγματα για να ανησυχήσει. Επιμένουν να αγνοούν ότι η ζωή του κινείται σε οριακά επίπεδα και μια πτώση του Χρηματιστηρίου επηρεάζει τη ζωή του, όσο και μία άνοδος (που συνέβαινε πριν από μερικούς μήνες). Καθόλου. Η κλίμακα στην οποία ζει δεν χωράει δείκτες, αριθμούς και προβλέψεις. Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν προγραμματίζοντας απλώς την επιβίωση της επόμενης μέρας. Οι ανησυχίες του συστήματος δεν είναι δικές τους. Για την ακρίβεια δεν ήταν ποτέ.
Θα πρέπει όμως να ταυτίζεσαι με τα δράματα του συστήματος. Γιατί όταν θα σκάσει η νέα φούσκα (πάνω σε φούσκες ισορροπεί άλλωστε το σύστημα) εσύ θα πρέπει να είσαι τόσο ανήσυχος και τόσο αγχωμένος, που θα πρέπει να θεωρείς περίπου ως αυτονόητη υποχρέωση σου να πληρώσεις νέες «διασώσεις», με τη δική σου διάσωση να αναβάλλεται κάπου σε ένα νεφελώδες μέλλον, το οποίο ναι μεν παραμένει αστραφτερό, πλην όμως άπιαστο.
Αυτή η τακτική ονομάζεται ρεαλισμός, τον οποίο θα πρέπει να επιδεικνύει κάθε πολίτης που ανησυχεί για τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Και κυρίως να ανησυχεί για όσα δεν τον αφορούν άμεσα, όπως το ύψος της μετοχής της Deutsche Bank. Ο ρεαλισμός της καθημερινότητας όμως έχει άλλα μέτρα. Ρεαλισμός είναι το υπόλοιπο των 2 ευρώ και 40 λεπτών στην τσέπη ενός ανέργου μέχρι το τέλος του μήνα. Το δικό του ιστορικό χαμηλό, η δική του ανησυχία.