Η τελευταία ταινία του Γιώργου Λάνθιμου Η ευνοούμενη (2018) απασχόλησε με έναν καινούργιο τρόπο το κινηματογραφόφιλο κοινό. Το σενάριο δεν ήταν του Ευθύμη Φιλίππου, σταθερού συνεργάτη του Λάνθιμου σε όλες τις τελευταίες ταινίες του από τον Κυνόδοντα (2009) μέχρι τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού (2017), αλλά ένα εγκαταλειμμένο σχέδιο της Βρετανής Deborah Davis, που ανανεώθηκε με τη συνδρομή του Tony McNamara. Στο σημείωμά μας θα δούμε τα ιστορικά γεγονότα που ενέπνευσαν τους συντελεστές της ταινίας και στη συνέχεια ορισμένα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της πρόσληψης από τον Γιώργο Λάνθιμο.

του Διονύση Σκλήρη


Η ιστορική συνάφεια

Το θέμα της ταινίας αφορά στην αγγλική ιστορία, ήτοι τη Βασίλισσα Άννα (1665-1714, βασ. 1702-1714), τελευταία βασίλισσα με την οποία τελειώνει η δυναστεία των Stuart. Ήταν επίσης η βασίλισσα που επί της εποχής της ενώθηκαν τα βασίλεια της Αγγλίας και της Σκοτίας σε ένα ενιαίο βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας, επί του οποίου βασίλευε μαζί με την Ιρλανδία. Ο πατέρας της ήταν ο Ιάκωβος Β΄ (1633-1701, βασ. 1685-1688), ο τελευταίος Ρωμαιοκαθολικός μονάρχης που βασίλευσε στην Αγγλία, εκθρονιζόμενος από τον γαμπρό του, Γουλιέλμο της Οράγγης, που ήταν ο υπέρμαχος των Προτεσταντών και πολέμιος των Ρωμαιοκαθολικών δυνάμεων, όπως του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας. Το γεγονός αυτό γνωστό ως Ένδοξη Επανάσταση (1688), ήτοι η εκθρόνιση ενός Ρωμαιοκαθολικού μονάρχη για χάρη ενός Προτεστάντη, σήμανε την οριστική νίκη του Προτεσταντισμού στην Αγγλία με τον μονάρχη να αναδεικνύεται πλέον ως εγγυητής του, αλλά και το τέλος της απολυταρχικής μοναρχίας και το πέρασμα σε ένα είδος βασιλευόμενου κοινοβουλευτισμού, που χαρακτήρισε έκτοτε την αγγλική πολιτική ζωή. Με τον χαρακτήρα της αυτό, η Ένδοξη Επανάσταση εγκαινιάζει τυπικά τον Αιώνα του Διαφωτισμού που καταλήγει στην άλλη μεγάλη επανάσταση, τη Γαλλική 101 χρόνια μετά (1789). Καθώς ο Γουλιέλμος της Οράγγης δεν απέκτησε παιδιά, άφησε τη βασιλεία στη βασίλισσα Άννα, η οποία ήταν κόρη του εκθρονισμένου Ρωμαιοκαθολικού Ιακώβου, αλλά και κουνιάδα και εξαδέλφη του Προτεστάντη Γουλιέλμου.
 
