του Βασίλη Λιόση
Πρόσφατα ένας άλλος διάλογος ξεκίνησε με θέμα τις κοινωνικές συμμαχίες. Το πρώτο άρθρο αναρτήθηκε στο The Press Project με υπογράφοντα τον Χρήστο Λάσκο (ΧΛ), στη συνέχεια στην ίδια ιστοσελίδα υπήρξε μια απάντηση από την πλευρά μου και κατόπιν ανταπάντησε ο ΧΛ. Καλοδεχούμενος, λοιπόν, ο διάλογος! Τον έχουμε ανάγκη. Σε καιρούς χαλεπούς οφείλουμε να συζητάμε μεταξύ μας ακόμη και αν οι διαφορές φαίνονται ή είναι χαώδεις. Μόνο να κερδίσουμε έχουμε από μια τέτοια διαδικασία.
Αλλά ας πάμε στο δια ταύτα. Στο κείμενο που θα ακολουθήσει θα καταθέσω ορισμένες σκέψεις που είτε επιχειρούν να ενισχύσουν το προηγούμενο άρθρο μου είτε ασκούν κριτική στο τελευταίο κείμενο του ΧΛ.
Α. ΟΡΙΣΜΕΝΑ (ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ) ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Ασφαλώς δεν θα πω τίποτα πρωτότυπο αν επισημάνω πως στον καπιταλισμό υπάρχουν δύο βασικές τάξεις. Για την ακρίβεια είναι οι μοναδικές τάξεις και ως εκ τούτου ίσως ο προσδιορισμός «βασικές» είναι περιττός. Μιλάμε για την εργατική και την αστική τάξη. Η μια παράγει τον πλούτο, η άλλη έχει στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής και καρπώνεται την υπεραξία. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμία άλλη τάξη παρά υπάρχουν τα μεσαία στρώματα και κάποιες «γκρίζες» ζώνες όπως π.χ. οι ημιπρολετάριοι, το λούμπεν προλεταριάτο κ.λπ.
Γιατί, όμως, αναφερόμαστε σε μεσαία στρώματα και όχι μεσαία τάξη; (αν και πρέπει να πούμε πώς ο όρος μεσαία τάξη έχει επικρατήσει). Διότι εντός αυτής της κοινωνικής κατηγορίας υπάρχει μια μεγάλη ψαλίδα στα εισοδήματα, στον αριθμό των εργαζομένων (όταν υπάρχουν εργαζόμενοι) και διαφορές όσον αφορά τη σχέση τους με τα μονοπώλια. Είναι προφανές ότι ο ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης με έναν εργαζόμενο που εργάζεται και ο ίδιος σκληρά και συνήθως πάνω από 10 ώρες ημερησίως δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση οικονομικά με έναν ιδιοκτήτη επιχείρησης που έχει 10 εργαζομένους. Στα μεσαία στρώματα εντάσσονται και άνθρωποι που μπορεί να μην είναι κάτοχοι μέσων παραγωγής αλλά μισθωτοί π.χ. διευθυντές σε μια επιχείρηση. Ο τρόπος πρόσληψης του εισοδήματός τους δεν είναι αυτός που καθορίζει την ταξική τους θέση αλλά ο ρόλος τους στην κοινωνική παραγωγή.
Η τάξη χαρακτηρίζεται από μια κοινότητα συμφερόντων και καταστάσεων. Το στρώμα είναι μια περισσότερο ρευστή κατηγορία. Τα μεσαία στρώματα παλινδρομούν ταξικά και συνειδησιακά προς τη μία ή την άλλη πλευρά (αν και οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η συνειδησιακή παλινδρόμηση σαφώς και επεκτείνεται και στην εργατική τάξη). Ένα μέρος τους μοιραία προλεταριοποιείται και ένα άλλο εντάσσεται στην αστική τάξη. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα τους είναι σε μια συνεχή κίνηση και σε καιρούς κρίσης πιέζετε προς τα κάτω.
Στα μεσαία στρώματα μπορούμε να συμπεριλάβουμε τους α) αυτοαπασχολούμενους, β) εργοδότες που δεν ανήκουν στην αστική τάξη, γ) συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη οικογενειών των δύο παραπάνω κατηγοριών και δ) μισθωτούς που το υψηλό εισόδημά τους τούς τοποθετεί έξω από το κάδρο της εργατικής τάξης.
Β. ΟΙ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΜΕ ΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ;
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ΧΛ: « […] οι κάτοχοι μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχουν πάρα πολλούς λόγους να είναι με τα “μονοπώλια” παρά με το λαό».
