του Κωνσταντίνου Πουλή
Εξηγεί, μετά, την ικανοποίηση που αντλεί το κοινό από αυτή την επίδειξη: «Μέσα τους είναι κενοί, κι εγώ τους κάνω να αισθάνονται ότι κάτι κινείται ακόμα. Άλλωστε γι’ αυτό πληρώνομαι. Μπορεί έστω ένας, όταν γυρίσει σπίτι του να με θυμάται ακόμα. “Εκείνος με το μαχαίρι, πανάθεμά τονε, ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Εγώ μια ζωή τρέμω” μπορεί να σκεφτεί. Και να ξέρεις, όλοι φοβούνται, ούτε στιγμή δεν παύουν να φοβούνται».
Ο φόβος φυλάει τα έρημα, όπως λένε, ή αλλιώς: οι αισιόδοξοι Εβραίοι κατέληξαν στο Άουσβιτς, οι απαισιόδοξοι στη Νέα Υόρκη.
Όλα τα χρόνια της κρίσης, η κεντρική στρατηγική υπεράσπισης του status quo λέει ένα πράγμα: το άνοιγμα της ψαλίδας, η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων, η εκποίηση των δημόσιων αγαθών και της δημόσιας περιουσίας είναι συγκριτικά ασήμαντες δυσκολίες, διότι η εναλλακτική εκδοχή είναι πραγματικός αρμαγεδόνας. Όλα αυτά, που συνιστούν την κλασική εκφοβιστική τακτική με την οποία οι θιγόμενοι σκύβουν πειθήνια το κεφάλι, απέκτησαν ολοκαίνουργιο ενδιαφέρον με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Ενώ το προεκλογικό σποτάκι της ΝΔ είχε καταγγελθεί ως κινδυνολογικό, μετά η ελληνική κοινωνία έφτασε «στο χείλος της καταστροφής». Η εικόνα αυτή είναι πολύ εύγλωττη: λέει ότι υπάρχει μια κανονικότητα, που περιλαμβάνει βεβαίως την πτώση του βιοτικού επιπέδου, την εκτίναξη της ανεργίας κοκ, όμως αυτά θα ακολουθούνταν σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ από μια πραγματική καταστροφή, χωρίς βενζίνη, φάρμακα και τράπεζες, με εκρήξεις βίας και ταραχές. Σε αυτή την προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και Αποκάλυψης, τώρα έχει προσχωρήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που εξηγεί πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την υπογραφή μνημονίου. Δηλαδή αυτά που καταγγέλλονταν ως κινδυνολογικά σενάρια, αναγνωρίζονται τώρα ως πραγματικοί κίνδυνοι. Πέντε χρόνια αντιπολίτευσης διαγράφονται ως νεανική παραξενιά και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει σα να μην υπήρξαν ποτέ, απαγγέλλοντας με άνεση τα μέχρι πρότινος επιχειρήματα των αντιπάλων του.
Το κακό είναι ότι το εμπόριο του φόβου είναι ένα πεδίο στο οποίο πάντοτε βγαίνει νικήτρια η δεξιά, διότι πολύ ευκολότερα ο φόβος θα οδηγήσει είτε σε αυταρχικές λύσεις, όπου «η καπνισμένη κάννη προλαβαίνει το πυρηνικό μανιτάρι», όπως είπε η Κοντολίζα Ράις, είτε σε ατομικές λύσεις, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, το εμπόριο πυρηνικών καταφυγίων υψηλών προδιαγραφών που ανθεί στα Βραχώδη Όρη, όπου έχουν προμηθευτεί καταφύγια ο Τσένι και ο Ράμσφελντ. (Η αρχική διαπίστωση της παραγράφου και τα δύο παραδείγματα προέρχονται από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Καταστροφολογία, Η εσχατολογική πολιτική της κατάρρευσης και της αναγέννησης, συλλογικό έργο, εκδ. φάλαινα).