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Άννας έλαβε χώρα ένας αδυσώπητος πολιτικός αγώνας ανάμεσα στους συντηρητικούς Tories και στους φιλελεύθερους Whigs. Οι Whigs, οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας, περισσότερο φιλελεύθεροι, εμπνεόμενοι από την πολιτική φιλοσοφία του John Locke (1632-1704) και πολέμιοι του Ρωμαιοκαθολικισμού υποστήριζαν τον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1701-1714). Ο μακροχρόνιος αυτός και οιονεί παγκόσμιος πόλεμος, καθώς ενέπλεξε τις αποικίες σε Αμερική και Ασία, είχε ως αφετηρία τη διαδοχή στον Ισπανικό θρόνο που διεκδικείτο από ένα μέλος της δυναστείας των Αψβούργων και ένα μέλος της δυναστείας των Βουρβόνων. Η Ρωμαιοκαθολική Γαλλία, κυβερνώμενη από τους Βουρβόνους, υποστήριζε τον Βουρβόνο υποψήφιο σε συμμαχία με τις Ρωμαιοκαθολικές Βαυαρία και Πορτογαλία. Η Προτεσταντική Αγγλία υποστήριξε τον Αψβούργο σε συμμαχία με την αψβουργική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ολλανδία. Οι Άγγλοι δεν κατόρθωσαν να κερδίσουν τον πόλεμο με την έννοια του να επιβάλουν τον δικό τους εκλεκτό στον θρόνο, ο οποίος περιήλθε έκτοτε στους Βουρβόνους, ωστόσο εξήλθαν από τη σύγκρουση ως η πλέον κραταιά ναυτική δύναμη του κόσμου, έχοντας υποσκελίσει στον ρόλο αυτό τους συμμάχους τους Ολλανδούς. Η αντικατάσταση αυτή συμβαίνει κατ’ εξοχήν στην Ασία που ανοίγει στα αγγλικά συμφέροντα.
 
Στον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής αρχιστράτηγος των αγγλικών δυνάμεων ήταν ο John Churchill (πρόγονος του Winston Churchill), δούκας του Marlborough, ο σύζυγος της Sarah του έργου, ο οποίος με τις νίκες του σε συνεχείς εκστρατείες, αλλά και τη διπλωματική του επιτυχία στην ηγεσία μιας ετερόκλητης συμμαχίας, εξασφάλισε την πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας κατά τον 18ο αιώνα. Ο δούκας του Marlborough ήταν νυμφευμένος με τη Sarah Churchill, δούκισσα του Marlborough, η οποία είχε αναδειχθεί σε κεντρική έμπιστο της βασίλισσας Άννας. Στα χρόνια που η βασίλισσα ήταν υπό την επιρροή της ευνοουμένης της Sarah, κυριαρχούσαν οι Whigs, οι οποίοι ακολουθούσαν μια περισσότερο φιλοπόλεμη πολιτική, που έφερε και τις νίκες και την εμπέδωση της Μεγάλης Βρετανίας ως της πλέον κραταιάς αποικιοκρατικής δυνάμεως. Η βασίλισσα Άννα, όμως, είχε συμπάθειες και με τους Tories, οι οποίες εκδηλώθηκαν περισσότερο προς το τέλος της βασιλείας της. Οι Tories ήταν συντηρητικοί μοναρχικοί και στην προηγούμενη περίοδο ήταν υπέρ του Ιακώβου, του Ρωμαιοκαθολικού πατέρα της βασίλισσας Άννας. Ακολουθούσαν μια λιγότερο φιλοπόλεμη πολιτική. Κατά το τέλος της βασιλείας της Άννας, από το 1710, οι Tories απέσπασαν την εύνοια της βασίλισσας και ο δούκας και η δούκισσα του Marlborough αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν, έχοντας πέσει σε δυσμένεια. Οι Whigs, όμως, επανήλθαν στην εξουσία μετά το τέλος της δυναστείας των Stuart το 1714, με την προώθηση της δυναστείας του Ανοβέρου στον θρόνο.
 