Η πρώτη μας ένσταση έχει να κάνει με το ότι η λέξη μονοπώλια τοποθετείται σε εισαγωγικά. Γιατί άραγε; Μήπως δεν υπάρχουν μονοπώλια ή επειδή τα μονοπώλια είναι ισοβαρή στον οικονομικό και πολιτικό τους ρόλο με τα μεσαία στρώματα, με βάση τη λογική του ΧΛ;
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, από προηγούμενες δεκαετίες τι ακριβώς συνέβη με ορισμένες μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Οι γειτονιές ήταν γεμάτες με μπακάλικα. Τα μπακάλικα κονιορτοποιήθηκαν με την εμφάνιση των super market. Ποιο συμφέρον άραγε είχαν οι ιδιοκτήτες των μπακάλικων από την εμφάνιση αυτών των μονοπωλιακών συγκροτημάτων;
Υπήρχαν, ακόμη, τα λεγόμενα καλλιτεχνικά τυπογραφεία. Μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων με συχνά δύο-τρεις εργαζόμενους. Εμφανίστηκαν μεγάλα συγκροτήματα τα οποία εξαφάνισαν τα καλλιτεχνικά τυπογραφεία. Ποιο συμφέρον είχαν οι τυπογράφοι από αυτή την εξέλιξη;
Τα συνοικιακά καταστήματα με είδη οικιακής χρήσης, επίσης συρρικνωθήκανε μετά την εμφάνιση των αλυσίδων ΙΚΕΑ, JYSK κ.ά.
Οι γειτονιές είχαν επίσης μικρά καταστήματα ρούχων και υποδημάτων τα οποία υπέστησαν –και συνεχίζουν να δέχονται– μια τεράστια πίεση από τις αλυσίδες καταστημάτων ρούχων και τα γνωστά εμπορικά κέντρα που έχουν κυριαρχήσει στο εμπόριο ρούχων και υποδημάτων. Ποιο συμφέρον είχαν οι μικροκαταστηματάρχες από την εμφάνιση των αλυσίδων που ονομάζονται Zara, Pull and Bear, Berskha και τα εμπορικά κέντρα τύπου Mall, Golden Hall;
Σήμερα οι ιδιοκτήτες των ταξί έχουν να αντιμετωπίσουν την Uber. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα στη Ρόδο οι ιδιοκτήτες των ταξί αναποδογύρισαν μερικά ταξί αυτής της αλυσίδας. Είχαν συμφέρον από την εμφάνισή της;
Ακόμη και οι μικροί φούρνοι, τα τυροπιτάδικα κ.ά. έχουν υποστεί μεγάλη ζημιά από αλυσίδες τύπου Βενέτη, Γρηγόρη κ.ά. αλλά και τα super market που πωλούν ψωμί, γλυκά και σφολιάτες.
Γ. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά την κρίση του 2010 έγινε μια τεράστια αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα απομυζήθηκαν ανελέητα από το ελληνικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Τα μεσαία στρώματα δεν έμειναν έξω από αυτήν την οικονομική συμπίεση. Και για να μην αναφερόμαστε σε γενικολογίες ας δούμε τα σχετικά στοιχεία.
Επιχειρήσεις με αριθμό εργαζομένων από 0-4
Επομένως την περίοδο της κρίσης είχαμε μια μείωση αυτών των μικρών επιχειρήσεων κατά 154.133 και σε επίπεδο ποσοστού μιλάμε για μια μείωση της τάξης σχεδόν του 25%.
