Της Έφης Μουγκαράκη
Η έντονη κριτική που έχει δεχτεί το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού για τις εκτεταμένες επεμβάσεις στην Ακρόπολη από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας ανοίγει μοιραία και το θέμα της τήρησης της νομιμότητας των επεμβάσεων στην Ακρόπολη.
Ο αρχαιολογικός νόμος απαγορεύει καταρχήν κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του, ενώ για κάθε εργασία και επέμβαση σε αυτά, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις παραπάνω δυσμενείς επιπτώσεις, απαιτείται έγκριση που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του αρμόδιου Συμβουλίου (Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων ή Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου – ΚΑΣ) (άρ. 10 ν. 3028/2002). Ο ίδιος νόμος παρέχει και ποινική προστασία των πολιτιστικών αγαθών.
Περαιτέρω, τα αρχαιολογικά έργα, που συνιστούν επεμβάσεις επί μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου τους, εκτελούνται βάσει σχετικών μελετών, οι οποίες εκπονούνται απευθείας από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού ή με ανάθεση σε ιδιώτες μελετητές που έχουν τα κατά νόμο προσόντα ή και πρόσθετα εξειδικευμένα προσόντα που ορίζονται με την εκάστοτε διακήρυξη (άρ. 2 πδ 24/2019). Επιπλέον, απαιτείται διοικητική έγκριση των μελετών αυτών από το Υπουργείο Πολιτισμού, ως εξής: 1. Έλεγχος και θεώρησή τους από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου, 2. Γνωμοδότηση του αρμόδιου Συμβουλίου στον/στην Υπουργό, με εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης, 3. Έκδοση υπουργικής απόφασης (με τις διατάξεις για το επιτελικό κράτος οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται πλέον από τις αρμόδιες γενικές διευθύνσεις). Η παραπάνω διαδικασία ισχύει και για κάθε τροποποίηση της μελέτης (άρ. 5 πδ 24/2019).
Την 2.9.2020 εκδόθηκε απόφαση από τις αρμόδιες γενικές διευθύνσεις για την «Έγκριση μελέτης διαμόρφωσης διαδρομών στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης για άτομα με δυσκολία στην κίνηση» κατ’ επίκληση γνωμοδότησης του ΚΑΣ που συνεδρίασε την 19.5.2020. Η μελέτη εκπονήθηκε από την ιδιωτική εταιρεία «ΝΑΜΑ Σύμβουλοι Μηχανικοί και Μελετητές Α.Ε» και εγκρίθηκε υπό 12 συνολικά όρους, ο αριθμός και το περιεχόμενο των οποίων προδίδει προβληματισμό του οργάνου ως προς την καταλληλότητά της και υπερπροσπάθειά του να τύχει οπωσδήποτε έγκρισης, υπό προϋποθέσεις όμως, αντί της απόρριψης της μελέτης με παρατηρήσεις για επανυποβολή της. Ειδικά ο όρος που δηλώνει ρητά ότι «δεν εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ΑμεΑ, λόγω των έντονων κλίσεων, σε τμήματα του προτεινόμενου δικτύου διαδρομών,[και] να ληφθεί μέριμνα και να αποτυπωθούν επί σχεδίου οι δυνατότητες αυτόνομης κίνησης των επισκεπτών ΑμεΑ σε βασικούς άξονες και μνημεία του αρχαιολογικού χώρου», αντιφάσκει ευθέως με το αντικείμενο και τον σκοπό της μελέτης όπως διατυπώνεται και συνομολογεί ρητά ότι η μελέτη είναι ακατάλληλη και αναποτελεσματική, έτσι ώστε την ανατρέπει στον πυρήνα της.
Ποιοτικά, ορισμένοι εκ των παραπάνω 12 όρων συνιστούν παρατηρήσεις ή επισημάνσεις και άλλοι λειτουργούν ως αναβλητικές αιρέσεις (προϋποθέσεις) της εκτέλεσης της απόφασης, που σημαίνει ότι η ίδια η εγκριτική πράξη της μελέτης εξαρτάται από την προηγούμενη πλήρωση των αιρέσεων αυτών.
Τέτοιες αιρέσεις αποτελούν οι όροι με αριθμό 5, 11 και 12: συγκεκριμένα, ο όρος 5 προβλέπει συμπληρωματική έρευνα σε σχέση με τα υλικά επίστρωσης, “Τα εν λόγω υλικά θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής έρευνας και ως προς τη σύσταση, την κοκκομετρία και την απόχρωσή τους και η τελική επιλογή θα γίνει μετά από αξιολόγηση δοκιμαστικών εφαρμογών, επί τόπου”, ο όρος 11 εκπόνηση υδραυλικής μελέτης, “ για την οργανωμένη παροχέτευση των ομβρίων από τον Ιερό Βράχο” δεδομένου ότι “οι προς διαμόρφωση επιφάνειες θα είναι μεγάλης έκτασης και μη διαπερατές [και] θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες ρύσεις σε συνάρτηση με το υπάρχον ή το προβλεπόμενο σύστημα παροχέτευσης του Ιερού Βράχου” και ο όρος 12 προβλέπει μελέτη εφαρμογής, “Οι προδιαγραφές των υλικών διάστρωσης, ο σχεδιασμός κατάλληλων συνθέσεων, η επιλογή τους μετά από αξιολόγηση σχετικών δοκιμαστικών εφαρμογών καθώς και η έκταση του έργου να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης υπό την επιστημονική εποπτεία του Προέδρου της ΕΣΜΑ, με τη συνεργασία των συναρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ (ΥΣΜΑ, ΔΑΑΜ, ΔΣΑΝΜ, ΕΦΑ πόλης Αθηνών). Η μελέτη εφαρμογής της α’ φάσης αυτού να υποβληθεί για έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ. Σε αυτήν να συμπεριληφθεί χρονοδιάγραμμα του έργου, λαμβάνονται υπόψη τις προγραμματιζόμενες εργασίες της ΥΣΜΑ και τις ανάγκες επισκεψιμότητας του αρχαιολογικού χώρου”.