H Sarah Churchill, δούκισσα του Marlborough (1660-1744), ήταν μια δεσπόζουσα φυσιογνωμία στην πολιτική ζωή της Αγγλίας στο τέλος του 17ου και αρχές του 18ου αιώνα. Είχε συνδεθεί στενά με τη μέλλουσα βασίλισσα Άννα από νεαρή ηλικία και ο δεσμός τους συνεχίστηκε με πιστότητα μέσα στις πολλές αλλαγές του τέλους του αιώνα. Όπως φαίνεται και στην ταινία του Λάνθιμου, η Άννα και η Sarah αποκαλούσαν η μία την άλλη με χαϊδευτικά ειρωνικά παρατσούκλια, αντιστοίχως τα Mrs Morley και Mrs Freeman, από τα νιάτα τους, μια συνήθεια που συνεχίστηκε και μετά την ανάρρηση της Άννας στη βασιλεία το 1702. Από τη χρονιά εκείνη η Sarah θα γίνει η πιο ισχυρή και μια από τις πιο πλούσιες γυναίκες στο βασίλειο. Πολιτικά είναι κοντά στους φιλελεύθερους Whigs και τη φιλοπόλεμη πολιτική τους, την οποία διεξάγει στο εξωτερικό με εξαιρετική επιτυχία ο σύζυγός της. Στο εσωτερικό, η βασίλισσα ζητούσε τη συμβουλή της για τα πάντα, από θέματα οικονομικής διαχείρισης μέχρι ζητήματα απονομής ευνοιών και πολιτικής γραμμής. Το αποκορύφωμα ήταν η οικοδόμηση του λεγομένου Παλατιού Blenheim, ενός πολυτελέστατου μπαρόκ οικοδομήματος, που θα γίνει το κέντρο της οικογένειας των Churchill μέχρι και τον 20ο αιώνα (οπότε ανέδειξαν έναν επιφανή εκπρόσωπο στην ηγεσία της αγγλικής πολιτικής). Με το παλάτι αυτό εορτάστηκε η νίκη του Churchill στη μάχη του Blenheim με την οποία σώθηκε η Βιέννη των Αψβούργων από τους Γαλλοβαυαρούς.
 
Υπήρχε, όμως, μία ένταση στη σχέση των δύο γυναικών. Η Sarah είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση στη γνώμη της και ήταν εξουσιαστική επί της βασίλισσας. Θεωρούσε ως προνόμιό της το να είναι ειλικρινής και να της λέει αυτό που αντιλαμβανόταν ως αλήθεια, σαν να είναι ακόμη στα εφηβικά τους χρόνια, αδιαφορώντας για τη βασιλική ιδιότητα της φίλης της και τη διαφορά από τη δική της υποτελή θέση. Επιπλέον, υποστήριζε τους Whigs, έχοντας στενή πολιτική σχέση με τον Λόρδο Godolphin, όπως βλέπουμε και στην ταινία. Όμως ο φιλελευθερισμός των Whigs δεν ήταν αρεστός στη βασίλισσα Άννα, που προτιμούσε μια πιο παραδοσιαρχική αντίληψη για τη βασιλεία. Κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας της, η Άννα είχε αφεθεί να επηρεάζεται από κυρίαρχες πολιτικές μορφές των Whigs, χωρίς η συμπάθεια αυτή να είναι βαθιά. Σε αυτή τη συνάφεια έρχεται στην αυλή η Abigail Hill, φτωχή εξάδελφη της Sarah, και, με μεσολάβηση της τελευταίας, δουλεύει στο παλάτι. Οι δύο γυναίκες έχουν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Η Sarah είναι δεσποτική και ειλικρινής,  κερδίζοντας τους ανθρώπους με το πνεύμα της, το wit, που έχει μεγάλη αξία στην Αγγλία του εμπειρισμού και του Διαφωτισμού, και χάνοντάς τους με την ασυμβίβαστη ισχυρογνωμοσύνη της. Η Abigail είναι γλυκομίλητη, ευέλικτη, κόλακας και με καλό ένστικτο πότε πρέπει να κρύβεται από το παρασκήνιο και να λειτουργεί με ύπουλες μεθόδους. Συντάσσεται με τους φιλειρηνικούς Tories που τονίζουν την αξία της θρησκείας, λόγω και της μακρινής της συγγένειας με τον πολιτικό τους ηγέτη Robert Harley. Σταδιακά οι δύο γυναίκες θα γίνουν οι δίαυλοι της επιρροής των δύο διαφορετικών κομμάτων στη βασίλισσα, των φιλοπόλεμων φιλελεύθερων Whigs η Sarah και των φιλειρηνικών φιλεκκλησιαστικών η Abigail.
 
