Συγκεκριμένα, ο κ. Ανδρουλάκης προτείνει:

-Προσωρινή επαναφορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ σε κρατικό έλεγχο και την εξεύρεση σύντομα νέου στρατηγικού επενδυτή,

-Ανασύσταση της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων με βάση τα διεθνή πρότυπα και την άμεση εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων στην παροχή τεχνογνωσίας και εποπτείας και ηγεσία υψηλού συμβολισμού και ευρύτατης αποδοχής.

-Η νέα αυτή Αρχή θα πρέπει να είναι και υπεύθυνη για την εκπαίδευση και πιστοποίηση του προσωπικού του ΟΣΕ.

-Η αξιολόγηση και η αξιοκρατία στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού του ΟΣΕ πρέπει να είναι προτεραιότητα. Η επιλογή των διοικήσεων θα πρέπει να γίνεται με ανοιχτό διαγωνισμό, με μια αδιάβλητη και ακομμάτιστη διαδικασία.

-Να προχωρήσουμε στις απαραίτητες επενδύσεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Αποδίδει συγκεκριμένες ευθύνες στην κυβέρνηση της ΝΔ. Όπως επισημαίνει: «Όταν όλα πηγαίνουν καλά, γίνονται “με εντολή Μητσοτάκη”. Όταν όμως υπάρχουν ευθύνες, προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την «άγνοια» περιφρονώντας τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού».

Επικρίνει παράλληλα τον Αλέξη Τσίπρα που μολονότι χαρακτήριζε ξεπούλημα το αρχικό αντίτιμο των 300 εκατ. ευρώ, την ιδιωτικοποίησε με μόλις 45 εκατ. ευρώ προικοδοτώντας την παράλληλα με 250 εκατ. για τις άγονες γραμμές ενώ ο Κώστας Καραμανλής έκανε ακόμη πιο ευνοϊκούς τους όρους για την ιταλική εταιρεία.

Και καταλήγει: «Είναι εθνική ανάγκη και συμφέρον μας να  εκσυγχρονίσουμε και να  αναβαθμίσουμε τον σιδηρόδρομο απέναντι στα όποια συμφέροντα μέχρι τώρα τον κρατούσαν δέσμιο παλαιοκομματικών συμπεριφορών. Πώς μπορούν κάποιοι να μιλούν για τη σημασία της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, όταν δεν επενδύουν στα δίκτυα μεταφορών και  παραμένουμε σιδηροδρομικά απομονωμένοι από την υπόλοιπη Ευρώπη; Είναι καιρός να διασφαλίσουμε τα βασικά, τα στοιχειώδη και τα αναγκαία. Έχουμε χρέος να οικοδομήσουμε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Να τολμήσουμε βαθιές τομές. Να λάβουμε αποφάσεις με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε για την Ελλάδα, που θέλουμε να ζούμε».