Αν πιστεύουμε ότι όλα αυτά δεν συνιστούν κινδυνολογία, πρέπει να αντιμετωπιστούν με ψύχραιμη επιχειρηματολογία. Να καταδειχθεί δηλαδή προσεκτικά και αναλυτικά ότι ο ευρωφετιχισμός είναι όργανο επιβολής της ανισότητας. Αν πάλι πιστεύουμε ότι όντως έτσι θα γίνει, πως εκτός ευρώ βουτάει κανείς χωρίς αλεξίπτωτο, ας σωπάσουμε και ας υποστηρίξουμε τα μνημόνια με εθνική ομοψυχία.
Αυτό που δεν θα ήθελα όμως να δω να συμβαίνει και πάλι είναι, υπό το καθεστώς του φόβου, να συνεχιστεί η κοροϊδία. Τι θεωρώ πως συνιστά κοροϊδία στη συγκεκριμένη συγκυρία; Η πρώτη παραπλανητική προσέγγιση εκφράζεται νομίζω από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Οι ανήθικες και ανούσιες επιθέσεις που διατυπώνονται εις βάρος της δεν έχουν βρει τον χρόνο να θίξουν το μόνο πολιτικό ζήτημα: το να λέμε ότι θα πάμε στον Σόιμπλε και θα του πούμε ότι το χρέος είναι επονείδιστο και δεν το πληρώνουμε είναι μία ακόμη φαντασίωση εύκολης λύσης. Η Κωνσταντοπούλου φροντίζει να προσπερνά αυτά που φοβίζουν το κοινό της, αποσιωπώντας τις συνέπειες όσων υποστηρίζει. Μίλησε στη Βουλή για τις αυτοκτονίες, για τα παιδιά που πέθαναν επειδή ζεσταίνονταν με μαγκάλι, είπε δηλαδή όσα θα έλεγαν οι σύντροφοί της μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, και δεν απάντησε τι θα έπρεπε να κάνουμε. Θα πούμε ότι το χρέος είναι επονείδιστο, λες και αυτό θα αρκούσε. Για μια ακόμη φορά, κάνει αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ: προσπερνά τα δύσκολα και υπαινίσσεται ότι υπάρχει αναίμακτη διέξοδος. Το ίδιο πιστεύω ότι ισχύει και για τον Γιάνη Βαρουφάκη, άλλον στόχο ανόητων επιθέσεων. Η ιδέα ότι δεν εξαντλήθηκε η διαπραγματευτική στρατηγική μας, ότι οι δανειστές θα είχαν νικηθεί αν είχαμε επιμείνει, σημαίνει και πάλι ότι λειτουργούμε καθησυχαστικά. Όταν λέει ότι εκείνος «θα είχε πατήσει το κουμπί», θα είχε ενεργοποιήσει τη λύση δηλαδή που κατήγγελλε όλα αυτά τα χρόνια, θα πρέπει να μας εξηγήσει ακριβώς τι σημαίνει αυτό. Πολιτεύτηκε όμως μέχρι τώρα υποσχόμενος ότι η λύση θα ερχόταν χωρίς ρήξη. Οι δυσκολίες που ο Λαπαβίτσας έχει παρουσιάσει (επίσης όμως με τρομοκρατημένη αυτοσυγκράτηση) περίπου αποσιωπώνται. Το αποτέλεσμα είναι πως σε κάθε καθησυχαστικό σενάριο απλώς ετοιμάζουμε τη μελλοντική μας κωλοτούμπα.
Ας είναι αυτό το κέρδος μας από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ: να μπορούμε να εντοπίζουμε πότε κάποιος χτυπάει φιλικά στην πλάτη τους πολίτες και τους λέει αυτά που θέλουν να ακούσουν και πότε όχι. Να αντιλαμβανόμαστε προκαταβολικά ποιες από αυτές τις απόψεις θα καταρρεύσουν στις πρώτες δυσκολίες.