H Sarah θα απαιτήσει επιμόνως την απόλυση της Abigail. Η βασίλισσα θα την υπερασπιστεί με πάθος, όπως, κατά τραγική ειρωνεία, είχε αντιστοίχως υπερασπιστεί προηγουμένως με πάθος τη Sarah στη δεκαετία του 1690, όταν η τελευταία ήταν αντιπαθής στο οικογενειακό της περιβάλλον. Η βασίλισσα Άννα προτιμά την Abigail, αλλά θεωρεί σωστό να διατηρεί στενή σχέση και με τη Sarah, ώστε να μην αποξενωθεί ο νικητής αρχιστράτηγος σύζυγός της John Churchill. Η Abigail πάντως θα κατορθώσει να ισχυροποιήσει τη θέση της με το να παντρευτεί τον ευγενή Samuel Masham, που ανήλθε στην τιμή του Βαρόνου, όλα αυτά εν αγνοία της Sarah. Η υποψία ότι η βασίλισσα Άννα διατηρούσε ερωτική σχέση με την Abigail ήταν μια φήμη που διέσπειρε η Sarah, προκειμένου να εξηγήσει την παθιασμένη υποστήριξή της, αν και είχε και η ίδια απολαύσει μια παρόμοια υπεράσπιση στο παρελθόν. Τελικά, καθώς ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε ήδη κρατήσει υπερβολικά πολύ και οι φιλειρηνικές φωνές κέρδιζαν έδαφος, οι Marlborough έπεσαν οριστικά σε δυσμένεια και αναγκάστηκαν μετά από μια μάλλον χαλκευμένη κατηγορία για υπεξαίρεση να αυτοεξοριστούν. Κατέφυγαν στις γερμανικές αυλές, όπου γνώρισαν πληθώρα τιμών λόγω των νικών του Marlborough ενάντια στους Βουρβόνους της Γαλλίας. Κατά τον θάνατο της βασίλισσας Άννας το 1714, απαγορευόταν λόγω Πράξεως του 1701 να τη διαδεχθεί Ρωμαιοκαθολικός μονάρχης και έτσι η βασιλεία πέρασε σε έναν πάρα πολύ μακρινό συγγενή της, που εγκαινίασε τη δυναστεία του Ανοβέρου. Οι Whigs, που ήταν περισσότερο φιλικοί προς τους Προτεστάντες, απέκτησαν πλήρη κυριαρχία και έφτασαν στο απόγειό τους με τη νέα δυναστεία και οι Marlborough επέστρεψαν αμέσως μετά τον θάνατο της βασίλισσας Άννας στην Αγγλία και απήλαυσαν εκ νέου δόξες, τιμές και εξουσία, κάτι που δεν φαίνεται στην ταινία.
 
Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1722, η Sarah ήταν ένας από τους πλουσιότερους υπηκόους του Βασιλείου, μία εξαιρετικά ικανή επιχειρηματίας, αλλά έπεσε εκ νέου σε δυσμένεια λόγω της σύγκρουσής της με τον ισχυρό άνδρα της εποχής Robert Walpole (1676-1745). Κατόρθωσε, όμως, να εμπεδώσει την ισχύ της οικογένειάς της και μεταξύ των διασήμων απογόνων της συγκαταλέγονται εκτός του Winston Churchill και η Λαίδη Diana Spencer και οι σημερινοί διάδοχοι του βασιλικού στέμματος William και Harry. H Abigail Masham από την άλλη αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή μετά τον θάνατο της βασίλισσας Άννας το 1714. H Sarah όχι μόνο νίκησε, αλλά έκανε και αυτό που κάνουν όλοι οι νικητές: Έγραψε την Ιστορία, ήτοι τα απομνημονεύματά της, όπου σκιαγραφεί ένα όχι και τόσο κολακευτικό πορτρέτο των άλλων δύο γυναικών του τριγώνου, και που αποτελούν τη μοναδική πηγή μας για τις οικειότερες πτυχές της μεταξύ τους σχέσης.
 