Πώς εξηγείται αυτή η μείωση; Σε ένα γενικό αφαιρετικό επίπεδο ξέρουμε ότι στην περίοδο της κρίσης συντελούνται διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια αυτοί που ευνοούνται είναι τα μεγάλα και τα πολύ μεγάλα κεφάλαια και βεβαίως τα μονοπωλιακά συγκροτήματα. Πώς όμως πρακτικά συντελείται κάτι τέτοιο;
Κατ’ αρχάς προκειμένου να προετοιμαστεί το έδαφος για την επίθεση στα λαϊκά στρώματα, υπήρξε μια πολυετής και εντατική προπαγανδιστική προσπάθεια κατά την οποία οι μικροί επιχειρηματίες εγκαλούνταν ως φοροφυγάδες, αντιπαραγωγικοί και μη ανταγωνιστικοί. Ως εχθροί της κοινωνίας στοχοποιούνταν από τη μια τα συνδικάτα και οι συνδικαλιστές που με τις «παράλογες» απαιτήσεις τους έδιωχναν τους «καλούς» επιχειρηματίες και από την άλλη τα μεσαία στρώματα που στηλιτεύονταν για όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Ας θυμηθούμε επιπλέον όλη τη φιλολογία που υπήρχε για τους αγρότες που «παίρνουν τις επιδοτήσεις και τις τρώνε στα σκυλάδικα» (πιθανώς να υπήρχαν και τέτοιοι αλλά αυτό που κατέστρεψε μεθοδευμένα την αγροτική οικονομία ήταν η ΚΑΠ) και τη μυθολογία που κυκλοφορούσε και με βάση την οποία στη Λάρισα υπήρχαν τα περισσότερα αυτοκίνητα πολυτελείας από κάθε ευρωπαϊκή πόλη. Αυτό είχε ως στόχο τη δημιουργία του κοινωνικού αυτοματισμού, επομένως τη δημιουργία φαντασιακών εχθρών και άρα την αδυναμία από τον λαϊκό παράγοντα να διακριθεί ο πραγματικός εχθρός: το μεγάλο κεφάλαιο, τα μονοπώλια, ο ιμπεριαλισμός. Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για μια έξυπνη και αποτελεσματική πρακτική. Τον καιρό, λοιπόν, των μνημονίων πέρα από την εκτόξευση της ανεργίας και την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, το πλήθος των εκατοντάδων μνημονιακών νόμων που βρίσκονται σε ισχύ κανονικότατα μέχρι και σήμερα, υπήρξε παράλληλα μια άνευ προηγουμένου πίεση και προς τους επιτηδευματίες. Για παράδειγμα η προκαταβολή φόρου αυξήθηκε από το 55% στο 100%. Επιπροσθέτως, η συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος είχε αντίκτυπο άμεσα στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγώντας τες σε οριακή επιβίωση ή στο οριστικό τους κλείσιμο.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί άλλο ένα γεγονός: κατόπιν της αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και της άνευ προηγουμένου συμπίεσης του εργατικού εισοδήματος και της ανεργίας, υπήρξαν εργατικά στρώματα που αποφάσισαν με τον ένα ή άλλο τρόπο να ξεκινήσουν μία μικροεπιχείρηση. Επομένως, άλλαξαν ταξική θέση με στόχο την επιβίωσή τους. Πρόκειται για ένα επιπλέον λόγο για την ανάγκη συμμαχιών αφού για αυτά τα στρώματα θα έπρεπε να διατηρηθούν όσο είναι δυνατό τα ταξικά συνειδησιακά στοιχεία που κουβαλούν από την προηγούμενη κοινωνικοταξική ένταξή τους.
Κατόπιν όλων τούτων των αδιαμφισβήτητων γεγονότων προκαλεί εντύπωση η επιμονή σε μια άποψη που τσουβαλιάζει όλα τα μεσαία στρώματα και σχεδόν τα ταυτίζει με τα μονοπώλια και που αδυνατεί να δει τις διαβαθμίσεις εντός τους και τις δυνατότητες κοινωνικών συμμαχιών μεταξύ αυτών και της εργατικής τάξης.
Δ. ΤΑ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Θα αναφερθούμε και πάλι σε ντοκουμέντα και σε στοιχεία συγκεκριμένα.
Το 2020 δημοσιεύτηκε η έκθεση Πισσαρίδη. Ανάμεσα σε άλλα η έκθεση κάνει αναφορά για το μεγάλο πλήθος των μικρών επιχειρήσεων. Δεν μένει όμως σε διαπιστώσεις διότι προτείνει την εφαρμογή μιας διαδικασίας μέσω της οποίας θα περιοριστούν αυτές, άρα θα υπάρξει μια εκ νέου καταστροφή τους. Γράφεται χαρακτηριστικά: «επιχειρήσεις στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας δεν μεγεθύνονται, δεν επενδύουν συστηματικά σε νέες τεχνολογίες και δεν εστιάζουν σε εξαγωγές, απλώς γιατί στόχος τους είναι να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ. Μάλιστα η αρχική δομή των επιχειρήσεων αυτών είναι ως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις χωρίς αναπτυξιακό στόχο. Ένας τρόπος για να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες της λειτουργίας επιχειρήσεων στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας είναι να σκεφτεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές εγκλωβίζουν πόρους που εναλλακτικά θα χρησιμοποιούνταν στην επίσημη οικονομία από εξωστρεφείς επιχειρήσεις».
