Σε μια συνέντευξη όπου ο Υπουργός Εξωτερικών δεν παύει να υπενθυμίζει ότι η Νέα Δημοκρατία είναι το «πολιτικό του σπίτι», δεν παραλείπει ωστόσο να κάνει σαφή τη διαφοροποίησή του σε μια σειρά μειζόνων ζητημάτων της προεκλογικής ατζέντας.

Συγκεκριμένα, διαφοροποιείται από το αφήγημα περί μεταρρύθμισης του «βαθέος κράτους», επισημαίνοντας πως «δεν θα το έθετα ως προεκλογικό πρόταγμα το ζήτημα των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Θα τις περιέγραφα ως εθνική υπηρεσία». Σ’ αυτό το σημείο δηλώνει ρητά και την διαφοροποίησή του ως προς το ζήτημα των ιδιοτικοποιήσεων.

Αποστάσεις παίρνει και από το αφήγημα της κυβέρνησης περί της αντιμετώπισης της ακρίβειας, συνδέοντάς το με τη γενικότερη επιβάρυνση της οικονομικής κατάστασης του πληθυσμού. Σημειώνει δε αναφερόμενος στο κεντρικό ζήτημα των δανείων και των πλειστηριασμών πως «οφείλουμε να ασχοληθούμε και με την αποτροπή της δημιουργίας ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων, το οποίο προφανώς δεν θα λυθεί από τη συνεχή όχληση των δανειοληπτών από τις εισπρακτικές εταιρίες, ζήτημα το οποίο παρεμπιπτόντως πρέπει να αντιμετωπιστεί».

«Ας μην προτρέχουμε όμως», τονίζει, μιλώντας για το αν η αυτοδυναμία στις εκλογές είναι εφικτή, τοποθετώντας κι εδώ το θέμα πέρα από την επίσημη προεκλογική ρητορική του κόμματος.

Τέλος, υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι των εσωκομματικών κατηγοριών ότι απέχει από τη δημόσια αντιπαράθεση για τα Τέμπη, τονίζοντας πως «ο θεσμικός μου ρόλος επιβάλλει λίγα και μετρημένα λόγια».