 

Η οπτική του Γιώργου Λάνθιμου

 
Τα απομνημονεύματα της Sarah Churchill δεν είναι η μοναδική εξιστόρηση των γεγονότων. Το 1840, ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Eugène Scribe έγραψε το θεατρικό έργο Ένα Ποτήρι Νερό (Le verre deau) στην οποία παρουσιάζει τα γεγονότα από μία ολιστική γεωπολιτική και συναισθηματική/ερωτική σκοπιά, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει όχι το τρίγωνο των τριών γυναικών, αλλά το υποτιθέμενο τρίγωνο του Βαρόνου Masham με την Abigail και τη Sarah ως μέρος ευρύτερων πολιτικών διλημμάτων. Το θεατρικό έργο γνώρισε πολλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές.
 
Ο Γιώργος Λάνθιμος δίνει μια αφαιρετική εκδοχή των παραπάνω γεγονότων. Ζήτησε από τον Tony McNamara να επικαιροποιήσει ένα παλιό σενάριο της Deborah Davis από τη δεκαετία του 1990, με το ζητούμενο η ταινία να έχει μια καθολικότητα, να αφορά στην εξουσία εν γένει, να μπορούμε να αισθανθούμε ότι είναι κάτι που μας αφορά στο σήμερα σε σχέση με σύγχρονες σχέσεις εξουσίας. Διατήρησε τα μοντερνιστικά στοιχεία του παραλόγου που αγαπήσαμε στις weird wave ταινίες του. Συμβάλλει σε αυτό η φωτογραφία του Robbie Ryan, ο οποίος χρησιμοποιεί ενίοτε ευρυγώνιους φακούς για να αποδώσει τον χώρο εξουσίας του παλατιού ως έναν ρευστό κόσμο ονείρου που μετετράπη σε εφιάλτη. To παλάτι είναι ένας κλειστός χώρος εξουσίας, ακριβώς όπως και το σπίτι στον Κυνόδοντα. Μπορεί να λαμβάνονται εδώ οι αποφάσεις που καθορίζουν το μέλλον του βασιλείου ή και ενός μεγάλου μέρους του πλανήτη, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα μία αίσθηση αποκοπής ως προς την εξωτερικότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι η μόνη σκηνή που έχουμε κάποια τρυφερότητα ανάμεσα στην Abigail και τον εραστή της, Masham, είναι όταν βρίσκονται στη φύση μακριά από την επιτήδευση του παλατιού. Ο Λάνθιμος ακολουθεί και εδώ αυστηρές πνευματικές γεωγραφίες, όπως και στον Αστακό,  με τους λίγους εναλλακτικούς χώρους στο παλάτι να περιορίζονται στο δάσος και τον οίκο ανοχής. Στην ταινία συμβάλλει επίσης η Αργεντινή χορογράφος Constanza Macras, η οποία μας χάρισε μερικές σκηνές γκροτέσκου σύγχρονου χορού, που δεν θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα τον 18ο αιώνα. Εφόσον, όμως, το σουρεαλιστικό στοιχείο του αναχρονισμού δίνεται με πολύ φυσικότητα από τους ηθοποιούς και υποστηρίζεται εικαστικά από τη γενική στιβαρότητα της ταινίας, δημιουργείται μια συνενοχή του θεατή, που υπακούει στη μαεστρία του σκηνοθέτη, γιατί καταλαβαίνει ότι θα δει κάτι που τον αφορά στο σήμερα. Το μπαρόκ εκβάλλει στο weird και το queer, πλάθοντας μία ενιαία μπαροκουήρ αισθητική απολύτως πειστική λόγω μιας καφκικής εμμονής στην κυριολεκτική τήρηση του σουρεαλισμού. Η καλλιτεχνική τελειότητα ενός Stanley Kubrick συνυπάρχει με την απόκοσμη ειρωνεία ενός David Lynch. Σε ένα επίπεδο που δεν ξέρουμε αν έχουμε μια αυτιστική επικέντρωση στην κυριολεξία που καταργεί το χιούμορ ή, αντιστρόφως, ένα αυτιστικό υπερ-χιούμορ, όπου η εστίαση στην κυριολεξία εν μέσω σουρεαλισμού εντείνει τις παραδοξότητες που προκαλούν το μελαγχολικό βαθύ γέλιο του θεατή.  
 
