Ο Νίκος Παππάς, σε δήλωσή του για την κοινή τροπολογία των προοδευτικών κομμάτων, σχετικά με την εργασιακή αποκατάσταση των εποχικών πυροσβεστών, τόνισε:
«Θα ήθελα να εκφράσω την ικανοποίησή μας, διότι φαίνεται ότι η πρωτοβουλία μας για νομοθετική παρέμβαση, η οποία εξασφαλίζει την ανανέωση των συμβάσεων των πυροσβεστών και την επιμήκυνση των συμβάσεων τους μέσα στον χρόνο, θα τελεσφορήσει. ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας φαίνεται ότι συγκλίνουν. Και αυτό είναι κάτι πάρα πολύ θετικό. Είναι αυτό που ζητούν οι πυροσβέστες, είναι αυτό που οφείλουν να κάνουν τα κόμματα, είναι αυτό που περιμένει ο προοδευτικός κόσμος από όλες τις δυνάμεις, οι οποίες είναι προοδευτικές.
Ερωτώμενος για τη μη συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στην κοινή πρωτοβουλία, ο Ν. Παππάς απάντησε ότι «το ΚΚΕ έκανε μία διαφορετική επιλογή. Διαφωνούμε με τη λογική ότι το κάθε κόμμα πρέπει να κοιτάει πρώτα τη δική του προβολή και ύστερα το κοινό συμφέρον. Υπάρχει, όμως, ακόμα χρόνος και υπάρχει η δυνατότητα να συνυπογράψει την κοινή πρωτοβουλία των προοδευτικών κομμάτων».
Όσον αφορά το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, ο Νίκος Παππάς ανέφερε ως πρώτο συμπέρασμα πως «αναδεικνύεται η ανάγκη για ενίσχυση της αυτονομίας της Ευρώπης. Και στρατηγικά και αμυντικά. Αποδεικνύεται ότι η λογική του δεδομένου συμμάχου δεν είναι αποτελεσματική όταν τα δεδομένα αλλάζουν. Και αυτή η στρατηγική ναυαγεί. Το δεύτερο είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψει η χώρα τάχιστα σε μία εξωτερική πολιτική, η οποία είναι πολυδιάστατη και ενεργητική, ούτως ώστε να συμβάλλει και από τις δικές της θέσεις για να μη διαμορφωθούν τετελεσμένα αναθεωρητισμού στην ευρύτερη περιοχή, στο έδαφος των συγκρούσεων που έχουν αναπτυχθεί. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ κρίσιμα. Υπάρχει μία στρατηγική στην εξωτερική πολιτική, η οποία δεν απέδωσε και πάρα πολύ γρήγορα η κυβέρνηση πρέπει να στρίψει το τιμόνι».
Συμπλήρωσε, ακόμα, ότι το αποτέλεσμα «δεν ήταν έκπληξη, διότι όλες οι ενδείξεις έδειχναν μία αμφίρροπη αναμέτρηση. Οποιοδήποτε από τα δύο ενδεχόμενα ήταν ανοιχτό και στο τραπέζι. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να το έχει συνυπολογίσει η ελληνική εξωτερική πολιτική, η ελληνική διπλωματία, η ελληνική κυβέρνηση και να μην αφοσιώνεται στη στρατηγική του “δεδομένου συμμάχου”, τη στιγμή που όλα τα δεδομένα και τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά».