Συνέντευξη στον Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Στις εκλογές της Θουριγίας, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) κατέγραψε την πρώτη νίκη της ακροδεξιάς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας 9 μονάδες πίσω τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU), ενώ στη Σαξονία το AfD ήρθε δεύτερο με μόλις 1,5 μονάδα διαφορά από το CDU. Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των εκλογών στα δύο γερμανικά κρατίδια, ο Ν. Αλεξάτος έκανε λόγο για «κάτι πρωτοφανές για την γερμανική πολιτική ιστορία, που αλλάζει τους συσχετισμούς και καθιστά πολύ δύσκολο να σχηματιστούν κυβερνήσεις στα δύο κρατίδια».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι πολίτες έδειξαν την δυσαρέσκειά τους σε μια σειρά ζητήματα, ενώ οι εξελίξεις μπορεί να φτάσουν μέχρι το Βερολίνο, καθώς τα κόμματα της τρικομματικής κυβερνητικής συμμαχίας (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι) του Όλαφ Σόλτς υπέστησαν πανωλεθρία». Υποστήριξε πως τα ζητήματα «ασφάλειας» και «μεταναστευτικής πολιτικής» έπαιξαν σημαντικό ρόλο για τους ψηφοφόρους. Επιπλέον, προσθέτει πως σημαντικό ρόλο έπαιξε η απόρριψη της συμμετοχής της Γερμανίας στον πόλεμο στην Ουκρανία, αφού «η Ανατολική Γερμανία λόγω ιστορίας είχε ειδικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και στη συνέχεια με την Ρωσία, με τους πολίτες αντιτίθενται στον πιο μεγάλο βαθμό στην ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης, όντας σε σημαντικό βαθμό υπέρ μιας διπλωματικής λύσης στον πόλεμο».

Εκτός αυτών, έκανε λόγο «για πιο βαθιές αιτίες δυσαρέσκειας», που «έχουν να κάνουν με τον τρόπο που ενσωματώθηκε η Ανατολική Γερμανία στην Ομοσποδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας», ο οποίος «οδήγησε σε συνθήκες κοινωνικής παρακμής, αν όχι κοινωνικής ερήμωσης», αναφέροντας χαρακτηριστικά την εκτόξευση της ανεργίας, τη μείωση του πληθυσμού, αποβιομηχάνηση και την αναδιάταξη του κοινωνικού συστήματος στην παιδεία, την υγεία, τις μεταφορές και άλλα.

Παρότι, ένα ακροδεξιό μόρφωμα, όπως το AfD, θα ήταν αναμενόμενο να κερδίζει από τη δημαγωγία γύρω από τη μετανάστευση, δεν ισχύει το ίδιο για τα υπόλοιπα ζητήματα. Γι’ αυτό ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας πως κατάφερε η ακροδεξιά να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια ακόμα και σε ζητήματα που αφορούν τις οικονομικές πολιτικές και τον πόλεμο. Ο ίδιος απαντά πως κάποιοι εργαζόμενοι που ψηφίζουν την AfD δεν γνωρίζουν το νεοφιλελεύθερο οικονομικό της πρόγραμμα, ενώ άλλοι ψηφίζουν για ιδεολογικούς λόγους. «Στη Γερμανία υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που είναι ακροδεξιοί, ρατσιστές ή και νοσταλγοί του Χίτλερ» εξηγεί.

Όσον αφορά την αντίφαση τα λεγόμενα φιλελεύθερα κόμματα να εμφανίζονται περισσότερο αντιρωσικά από τους νοσταλγούς του ναζισμού, παρά την ιστορική παράδοση των δεύτερων, μας απαντά πως από εξηγείται από την προσπάθεια του AfD να εκφράσει τους Γερμανούς επιχειρηματίες, που πλήττονται από την καταστροφή των ρωσογερμανικών οικονομικών σχέσεων λόγω των δυτικών κυρώσεων. Όπως αναφέρει, «οι κυρώσεις πλήττουν επίσης τους εργαζόμενους, που θέλουν ειρηνική διευθέτηση των σχέσεων με τη Ρωσία και παραβλέπουν το οικονομικό πρόγραμμα του AfD, είτε για ιδεολογικούς λόγους, είτε από άγνοια, είτε λόγω οργής απέναντι στο πολιτικό σύστημα». Ωστόσο, επισημαίνει πως «θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιο είναι τελικά το ποσοστό της εργατικής τάξης, που ψηφίζει την AfD ή αν επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο η ακροδεξιά να ψηφίζεται κυρίως από μεσαία και μικροαστικά στρώματα που φοβούνται την πτώση τους».