Υπάρχει μια συνεχής μπρεχτική αποστασιοποίηση στο έργο. Από τη μια έχουμε ιστορική αναπαράσταση μιας εποχής, με μια χορεία υπέροχων κοστουμιών και σκηνικών και με μουσική των Johann Sebastian Bach, Georg Friedrich Händel, Henry Purcell, Antonio Vivaldi, Wilhelm Friedemann Bach. Έχουμε ένα είδος εντρύφησης σε πνευματώδεις οιονεί σαιξπηρικές αντιλαβές που δίνουν έμφαση στη διάσταση ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που υπονοείται. Από την άλλη, υπάρχει μία συνεχής παρεμβολή αφύσικων σκηνών με γκροτέσκο εφέ, οι οποίες τρόπον τινά διαρκώς «κλωτσάνε» τον θεατή έξω από μία ταύτιση με την ιστορική αναπαράσταση. Ενίοτε ο Λάνθιμος είναι σαδιστικός με τους θεατές του ως άλλος Lars von Trier ή Michael Haneke, όμως ταυτόχρονα ξέρει να τον αποζημιώνει με σκηνές υψηλής αισθητικής ευφραντικής. Η μπρεχτική αποστασιοποίηση επιτυγχάνει να άρει τον θεατή από την ψευδαίσθηση ότι βλέπει απλώς μια ιστορική πραγματικότητα και να τον ανάγει στη θεώρηση μιας καθολικότερης αλήθειας της εξουσίας που μας ενδιαφέρει καθ’ εαυτήν και όχι στις περιστασιακές της ενδεχομενικότητες. Στη μουσική της ταινίας, εξάλλου, το μπαρόκ συνυπάρχει με τη σύγχρονη πρωτοπορία της Antonia Meredith και με τον Elton John.
 
Αποστασιοποιούμενος από ιστορικές περιστατικότητες, ο Λάνθιμος σμιλεύει ένα σύγχρονο σαιξπηρικό δράμα, μία νέα εκδοχή του Βασιλιά Ληρ. Ενώ η ιστορία περιέχει το αρκετά κοινότοπο θέμα του να αντικαθίσταται μία ευνοούμενη από μια άλλη, ο Λάνθιμος αναδεικνύει τη σκληρότητα αυτής της μπαναλιτέ της εξουσίας, για να παραφράσουμε την Arendt. Ενώ και οι δύο ευνοούμενες έχουν προσεγγίσει τη βασίλισσα, αυτή θα επιλέξει μονοτρόπως την πιο υποκρίτρια, όπως ο βασιλιάς Ληρ αποπέμπει την Κορδέλια. Η Σάρα παρουσιάζεται να έχει μια πιο αυθεντική σχέση με τη βασίλισσα, την οποία αυτή θα απορρίψει για να εντρυφήσει στην πλήρη υποκρισία. Εντούτοις, η ταινία δεν μας δείχνει μονόπλευρους ολοκληρωτικούς εξουσιαστές και αυτό είναι που την καθιστά ανθρώπινη και υπαρξιακώς ενδιαφέρουσα, καθώς μας δείχνει τα ελλείμματα που προϋποτίθενται στην αναζήτηση εξουσίας. H βασίλισσα Άννα φανερώνεται φαγωμένη από την αρρώστια. Έχει χάσει δεκαεπτά παιδιά που προσπαθεί να υποκαταστήσει με τη ζωοφιλία κουνελιών. Η δυναστεία παραπαίει και βρίσκεται πιθανότατα στο τέλος της, οπότε έχουμε να κάνουμε με «καταραμένους», αντίστοιχους με αυτούς του Luchino Visconti. Η βασίλισσα δεν μπορεί να αφήσει διάδοχο στον θρόνο και ζούμε τις τελευταίες μέρες αεργίας μιας καταρρέουσας δυναστείας. Η Abigail είναι συνεχώς υπό την απειλή να ξαναγυρίσει στον δρόμο σε μια ζωή εσχάτης ένδειας. Θα αναγκαστεί να κλιμακώσει την επιθετικότητά της, γιατί απλά δεν έχει άλλη επιλογή. Όπως ακριβώς στη διαλεκτική του Εγέλου, η ισχύς της είναι η σκλαβιά της, το ότι ξεκινάει ως δούλη και δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει, οπότε είναι έτοιμη να ριψοκινδυνεύσει τα πάντα. Η εξουσία, λοιπόν, αρχίζει από την ένδεια, από τη σπάνη. Ή αρχίζει από τη διάθεση για αναπλήρωση και υποκατάσταση για απωλεσθείσες αγαπητικές σχέσεις.
 