Λαμβανομένου υπόψη του μικρού χρονικού διαστήματος (1 ½ μήνα) που μεσολάβησε από την έκδοση της παραπάνω απόφασης μέχρι την έναρξη της υλοποίησης των εργασιών επίστρωσης των διαδρομών, όπως εμφανίζονται στις πρώτες φωτογραφίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν πράγματι πληρώθηκαν οι παραπάνω αιρέσεις, γεγονός που πρακτικά φαίνεται αδύνατο. Όμως, στον βαθμό που δεν προηγήθηκε η πλήρωση των όρων, παραβιάστηκε η ίδια η εγκριτική απόφαση.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία στον δημόσιο σχεδιασμό
Ιδιαίτερη σημασία έχει η εμπλοκή ιδιωτικού φορέα, του Ιδρύματος Ωνάση, στις επεμβάσεις στον Βράχο της Ακρόπολης που αποτελεί και ο ίδιος μνημείο και στα μνημεία της. Η ανάμειξη αυτή, πρωτοφανής στην Ακρόπολη, εγείρει ζητήματα τόσο νομιμότητας όσο και σκοπιμότητας.
Ως προς τη νομιμότητα:
Μέχρι και σήμερα δεν είναι δημοσίως γνωστό σε ποιο πλαίσιο το Ίδρυμα χρηματοδοτεί τα έργα των διαμορφώσεων στην Ακρόπολη, του φωτισμού και του ανελκυστήρα πλαγιάς.
Για τη χορηγία και τη δωρεά απαιτείται σύναψη σύμβασης, όπως μέχρι σήμερα δεν μας είναι γνωστή κάποια σχετική σύμβαση. Μάλιστα, αν μεν πρόκειται για σύμβαση δωρεάς, θα έπρεπε η σύμβαση να έχει κυρωθεί από τη Βουλή και να έχει αποκτήσει ισχύ νόμου, όπως π.χ. συνέβη με την από 17.02.2020 Σύμβαση Δωρεάς μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του κοινωφελούς ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» και της «ΑΡΙΟΝΑ ΕΛΛΑΣ», η οποία έχει διαφορετικό αντικείμενο και συγκεκριμένα την υλοποίηση του προγράμματος «Repositioning Greece» για την αναβάθμιση και ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της χώρας, ύψους 800.000 ευρώ, η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή αποκτώντας ισχύ νόμου και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ν. 4677/2020 – ΦΕΚ 69/Α/20-3-2020). Αυτή ήταν διοικητικά η ενδεδειγμένη διαδικασία.
Η πολιτιστική χορηγία ρυθμίζεται διεξοδικά στον ν. 3525/2007, σύμφωνα με τον οποίον απαιτείται έγγραφη Σύμβαση χορηγίας, με την οποία “ο μεν χορηγός αναλαμβάνει την υποχρέωση παροχής στον αποδέκτη της χορηγίας χρημάτων, υπηρεσιών, υλικών ή άυλων αγαθών για την υποστήριξη συγκεκριμένου πολιτιστικού σκοπού ή δραστηριότητας, ο δε αποδέκτης της χορηγίας την υποχρέωση δημόσιας γνωστοποίησης της προσφοράς του χορηγού. Αποκλειστικά υπεύθυνος για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της πολιτιστικής δραστηριότητας είναι ο αποδέκτης της χορηγίας, ο δε χορηγός δεν έχει δυνατότητα επέμβασης στη μορφή ή το περιεχόμενό της”.
Σημειώνεται ότι έχει κατατεθεί δύο φορές ερώτηση και αίτηση κατάθεσης της έγγραφης μυστηριώδους σύμβασης (Ιούνιος του ‘20 και Φεβρουάριος του ‘21) τόσο στην Υπουργό Πολιτισμού όσο και στον Υπουργό Οικονομικών, που φέρεται επίσης να έχει υπογράψει (προφανώς σύμβαση δωρεάς) στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Οι υπουργοί δεν έχουν απαντήσει ακόμη ούτε έχουν καταθέσει στη Βουλή προς κύρωση τη σχετική σύμβαση (αν πρόκειται τελικά για σύμβαση δωρεάς).