Για την περίπτωση του αριστερού κόμματος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, που ήρθε στην τρίτη θέση στις εκλογές στα δύο κρατίδια, ο Ν. Αλεξάτος ανέφερε πως πρόκειται για μια πολιτικό που «είναι παιδί της Αν. Γερμανίας, από το 1988 μέλος του κομμουνιστικού κόμματος που κυβερνούσε τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, στο οποίο ήδη από πολύ μικρή είχε στελεχικές θέσεις», όπως και στη συνέχεια «στην κομμουνιστική τάση του διάδοχου Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού». «Η Βάγκεκνεχτ είναι κομμουνίστρια» σημειώνει. Επίσης κάνει λόγο για μια ταλαντούχα στην επικοινωνία πολιτικό, που γι’ αυτό τα μίντια να την προσκαλούσαν συχνά, με αποτέλεσμα να γίνει γνωστή σε ομοσπονδιακό επίπεδο και σύντομα έγινε σημαντικό στέλεχος του κόμματους «Die Linke», το οποίο ιδρύθηκε τη δεκαετία του 2000 από την ένωση του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού και της αριστερής τάσης της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας.

Ο συνομιλητής μας αναφέρει πως από την προηγούμενη δεκαετία η Βάγκεκνεχτ ασκούσε κριτική για τη συμμετοχή του «Die Linke» σε κρατιδιακές συγκυβερνήσεις, αφού τόνιζε πως η συμμετοχή αυτή είχε ως αποτέλεσμα το κόμμα να εφαρμόζει νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρεκκλίνοντας από το αριστερό του πρόγραμμα. Επίσης, ο Ν. Αλεξάτος σημειώνει πως η Βάγκενκνεχτ άρχισε να ασκεί κριτική στο γεγονός πως το στελεχικό δυναμικό του «Die Linke» σταδιακά προερχόταν από τα μεσαία στρώματα αντί των μισθωτών, καθώς και για την ολοένα ενασχόλησή του με ζητήματα «δικαιωματισμού», όπως υποστηρίζει, αντί των προβλημάτων της εργατικής τάξης. Σε ερώτησή μας, για το αν η Βάγκενκνεχτ απορρίπτει τα δικαιώματα αυτά, ο συνομιλητής μας μας διευκρίνησε πως δεν είναι ενάντια στον αγώνα για την προστασία των μειονοτήτων, αλλά θεωρεί πως η αριστερά «πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα τις πλειοψηφίες». Σύμφωνα με τα δικά της λόγια :«κοινωνικά και πολιτικά, είμαστε αριστεροί, αλλά από κοινωνική και πολιτιστική άποψη, θέλουμε να συναντήσουμε τους ανθρώπους εκεί που βρίσκονται – όχι να τους προσηλυτίζουμε για πράγματα που απορρίπτουν».

Η Βάγκενκνεχτ δέχεται επίσης κριτική για τις θέσεις της μεταναστευτικό, καθώς υποστηρίζει πως η  «ανεξέλεγκτη» μετανάστευση «στρέφεται κατά των εργαζομένων», δημιουργεί «παράλληλες κοινωνίες» και τελικά συμβάλλει στην άνοδο του ρατσισμού. «Οι θέσεις της σε αυτό το ζήτημα δεν βοηθάνε» σημειώνει ο συνομιλητής μας, εξηγώντας πως αν και η Βάγκενκνεχτ «ξεκινάει από τη σωστή αφετηρία ότι τις μεταναστευτικές ροές τις δημιουργεί ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας, η φτώχεια και η δυστυχία στον Παγκόσμιο Νότο, οι πόλεμοι και θεωρεί αδιαπραγμάτευτο το δικαίωμα στο άσυλο», εντούτοις μεταφέρει τη λύση του ζητήματος στο μέλλον, όπου θα ακυρωθούν οι αιτίες της μετανάστευσης, προτείνοντας στο σήμερα την υιοθέτηση μιας σκληρής μεταναστευτικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Ν. Αλεξάτος σημειώνει πως στην κριτική του φιλελεύθερου Τύπου και των αντίπαλων κομμάτων, που παρομοιάζουν τις θέσεις της Βάγκενκνεχτ με της AfD και υιοθετούν μια θεωρία των δύο άκρων, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως η σκληρή μεταναστευτική πολιτική εφαρμόζεται ήδη στην πράξη από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. «Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα του μεταναστευτικό όντως ξενίζει και ίσως να έχει και αρνητικά αποτελέσματα για το κόμμα» σχολιάζει.

Την ίδια στιγμή, αναφέρει πως η Βάγκενκνεχτ έχει «ξεκάθαρες θέσεις σε πολλά ζητήματα», όπως είναι το ζήτημα της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη, όπου «έχει ταχθεί ενάντια στην υποστήριξη στο Ισραήλ με την παροχή όπλων, καθώς και υπέρ της ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους», τη στιγμή που η AfD έχει ξεκάθαρη φιλοσιωνιστική στάση. «Αν πει κανείς πως το κόμμα της Βάγκενκνεχτ ταυτίζεται με την ακροδεξιά θα πει ψέματα» τονίζει. Φέρνει για παράδειγμα, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, για το οποίο ο συστημικός Τύπος κατηγορεί την Βάγκενκνεχτ ότι συμπλέει με την AfD, ενώ η ίδια απλώς λέει ότι τα ακραία μέτρα που υποστηρίζουν οι Πράσινοι στρέφονται κατά των φτωχότερων τάξεων.