Ας προσθέσουμε και ένα πολιτικό σχόλιο που βεβαίως έχει τη σημασία του. Κατά την τηλεδιάσκεψη με θέμα την έκθεση Πισσαρίδη, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε το κείμενο ως «σχέδιο αναφορά» και επισήμανε ότι «πολλές από τις προτάσεις της έκθεσης κινούνται στη γραμμή όχι απλά των δικών μας προγραμματικών δηλώσεων, αλλά και δράσεων που έχουμε ήδη δρομολογήσει». Μάλλον περαιτέρω σχόλιο για την αποδοχή της έκθεσης Πισσαρίδη από την κυβέρνηση θα ήταν περιττό. Η έκθεση ενώ κάνει λόγο επί της ουσίας για την καταστροφή των μικρών επιχειρήσεων ουδεμία αναφορά έχει για τη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου.
Γράφεται ακόμη στην έκθεση ότι «υπερβολικά μεγάλο μέρος της εργασίας αφορά αυτοαπασχόληση, άτυπους τομείς της οικονομίας και εργασία με χαμηλά δηλωμένα εισοδήματα που εξαιρούνται από τη φορολογία […] το κόστος αυτής της στρέβλωσης είναι σημαντικό διότι ο άτυπος τομέας γενικά δεν προσανατολίζονται στις εξαγωγές (εκτός όταν αφορά τουριστικές ή διασυνδεδεμένες υπηρεσίες εμπορίου) και συγχρόνως παγιδεύει αξιόλογο εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να διοχετευθεί προς τους περισσότερους δυναμικούς και εξαγωγικούς τομείς».
Ο ΧΛ άθελά του ταυτίζεται με την έκθεση Πισσαρίδη, τις κυβερνητικές κατευθύνσεις και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό που επιδιώκει την περαιτέρω συγκέντρωση του κεφαλαίου. Ομοίως ταυτίζεται, όταν μιλά για τη φοροδιαφυγή των μικρομεσαίων, με τη λυσσώδη επίθεση της ΝΔ. Όχι ότι δεν υπάρχει φοροδιαφυγή. Αλλά δεν μπορεί κανείς να υποστηρίζει ότι αυτό γίνεται από όλους και να αρνείται το γεγονός ότι για κάποιους η φοροδιαφυγή είναι όρος επιβίωσης. Επιπλέον, το κύριο είναι να μιλήσουμε για τις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, την εθελοντική φορολόγηση των εφοπλιστών και όχι για το ότι ο ψιλικατζής δεν έκοψε απόδειξη.
Επομένως, οι υποτιθέμενοι σύμμαχοι των μονοπωλίων, με βάση τη λογική του ΧΛ, χτυπήθηκαν και πρόκειται να χτυπηθούν ανελέητα από τα μονοπώλια ή για την ακρίβεια από τους πολιτικούς εκπροσώπους τους! Εδώ έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια λογική αντίφαση που ως τέτοια δεν επιδέχεται λύσης.
Ε. ΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ
Ο ΧΛ προκειμένου να στηρίξει τη θέση του επικαλείται τον Μαρξ και συγκεκριμένα τα βιτριολικά σχόλιά του στη 18η Μπρυμαίρ που αφορούσαν τους μικροϊδιοκτήτες. Ωστόσο, αξίζει να θυμηθούμε και κάποια άλλα σχόλια. Οι Μαρξ-Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφουν:
«Μικροβιομήχανοι, εμποράκηδες και εισοδηματίες, χειροτέχνες και χωρικοί, τα παλιά κατώτερα στρώματα των μεσαίων “τάξεων”, όλες τούτες οι τάξεις ξεπέφτουν στο προλεταριάτο, είτε γιατί τα μικρά τους κεφάλαια δεν τους φτάνουν για να γίνουν μεγαλοβιομήχανοι και δεν τα βγάζουν πέρα από τον ανταγωνισμό του μεγαλύτερου κεφαλαίου, είτε γιατί η τεχνική τους επιδεξιοσύνη δεν έχει πια πέραση μπροστά στους νέους τρόπους παραγωγής. Έτσι οι προλετάριοι στρατολογούνται από όλα τα στρώματα του πληθυσμού», η υπογράμμιση δική μας.