Επομένως, το αντικείμενο της συμφωνίας κρατείται προς το παρόν μυστικό, κατά παράβαση των αρχών της νομιμότητας και της διαφάνειας που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις και τη διοικητική δράση εν γένει. Το γεγονός ότι τέτοια σύμβαση δεν έχει δημοσιευτεί ούτε αναφέρεται στο προοίμιο της παραπάνω υπουργικής απόφασης, δημιουργεί εύλογη αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξή της, τουλάχιστον κατά τον χρόνο συνεδρίασης του ΚΑΣ και έκδοσης της απόφασης. Πώς όμως το ΚΑΣ εξέτασε τη μελέτη ιδιωτικής εταιρείας αν δεν είχε προηγηθεί ανάθεση από τις υπηρεσίες του Υπουργείου κατά την προβλεπόμενη διαδικασία και κατόπιν διακήρυξης προσόντων (ή μήπως δεν χρειάζονταν ειδικά προσόντα για τόσο εκτεταμένες επεμβάσεις στο κορυφαίο μνημείο της χώρας;). Πώς εξέτασε μελέτη που πιθανόν ανέθεσε ιδιώτης χορηγός/δωρητής, χωρίς το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης;
Ως προς τη σκοπιμότητα:
Φαίνεται ότι το Ίδρυμα Ωνάση αντιλαμβάνεται την ανάμειξή του στα έργα στην Ακρόπολη ως κάτι παραπάνω από δωρεά ή χορηγία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Προέδρου του Ιδρύματος Ωνάση: «Στην Ακρόπολη προβάλλονται ο σεβασμός και η έμπρακτη φροντίδα του Ιδρύματος Ωνάση για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, τον εκδημοκρατισμό της γνώσης, την ελεύθερη προσβασιμότητα, τα ίσα δικαιώματα […] Σε όλες τις δράσεις μας, στους τομείς του Πολιτισμού, της Παιδείας και της Υγείας ενεργούμε ως εταίροι, και όχι ως απλοί χρηματοδότες. Το Ίδρυμα Ωνάση δεν είναι ένας απλός “ιδιώτης” που κάνει χορηγίες αλλά συμπράττει ισότιμα σε όλη τη διαδικασία του σχεδιασμού και της υλοποίησης όποιας δράσης αναλαμβάνει» . Οι φορείς του Δημοσίου, πρωθυπουργός και υπουργός πολιτισμού, φαίνεται να συναινούν στον παραπάνω ρόλο που ανέλαβε να διαδραματίσει το Ίδρυμα και να επαίρονται για τον νέο συνέταιρό τους.
Μόνο που ο ρόλος αυτός του Ιδρύματος, του εταίρου που συμπράττει ισότιμα στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των δράσεων που αναλαμβάνει, είναι εκτός γράμματος και πνεύματος νόμου, τόσο του πλαισίου για τις χορηγίες και τις δωρεές όσο και του αρχαιολογικού νόμου. Κατά τον τελευταίο, τα αρχαία μνημεία, όσα νεότερα μνημεία διοικεί ή διαχειρίζεται το Υπ. Πολιτισμού και οι οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν δημόσια περιουσία που τίθεται εκτός πάσης συναλλαγής. Η κυριότητα, νομή, διοίκηση και διαχείρισή τους ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο, αποκλειομένων των ιδιωτών (σύμφωνα και με ρητή διευκρίνιση της αιτιολογικής έκθεσης της σχετικής τροποποίησης με το άρ. 123 του ν. 4611/2019).
Κατά τα διδάγματα της επιστήμης του σχεδιασμού του χώρου, τα κρίσιμα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι ποιος σχεδιάζει και για ποιον. Επομένως, μόνο το Δημόσιο έχει αρμοδιότητα να εκπονεί τον σχεδιασμό των αρχαιολογικών χώρων και μάλιστα προς όφελος του ελληνικού λαού, αποκλειομένων των ιδιωτών. Και τούτο επειδή η κυριότητα και η διοίκηση των δημόσιων αρχαιολογικών χώρων ασκείται ως αρμοδιότητα για λογαριασμό και στο όνομα του ελληνικού λαού στη διαχρονία του, του πραγματικού δηλαδή ιδιοκτήτη των μνημείων, αλλά και της ανθρωπότητας εν γένει.
Η εμπλοκή του ιδρύματος στον Βράχο, όπως και το ίδιο φαντασιώνεται και το κράτος αποδέχεται, συνιστά έμμεση εκχώρηση αρμοδιοτήτων και εξουσιών του σκληρού πυρήνα του δημοσίου σε ιδιώτη και αναδεικνύει όψεις έμμεσης ιδιωτικοποίησης του αρχαιολογικού χώρου και των παγκοσμίως κορυφαίων μνημείων του.
…………………………………………………………………
Το παρόν κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της παρέμβασης της υπογράφουσας στη διαδικτυακή εκδήλωση που διοργανώθηκε από την ομάδα Culture Through Politics την Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021, με θέμα: “Αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις στην Ακρόπολη. Μια δημόσια συζήτηση δίχως φόβο και πάθος”.