Ζωγραφικό: Μεικτή τεχνική, λάδι σε χαρτί και ηλεκτρονικη επεξεργασία 20×15 εκ. του Γιώργου Μικάλεφ

Τα έργα του Μπρεχτ έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες και παραμένουν πάντα επίκαιρα. Τα βασικότερα θέματα που θίγουν άλλωστε, ο πόλεμος και η ανθρώπινη εκμετάλλευση, δεν έχουν σταματήσει.

Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο πατέρας του ήταν καθολικός και διευθυντής εταιρίας χάρτου και η μητέρα του προτεστάντισσα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του μεγάλου δραματουργού κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων, το 1914 στο περιοδικό του σχολείου του και σε τοπική εφημερίδα. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μπρεχτ σε ηλικία 19 ετών εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου παρακολουθώντας μαθήματα Ιατρικής, αλλά και ορισμένα σεμινάρια θεάτρου. Κατά την διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, επέστρεψε στο Άουγκσμπουργκ και υπηρέτησε στο στρατό ως νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Το 1921 γύρισε για να συνεχίσει τις σπουδές του που τελικά εγκατέλειψε. Ήδη από το 1918 ο νεαρός Μπρεχτ ήρθε σε επαφή με την ιδεολογία του Κομμουνισμού.

Ένα χρόνο αργότερα εισχώρησε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό κόμμα (USPD) και αρθρογραφούσε στη φιλική, προς την Αριστερά εφημερίδα, Die Augsburger. Η φήμη του ως συγγραφέας άρχισε σταδιακά να μεγαλώνει και το 1922 του απονεμήθηκε το βραβείο Κλάιστ για το θεατρικό έργο «Ταμπούρλα Μες την Νύχτα/ Trommeln in der Nacht». Έγινε βοηθός σκηνοθέτη για τον Μαχ Ράινχαρντ και το Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου, όπου ήρθε σε επαφή με ενδιαφέρουσες και αντισυμβατικές προσωπικότητες και παράλληλα φοίτησε και στην Μαρξιστική Εργατική Σχολή.  «Ήμουν είκοσι ετών όταν είδα τη λάμψη της μεγάλης πυρκαγιάς της Ρώσικης Επανάστασης» αναφέρει σχετικά.

Το 1927 αποτελεί σημαντική χρονιά για την πολιτική διάπλαση του δραματουργού, καθώς ο Μπρεχτ ξεκίνησε να μελετά το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ και μέχρι το 1929 είχε υιοθετήσει πλήρως την κομμουνιστική ιδεολογία. Μια ιδεολογία που φάνηκε καθαρά μέσα στα έργα του, όπου η εργατική τάξη είχε τον πρώτο λόγο και η κεφαλαιοκρατία αντιμετωπίστηκε ως εμπόδιο με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί το εργατικό κίνημα όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση.

«Τραγουδήστε ακόμα ένα τραγούδι και σκεφτείτε
Το αφεντικό έχει δέσει τη δεκάρα του σ’ ένα σκοινί
Και τη συνοδεύει όπως ένα σκύλο
Ώστε να μην μπορεί να του ξεφύγει.
Τραγουδήστε δυνατά!
Και τολμά να δείχνει στους γείτονές του πως δεν είναι τσιγκούνης»

Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό «Η Λέξη» (Das Wort). Στις ΗΠΑ δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς. Πολλά ποιήματα του κάνουν ευθεία αναφορά στη ναζιστική φρίκη.

«Ο αδερφός μου είναι κατακτητής
Το έθνος μας έχει έλλειψη σε χώρο
Και αιτία για να βρούμε και έδαφος να κατακτήσουμε
Είναι για μας ένα παλιό όνειρο
Ο χώρος, τον οποίο ο αδερφός μου κατέκτησε […] Έχει μήκος 1,80 μ.
Και βάθος 1,50 μ.»

Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: “Η Ζωή του Γαλιλαίου” (1937-39), “Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της” (1936-39), “Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν” (1935-41), “Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι” (1940), “Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι” (1941), “Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ” (1940-43), “Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο” (1942-43) και “Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία” (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο “Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής”, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Παράλληλα, το έργο του χαρακτηρίζεται από σφοδρή ενταντίωση στον πόλεμο και τον μιλιταρισμό.

«Αυτοί οι τρεις στρατιώτες
μπλέχτηκαν στον παγκόσμιο πόλεμο,
χωρίς να ρωτηθούν, αν θέλουν.
Στην πραγματικότητα δεν είχαν ιδέα, τι ακριβώς έκαναν εκεί!
Μόλις πέρασε ο τρίτος χρόνος
κατάλαβαν
ότι ήταν ένας πόλεμος των πλουσίων
κι ότι μόνο οι πλούσιοι οδηγούσαν τον πόλεμο αυτό,
ώστε οι πλούσιοι να γίνουν ακόμα πλουσιότεροι.»

Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική.

Το ίδιο έτος ίδρυσε το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, ένα γερμανικό θέατρο. Στο θέατρο του ανέβηκαν πολλά  έργα όπου μέσω της σκηνοθεσίας, ο Μπρεχτ προώθησε μια διαφορετική προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή δημιούργησε ένα διαφορετικό είδος θεάτρου, που ονομάστηκε «επικό θέατρο» και άνθισε κατά τα τέλη κυρίως του 20ου αιώνα. Ο Μπρεχτ πίστευε πως το κοινό χρειάζεται ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει ότι παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση που μπορεί να αντανακλά θέματα της πραγματικότητας, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα.

Με πληροφορίες από mixanitouxronou.gr, wikipedia