Οι κλασικοί του μαρξισμού στο παραπάνω απόσπασμα περιγράφουν μια αντικειμενική διαδικασία προλεταριοποίησης μεσαίων στρωμάτων, όχι χωρίς σημασία. Αν επεκτείνουμε λίγο τη σκέψη τους καταλαβαίνουμε ότι η είσοδος από τα μεσαία στρώματα στην εργατική τάξη πρέπει να γίνει με όρους προς όφελος της δεύτερης και αυτό θα εξασφαλιστεί αν έχει προηγηθεί μια πολιτική συμμαχιών με βάση την οποία η αφομοίωση της επαναστατικής ιδεολογίας από τους νεοεισελθόντες θα είναι ταχύτερη και περισσότερο πιθανή.
Ας σκεφτούμε ακόμη την πολιτική συμμαχιών των Μπολσεβίκων πριν και μετά τη ρωσική επανάσταση του ’17 που απευθύνονταν στους Αριστερούς Εσέρους και τους Μενσεβίκους για τη σύμπηξη μιας πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ εργατικής τάξης και αγροτικών στρωμάτων. Μάλιστα, η αντίληψή τους για το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών συμπυκνώνεται σε ένα εκπληκτικό κείμενο του Λένιν στο οποίο έγραφε: «Γιατί, όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις μιας μερίδας των μικροαστών με όλες τις προλήψεις τους, χωρίς κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών ενάντια στον τσιφλικάδικο, εκκλησιαστικό, μοναρχικό, εθνικό κ.λπ. ζυγό, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι απαρνείται την κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα μέρος ένας στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, και από το άλλο ένας άλλος στρατός που θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού”, κι αυτό φαντάζονται ότι θα είναι κοινωνική επανάσταση!! […]
»Όποιος περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δε θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση», η υπογράμμιση με τα πλαγιογράμματα στο πρωτότυπο.
ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα μεσαία στρώματα ασφαλώς και δεν είναι ενιαία, ταξικά και συνειδησιακά. Κάποια βρίσκονται σε διαδικασία προλεταριοποίησης, ένα πολύ μικρότερο τμήμα τους σε διαδικασία ένταξης στην αστική τάξη και μια μεγάλη μάζα τους βρίσκεται σε μια σταθερή κατάσταση ή παλινδρομεί. Αν αρνηθούμε την ανάγκη συμμαχιών με εκείνα τα τμήματά τους που κατά κύριο λόγο βρίσκονται σε διαδικασία προλεταριοποίησης ή ταξικών παλινδρομήσεων, τότε δεν απομένει καμία δυνατότητα για συμμαχίες της εργατικής τάξης με άλλα κοινωνικά στρώματα. Εκτός αν θεωρούμε σύμμαχο της εργατικής τάξης τα λούμπεν στοιχεία. Ως εκ τούτου καταλήγουμε ότι στον κοινωνικό αγώνα η εργατική τάξη πρέπει να πορευθεί μόνη της και τους εν δυνάμει συμμάχους της να τους χαρίσει στην αντίπερα πλευρά. Αυτό, όμως, που πραγματικά θα έπρεπε να την απασχολεί θα ήταν η συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών με τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ή στη χειρότερη περίπτωση η ουδετεροποίηση στρωμάτων των οποίων ο πολιτικός, ταξικός και ιδεολογικός προσανατολισμός τους διακυβεύεται.
Κατά συνέπεια και με βάση τη λογική του ΧΛ, αν υποθέταμε ότι υπήρχε ένα πραγματικά επαναστατικό, σήμερα στην κοινωνία, κόμμα, τότε αυτό δεν θα έπρεπε να επιζητεί καμία είδους πολιτική συμμαχία με κόμματα που θα εκπροσωπούσαν και θα υπερασπίζονταν συμφέροντα μικροαστικών στρωμάτων.
Η υιοθέτηση μιας λογικής ταξικής «καθαρότητας» θα οδηγούσε στο αδιανόητο συμπέρασμα ότι η κονιορτοποίηση των μεσαίων στρωμάτων και το επικείμενο σχέδιο παραπέρα συρρίκνωσής τους είναι μια καλοδεχούμενη διαδικασία αφού κάνει ακόμα καθαρότερη την ταξική πόλωση. Ας φανταστούμε, λοιπόν, έναν επαναστατικού φορέα που δημόσια θα διατύπωνε μια τέτοια άποψη και τι απήχηση θα είχε στην ελληνική κοινωνία.
Όλα τα παραπάνω θα σήμαιναν την υιοθέτηση μιας άκρως σεχταριστικής πολιτικής που είναι καταδικασμένη όχι μόνο από την κοινή λογική και τον μαρξισμό αλλά και από την ιστορία.