Στη συνέχεια, ρωτήσαμε συνομιλητή μας αν τελικά η Βάγκενκνεχτ κατάφερε τον στόχο να ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς ή πήρε κυρίως ψήφους από τα άλλα αριστερά κόμματα, που θεωρούνται περισσότερο συστημικά (βλ. «Die Linke»). «Ο κόσμος που συσπειρώνεται γύρω από την Βάγκενκνεχτ είχε βάλει πράγματι ως στόχο να στήσει ένα τείχος κατά της άκρας δεξιάς. Αυτό εν μέρει το καταφερε. Όχι τόσο λόγω μετακινήσεων ψηφοφόρων από την AfD – αν και συνέβη και αυτό, όπως βλέπουμε με τις πρώτες αναλύσεις, αλλά δεν μιλάμε για μεγάλες μετακινήσεις». Ωστόσο, σημειώνει πως «αυτό που κατάφερε είναι να κινητοποιήσει πολύ κόσμο , ο οποίος στις προηγούμενες εκλογές ενδεχομένως να είχε ψηφίσει σοσιαλδημοκρατία ή άλλο αριστερό κόμμα, αλλά σε αυτές δεν θα ψήφιζε. Αυτό είχε αποτέλεσμα να μεγαλώσει η συμμετοχή, ώστε το εκλογικό αποτέλεσμα να αποτυπώνει σε μεγαλύτερο βαθμό πραγματικές κοινωνικές δυναμικές. Αυτό είναι ταυτόχρονα και αρνητικό, γιατί το μεγάλο ποσοστό της AfD σημαίνει πολύ κόσμο. Ωστόσο, η Βάγκενκνεχτ κατάφερε να δώσει φωνή σε κάποιους που δεν είχαν, κινητοποιώντας κόσμο κατά της ακροδεξιάς, κάτι που σε μεγάλο βαθμό το κατάφερε».

Ο Ν. Αλεξάτος σημειώνει πως οι κυβερνήσεις των επόμενων ημερών είναι το «μεγάλο αίνιγμα», αφού αυτή η AfD φαίνεται εκτός οποιαδήμοτε συζήτησης για σχηματισμό κυβέρνησης, υπενθυμίζοντας την κατακραυγή που ξέσπασε το 2020, όταν οι Χριστιανοδημοκρατες και οι Φιλελεύθεροι στη Θουριγγία θα σχημάτιζαν κυβέρνηση με την ανοχή της ακροδεξιάς. Ο ίδιος επισημαίνει πως πέρα από το ότι «όποιος ακουμπά την AfD λερώνεται», αφού έτσι «δημιουργείται ένα προηγούμενο με επιπτώσεις στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και την οικονομία». Όπως εξηγεί «το να έχει η AfD εξουσία θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στους φτωχούς μετανάστες των καϊκιών, αλλά και σε ειδικευμένους μετανάστες, που δεν θα νιώθουν ασφάλεια να εργαστούν κάπου που κυβερνά».

Παράλληλα, μας αναφέρει πως η Βάγκενκνεχτ δεν έχει λόγο να μπει σε μια συγκυβέρνηση χωρίς να περάσει τις θέσεις της για μέτρα ειρήνευσης και μη αποστολής όπλων στο Κίεβο, οπως επίσης και σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Ο ίδιος επισημαίνει πως κάτι τέτοιο θα ήταν «αυτοκτονικό» και θα θύμιζε την προηγούμενη πολιτική του «Die Linke», ενώ θα βοηθούσε επίσης την ακροδεξιά καθώς δεν θα υπήρχε πλέον εναλλακτική απέναντί της. «Οι βιομηχανικοί εργάτες, οι εμποροϋπάλληλοι, όσοι έχουν ταξική συνείδηση από τα συνδικάτα και τη ζωή τους, ξέρουν τι είναι η AfD δεν θα την ψηφίζουν έυκολα. Αν οι ψηφοφόροι της Ζάρα Βάγκενκνεχτ απογοητευτούν θα πάνε στο σπίτι τους και δεν θα ψηφίσουν, ενώ θα αποδυναμωθούν και τα κοινωνικά κινήματα, αφού οι εργατικοί αγώνες, οι αγώνες για το περιβάλλον, οι αγώνες για την πολιτική, πρέπει να κεφαλαιοποιηθούν πολιτικά» κατέληξε.