της Ειρήνης Κοσμά
Παρά τη χαμηλή της δημοτικότητα, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ επιδιώκει να ολοκληρώσει τη δουλειά που άφησε στη μέση η δεξιά του Νικολά Σαρκοζί πριν από δέκα χρόνια. Ήταν τότε η πίεση από τις μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις που μπλόκαρε τον κυβερνητικό σχεδιασμό για σαρωτικές αλλαγές στα εργασιακά.
Αυτό, η σημερινή πολιτική ηγεσία δεν είναι εύκολο να το ξεχάσει, καθώς ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο κύμα αμφισβήτησης της τελευταίας περιόδου. Η άτυπη «ανακωχή» με τους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους, μετά τις αιματηρές επιθέσεις του περασμένου Νοεμβρίου στο Παρίσι, μπορεί και επίσημα πλέον, να θεωρείται παρελθόν.
Η 24ωρη απεργία της Τετάρτης και οι κινητοποιήσεις στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας κατά του σχεδίου, δείχνουν ότι η επιχειρηματολογία της υπουργού Εργασίας, Μιριάμ Ελ Κομρί, η οποία υποστηρίζει ότι η «μεταρρύθμιση» θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, που ξεπερνά το 10%, δεν πείθει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έκβαση του μπρα-ντε-φερ κυβέρνησης και εργαζομένων έχει κριθεί, με δεδομένη τη διάσπαση στο μέτωπο των συνδικάτων.
Συνδικάτα, φοιτητές και μαθητές
Ένα τμήμα της συνδικαλιστικής ηγεσίας διαμαρτύρεται για επιμέρους ζητήματα, χωρίς να αμφισβητεί το σχέδιο στο σύνολό του, τη στιγμή που οι πιο ριζοσπάστες κάνουν λόγο για casus belli και διοργανώνουν νέες κινητοποιήσεις, αρχής γενομένης από την επόμενη Πέμπτη, 17 Μαρτίου.
Στο πλευρό των εργαζομένων στέκονται φοιτητές και μαθητές που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, ενώ, υπό κατάληψη τελούν πάνω από 100 σχολεία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Την ίδια στιγμή, το 70% των πολιτών αντιτίθεται στο κυβερνητικό σχέδιο, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, ενώ το ψήφισμα κατά των μεταρρυθμίσεων έχουν υπογράψει πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες.
Δεξιά διολίσθηση
Ενόψει των εκλογών το 2017, η σοσιαλιστική κυβέρνηση δεν θα ήθελε μετωπική σύγκρουση με την κοινωνική πλειοψηφία. Μέχρι σήμερα, η διολίσθηση σε συντηρητικές δεξιές έως και ακροδεξιές πρακτικές, στους τομείς των δικαιωμάτων και στην αντιμετώπιση των μεταναστών -επιβολή νόμου για κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επιχείρηση-σκούπα στο Καλαί, δηλώσεις του πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς, όπως «δεν θα δεχτούμε περισσότερους πρόσφυγες», μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις- έγινε δίχως σοβαρές «απώλειες».
Η εν λόγω διολίσθηση γίνεται φανερό ότι εκφράζεται και στους τομείς της οικονομίας αλλά και της εργασίας, σε μία προσπάθεια το κλίμα «συναίνεσης» που καλλιεργήθηκε, αναφορικά με την εθνική ασφάλεια και την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής να επεκταθεί και στα υπόλοιπα πεδία.
Καλαί και τράπεζες
Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών, Μανουέλ Μακρόν, σε συνέντευξή του στους Financial Times προειδοποίησε ότι σε ενδεχόμενο Brexit, το Παρίσι θα στείλει το Καλαί (προσφυγικός καταυλισμός, γνωστός και ως Ζούγκλα) στη Βρετανία, ενώ θα στρώσει και το κόκκινο χαλί στις τράπεζες, ώστε να εγκαταλείψουν το Λονδίνο και να μεταφερθούν σε γαλλικό έδαφος.
Ο ίδιος ο Ολάντ καλλιεργεί το προφίλ του αυστηρού μεταρρυθμιστή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα κάνει τις λιγότερες δυνατές παραχωρήσεις στην εφαρμογή των απαιτούμενων, όπως ισχυρίζεται, ακραίων μέτρων. Το νέο κύμα αμφισβήτησης πάντως, υποχρέωσε τον M. Βαλς να μεταθέσει για τις 24 Μαρτίου την παρουσίαση του σχεδίου στο υπουργικό συμβούλιο. Ταυτόχρονα, πολλαπλασίασε αυτή την εβδομάδα τις διαβουλεύσεις με τους «κοινωνικούς εταίρους».
«Αντίο» δικαιώματα
Η γαλλική κυβέρνηση, η οποία βγήκε σχεδόν αλώβητη από την πρωτοφανή, για τα γαλλικά δεδομένα, περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ελέω επιθέσεων και εντεινόμενης ισλαμοφοβικής ρητορικής, ελπίζει ότι θα σταθεί όρθια και στo νέο κοινωνικό μέτωπο που στοχεύει στα εργασιακά δικαιώματα.
Βούτυρο στο ψωμί του Ολάντ, που προφανέστατα έχει πάρει διαζύγιο με το όποιο σοσιαλιστικό του παρελθόν, οι γνωστές συστάσεις της Κομισιόν για ώθηση της παραγωγικής ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας, η άνοδος της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης, αλλά και τα ρήγματα στον κόσμο της εργασίας.
Μνημόνιο στο Παρίσι;
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία της επέκτασης του «μνημονίου» ή των μνημονιακών πολιτικών και στο Παρίσι, όπως έχει ειπωθεί, θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό τις επόμενες εβδομάδες, από τις αντοχές του συνδικαλιστικού και του νεολαιίστικου κινήματος και από την ικανότητά τους να επιτύχουν η λαϊκή οργή να εκφραστεί με οργανωμένο τρόπο σε προοδευτική κατεύθυνση.
Σε αντίθετη περίπτωση, μεγαλώνει ο κίνδυνος η οργή να εκφραστεί μέσα από τις ρατσιστικές και ακροδεξιές φωνές που δυναμώνουν επικίνδυνα, δίνοντας το στίγμα για δυσμενέστατες εξελίξεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.