του Παύλου Γεωργιάδη
(Στο twitter: @geopavlos)
Το ζήτημα του κλίματος προσκρούει στα θεμέλια του κόσμου τον οποίο οικοδομήσαμε ως κοινωνία. Είμαστε πλήρως ενσωματωμένοι σε μια παγκόσμια οικονομία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα. Με την υπάρχουσα δομή, οι πολιτικοί δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, γι αυτό και ρίχνουν το μπαλάκι στους πολίτες, ζητώντας τους να μην πετούν με το αεροπλάνο, να σταματήσουν να καταναλώνουν κρέας και να μην χρησιμοποιούν το πετρελαιοκίνητο αυτοκίνητό τους. Καθημερινά, πολίτες σε ολόκληρο τον κόσμο δέχονται τέτοιες συμβουλές «καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής» από πολιτικούς, δημοσιογράφους, εταιρίες, influencers και περιβαλλοντολόγους.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούν να το κάνουν από μόνοι τους.
Αυτό καθιστά το ζήτημα του κλίματος μοναδικό. Για σκεφτείτε: πότε ήταν η τελευταία φορά που σας ζητήθηκε να λύσετε προσωπικά το ασφαλιστικό ή την κρίση της υγειονομικής περίθαλψης της χώρας; Ποτέ. Παρόλα αυτά, η αλλαγή του κλίματος -η μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας, ένα πρόβλημα που απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα- έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο ευθύνη δική σας και δική μου.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί δεν μπορούν να αγγίξουν καν τις λύσεις που αποδεικνύονται ως οι πιο αποτελεσματικές. Υπάρχουν υπερβολικά πολλές συγκρούσεις συμφερόντων. Την ίδια στιγμή, πολιτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σπάνια γίνονται αποδεκτές από τους ψηφοφόρους. Αν επιβληθούν νέοι κανονισμοί ή φόροι, ενδέχεται να υποφέρει η βιομηχανία της χώρας. Οι θέσεις εργασίας ενδέχεται να απειληθούν και οι τιμές των προϊόντων μπορεί να αυξηθούν. Άρα το κόστος θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές.
Μία τέτοια πολιτική πρωτοβουλία (βλ. φόρος στα καύσιμα) δεν ήταν και η αφορμή για την έκρηξη της εξέγερσης των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία; Σίγουρα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι των κοινωνικών ανισοτήτων. Αν υπάρχει, όμως, ένα μάθημα που έλαβε ο πρόεδρος Μακρόν είναι πως αυτή τη στιγμή, η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται με φόρους που επιβαρύνουν τους πολίτες. Ιδίως τη στιγμή που οι πιο ρυπογόνες εταιρείες ορυκτών καυσίμων εξακολουθούν να απολαμβάνουν σκανδαλώδεις φορολογικές ελαφρύνσεις και επιδοτήσεις, έχοντας πλήρη πρόσβαση στα γραφεία υπουργών και δημάρχων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτή η κατάσταση μας οδηγεί στην εξής παγίδα: οι πολιτικοί περιμένουν την υποστήριξη των πολιτών, ενώ οι πολίτες περιμένουν πρωτοβουλίες από τους πολιτικούς. Και κάπως έτσι οι μήνες και τα χρόνια κυλούν, η πολιτική αδράνεια συνεχίζεται, και το θερμόμετρο εξακολουθεί να καταγράφει θερμοκρασίες ρεκόρ με κάθε χρόνο που περνάει. Εν τέλει, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής εντυπώνεται στην συνείδηση της πλειοψηφίας ως κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί αργότερα, από τους επόμενους. Εάν οι πολίτες δεν έχουν σωστή νοσοκομειακή περίθαλψη, το πρόβλημα υπάρχει εδώ και τώρα. Το κλίμα είναι ένα ζήτημα που εξελίσσεται σε εντελώς διαφορετική χρονική κλίμακα, και είναι κάτι που πρέπει να επιλύσουν οι επόμενες γενιές. Όσο ηθικός μπορεί να είναι ένας τέτοιος συλλογισμός.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, να αλλάξουμε το κλίμα στη γενικότερη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή. Να σταθούμε με περισσότερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι για το ζήτημα, ώστε να βρούμε ένα νέο αφήγημα γύρω από αυτό. Ποιο είναι, όμως, αυτό το κατάλληλο αφήγημα;
Τα σενάρια ολοκληρωτικής καταστροφής δε λειτουργούν ενδυναμωτικά. Την ίδια στιγμή, όροι όπως «ελπίδα», «ανάπτυξη», «καινοτομία» τείνουν -δυστυχώς- να χάσουν το νόημά τους, ένεκα της κακής χρήσης τους από τους πολιτικούς ως εργαλείο δημοσίων σχέσεων και (ανεκπλήρωτων) υποσχέσεων. Αυτό που μένει, εν τέλει, είναι η διαιώνιση του φαύλου κύκλου της ματαίωσης στην κοινωνία, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στην αντιδραστικότητα, το λαϊκισμό και τον φασισμό και να παρεισφρήσουν στο δημόσιο διάλογο αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη από τα θέματα που χρήζουν ουσιαστικής προσοχής.
Πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουμε να εξετάζουμε το θέμα αυτό όχι σε τεχνικό, αλλά σε υπαρξιακό επίπεδο. Εδώ δεν εξετάζουμε τη σωτηρία του πλανήτη, αυτός υπήρχε και θα υπάρχει μετά από εμάς. Εδώ μιλάμε για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Αντί, λοιπόν, να εστιάζουμε αποκλειστικά σε μακροσκοπικούς δείκτες όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και η αύξηση του πληθυσμού, πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος και τη θέση μας σε αυτό ως πολίτες, ως κοινότητες, ως έθνος, ως είδος.
Οι άνθρωποι πρέπει να θελήσουν να ζήσουν σε έναν κόσμο φιλικό προς το κλίμα, διότι θα το βλέπουν ως κάτι καλύτερο, όχι επειδή φοβούνται ή έχουν την εντολή να το κάνουν. Το ζήτημα είναι περίπλοκο, καθώς οι γηράσκοντες πολιτικοί μας είναι σε μεγάλο βαθμό ανίκανοι να εμπνεύσουν αυτές τις νέες αφηγήσεις σχετικά με ένα τόσο πολύπλοκο θέμα. Αυτό εξηγεί πολλά ως προς την έλλειψη ανάληψης κυβερνητικής ευθύνης και φιλόδοξης δράσης σε όλα τα επίπεδα: από την αυτοδιοίκηση και τις εθνικές κυβερνήσεις, ως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι συνθήκες απαιτούν να παραμείνουμε αισιόδοξοι. Δεν έχουμε, όμως, χρόνο να περιμένουμε από τους πολιτικούς να λύσουν το πρόβλημα, γιατί αυτό θα τους πάρει πολύ χρόνο. Και δεν μπορούμε να εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα αποκλειστικά ως θέμα ατομικών επιλογών. Είναι χρήσιμες οι ατομικές επιλογές, όμως δεν είναι αρκετές. Πρέπει να συνεργαστούμε, σε μεγαλύτερες και μικρότερες ομάδες, και να αρχίσουμε να λέμε μια διαφορετική ιστορία.
Εν τω μεταξύ, πρέπει να συνεχίσουμε να οικοδομούμε όσο το δυνατόν περισσότερη στήριξη για το ζήτημα του κλίματος. Αυτή είναι μάλλον η καλύτερη επιλογή που έχουμε, μιας και οι πολιτικοί είναι ακραίοι οπορτουνιστές. Εάν η κοινή γνώμη αλλάξει, οι πολιτικοί θα αλλάξουν επίσης.