Σε ένα ωραίο κείμενό του ο Αυγουστίνος Ζενάκος σχολίαζε την πρωθυπουργική αποστροφή για την Αντιγόνη, επιμένοντας στο θάρρος της, το θάρρος που δεν επέδειξε ο πρωθυπουργός μας. Θα ήθελα να επεκτείνω αυτή την αναλογία. Το να ταυτίζεται ο πρωθυπουργός με την Ισμήνη, την άτολμη αδερφή της Αντιγόνης, δεν είναι υποτιμητικό: σε έξι από τις επτά τραγωδίες του Σοφοκλή (μόνη εξαίρεση οι Τραχίνιες), δίπλα στον κεντρικό ήρωα υπάρχει κάποιος που του συνιστά να τα παρατήσει και να μην επιμείνει μέχρι τέλους. Η Χρυσόθεμις, η Ιοκάστη, ο Νεοπτόλεμος, η Ισμήνη κα. Από όλους αυτούς, η Ισμήνη είναι η μόνη που εμφανίζει μια μεταστροφή: μέσα στο σταθερό σύμπαν της τραγωδίας, είναι η μόνη που αλλάζει χαρακτήρα: απαιτεί στο τέλος να αναλάβει μέρος της ευθύνης για την ταφή του Πολυνείκη, αν της το επιτρέψει η Αντιγόνη. Το κάνει μάλιστα με παρρησία κι εκείνη, ενώπιον του τυράννου.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι το θάρρος (μπορεί να) είναι κολλητικό. Για κάθε άνθρωπο που δεν μασάει τα λόγια του, που κοιτάζει κατάματα τους συνομιλητές του και αναλαμβάνει το ρίσκο να πει αυτό που ξέρει και αυτό που πιστεύει, υπάρχει περίπτωση κάποιος να πάει σπίτι του και να θυμηθεί αυτόν που πέταξε το μαχαίρι χωρίς να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Να αποκτήσει δηλαδή η χειρονομία του ενός τη μορφή της «παραδειγματικής πράξης», που εμπνέει περισσότερους ανθρώπους. Όχι με τη μορφή της οφθαλμολαγνείας του φόβου, όπως συμβαίνει στο τσίρκο, αλλά με τη μορφή του προτρεπτικού παραδείγματος. Κάθε φορά που κάποιος αντιμετωπίζει με θάρρος το κόστος των επιλογών του, πολλοί περισσότεροι ανακαλύπτουν ότι υπάρχει μπόι που ξεκινάει πάνω από το κεφάλι, ότι πόσο αντέχουμε και πόσο τολμούμε δεν είναι ποτέ δεδομένο εξ αρχής. Αλλιώς, αν το όριο του 60ευρου ήταν το τέλος της αντιμνημονιακής συζήτησης, είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Θα πρέπει να συζητήσουμε χωρίς να αποφεύγουμε τα δύσκολα. Διαφορετικά, κάθε φόβος προετοιμάζει μια ακόμη κωλοτούμπα, και αυτή τη φορά θα υπάρχουν ακόμη λιγότεροι λόγοι για να πει κανείς ότι δεν το περίμενε. Ζούμε σε συνθήκες πολύ ισχυρής σύγκρουσης, όπου δεν υπάρχει καμία λύση που να μην περιέχει ένα ισχυρότατο κομμάτι διακινδύνευσης, ρίσκου. Και το ρίσκο απαιτεί θάρρος. Όποιος δεν έχει θάρρος, απλώς κάνει ό,τι του λένε. Δυστυχώς, πρέπει να διαλέξουμε. Όσο και καταπραϋντική και αν είναι ψυχολογικά η λογική των μονοδρόμων, τελικά σε ό,τι και αν γίνει θα μας βαραίνει η επιλογή για όσα κάναμε ή δεν κάναμε.