Ταυτοχρόνως, όμως, η οδύνη της βασίλισσας της δίνει μερικές σπάνιες στιγμές διόρασης εν μέσω του γενικευμένου ψεύδους της εξουσιαστικής συνθήκης. Σε κάποιες στιγμές μεταιχμίου μεταξύ εγρήγορσης και ύπνωσης, το βύθισμα στην οδύνη, την παρακμή και τη γειτνίαση του θανάτου χαρίζει στη βασίλισσα θεάσεις sub specie mortis. Στο τέλος, έχουμε μία σκηνή, όπου η νικήτρια Abigail διαβάζει και ένα λαγουδάκι βρίσκεται κάτω από τα πόδια της. Η ενοχλημένη Abigail πατάει το λαγουδάκι που κρώζει τρομαγμένο και ειδοποιεί έτσι τη Βασίλισσα, η οποία συνειδητοποιεί ότι η Abigail είναι μια υποκρίτρια που δεν έχει πραγματική αγάπη και ενσυναίσθηση για αυτήν, όπως ίσως είχε η Sarah. Η σκηνή αυτή θα μπορούσε να συγκριθεί με ανάλογη, όπου η Abigail κάνει μασάζ στο πονεμένο πόδι της βασίλισσας Άννας και αυτή μπορεί επίσης να την πατήσει. Τελικά, είναι επισφαλής η θέση της ευνοούμενης, αλλά και το μέλλον της εξουσίας που αντιπροσωπεύουν τα πολλά λαγουδάκια- χαμένα παιδιά. Το τέλος μοιάζει με μυθιστόρημα του Michel Houellebecq, ιδίως του Ο χάρτης και η επικράτεια. Τα λαγουδάκια πληθαίνουν, σαν να είναι το απωθημένο Πραγματικό του θανάτου των παιδιών, που υπερισχύει επί του συμβολικού των εξουσιαστικών θεσμών της βασιλείας. Τα λαγουδάκια που πληθαίνουν θα μπορούσε να είναι η φύση, που υπερισχύει έναντι του λόγου, όπως στον Houellebecq, ή μια αόριστη δημοκρατική πλέμπα που απειλεί την παραδοσιαρχική δυναστεία ή ο θάνατος που επιστρέφει και νικάει τη ζωή, καθώς οι μέρες της βασίλισσας είναι μετρημένες. Είναι, όμως, ένας θάνατος που έρχεται με μια εσχατολογική αποκάλυψη της αλήθειας για την έλλειψη αγάπης από την Abigail, όπως θα ήθελε μια σαιξπηρική τραγωδία.
 
Η αρετή της Ευνοούμενης είναι εντέλει, ως προς την πλοκή τουλάχιστον, μια αρετή που δεν είχαν προηγούμενες ταινίες του Λάνθιμου: η ωριμότητα της επικέντρωσης σε απλές και εύληπτες αλήθειες, όπως μια βαθιά αλλά και μινιμαλιστική ανατόμηση της εξουσίας στη σχέση της με την ένδεια, την αγάπη και την υπεραναπλήρωση. Αλήθειες απλές, αλλά και υποστηριζόμενες από μια άνετη μαεστρία στην εκδίπλωση μιας συμφωνίας πολλών συνεργατών