του Δημήτρη Τσίρκα
Για αυτό και σε κρίσιμες στιγμές πύκνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας μπορεί να λειτουργήσει ως πυροδότης μαζικότερων αγώνων ή και ως κέντρο οργάνωσης που παρατείνει τη διάρκειά τους, «δανείζοντάς» τους παράλληλα, μορφές πάλης και συνθήματα.
Αυτό συνέβη στα μεγάλα παν-εκπαιδευτικά κινήματα του 1998 και του 2006 με πρωταγωνιστή κυρίως τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και στη νεολαιίστικη εξέγερση του 2008, όπου τον πρώτο λόγο είχε η Αναρχία στις διάφορες εκδοχές της. Ακόμα και το κίνημα τον Αγανακτισμένων δεν θα έφτανε τη μαζικότητα και τη διάρκεια που είχε, δίχως τη συμμετοχή αυτού του χώρου.
Απουσία, ωστόσο μια τέτοιας ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής, ο εν λόγω χώρος είναι σε μεγάλο βαθμό απομονωμένος. Οι προβληματισμοί του, ο τρόπος ζωής των μελών του, οι τελετουργικές δράσεις που τον συγκροτούν είναι ξένες προς την πραγματικότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η τελευταία μάλιστα, υπό την επήρεια της κυρίαρχης ιδεολογίας και της μηντιακής προπαγάνδας φτάνει να διάκειται μέχρι και εχθρικά απέναντί του.
Σε μια τέτοια συνθήκη εκτιμά η κυβέρνηση ότι βρισκόμαστε και για αυτό περνά στην επίθεση για να απαλλαγεί μια και καλή από αυτόν. Η πανεπιστημιακή αστυνομία, ο νόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, η αστυνομική κατοχή των Εξαρχείων και τώρα, η εξώθηση στα άκρα της σύγκρουσης με αφορμή την απεργία πείνας του «γνωστού» κρατουμένου, είναι τμήματα της ίδιας στρατηγικής και επιχειρησιακού σχεδίου που στοχεύουν να εξαφανίσουν και το τελευταίο «απομεινάρι» της Μεταπολίτευσης.
Η κυβέρνηση βλέπει ότι δεν υπάρχουν αντιδράσεις όσο δέρνει αναρχικούς/αριστερούς και «φίλους της τρομοκρατίας», όπως τους βαφτίζουν τα παπαγαλάκια της στα μήντια. Ούτε όταν καταργεί στην πράξη το δικαίωμα στη διαδήλωση ή εμφανίζει τα πανεπιστήμια ως κέντρα βίας και ανομίας. Τουναντίον, έχει πρόχειρες καμιά δεκαριά δημοσκοπήσεις στις οποίες η πλειονότητα των πολιτών φέρεται να ζητά ακόμα πιο σκληρή αντιμετώπιση των «μπαχαλάκηδων».
Έτσι, όχι μόνο συνεχίζει ακάθεκτη, αλλά κλιμακώνει κιόλας επιδιώκοντας να συντρίψει τον αντίπαλό της. Σαστισμένοι από την πανδημία, τον εγκλεισμό και την οικονομική κρίση και βομβαρδιζόμενοι νυχθημερόν από την κυβερνητική προπαγάνδα, οι πολίτες μοιάζουν να μη συγκινούνται από το κουρέλιασμα του συντάγματος, την ποδηγέτηση του κράτους δικαίου και την τρομακτική έξαρση της καταστολής. Πόσο μάλλον όταν αυτές ασκούνται πρωτίστως πάνω σε όσους έχουν χαρακτηριστεί φιλοτρομοκράτες ή μπαχαλάκηδες.
Η στρατηγική είναι γνωστή – να τελειώνουμε επιτέλους με την Μεταπολίτευση και τη διαβόητη ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που κρατά τη χώρα δέσμια χρεωκοπημένων αντιλήψεων και πρακτικών. Να πάψει το κέρδος να θεωρείται ντροπή και η αστυνομία βρισιά. Να επικρατήσουν η αριστεία και το επιχειρείν. Να σταματήσουν τα παιδιά μας να έχουν αφίσες του Μαρξ και του Βελουχιώτη στα δωμάτιά τους και να τις αντικαταστήσουν με τα πορτραίτα της Βαρόνης Θάτσερ και του καθηγητή Πισσαρίδη ή της Αλεξάνδρας Μητσοτάκη, καλύτερα.
Η παρούσα κυβέρνηση και ΝΔ είναι το αποτέλεσμα της συγχώνευσης του ακραίου κέντρου με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες του και της παραδοσιακής (ακρο)δεξιάς με τις χουντικές φαντασιώσεις. Ο Στουρνάρας της Τράπεζας της Ελλάδας και το στουρνάρι, ο Μπαλάσκας, ο εκπρόσωπος των ειδικών φρουρών, είναι ίσως τα πρόσωπα εκφράζουν πιο παραστατικά την ουσία αυτής της κυβέρνησης.
Ο γάμος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ με τη νεοδημοκρατική ακροδεξιά ξεκίνησε ως ένας γάμος συμφέροντος. Εξελίχθηκε όμως σε μεγάλο έρωτα αφού το συμφέρον είναι η μόνη ιδεολογία και των δύο αυτών χώρων. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Όταν κόβεις τη χρηματοδότηση του ΕΣΥ εν μέσω πανδημίας ή πετάς έξω από τα πανεπιστήμια χιλιάδες φτωχά παιδιά, χρειάζεσαι και χιλιάδες νέους αστυνομικούς, με τα χέρια λυμένα για να καταστείλεις τις αντιδράσεις. Οι συνταγές του Πισσαρίδη δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τα γκλοπ του Χρυσοχοΐδη.
Η κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε ως πρόσχημα για την αντιμετώπιση της πανδημίας δίνει στην κυβέρνηση μια τεράστια ευκαιρία για να τσακίσει τις μοναδικές εστίες αντίστασης στα σχέδια της να κάνει την Ελλάδα μεγάλη ξανά. Όπως τη δεκαετία του 1950.
Μόνο που τη θέση του βασιλιά Παύλου του Α’ και της Φρειδερίκης, θα έχουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο Γκόμενος και η Μαρέβα η Υπέρκομψη. Τους δε χωροφύλακες αντικαθιστούν επάξια οι ειδικοί φρουροί του Μπαλάσκα. Φυσικά το ίδιο πελατειακό καθεστώς της Δεξιάς συνεχίζει να πλιατσικολογεί το κράτος, στο πλαίσιο, πάντα, της κομματικής αριστείας. Μοναδική διαφορά είναι ότι τα πιστοποιητικά φρονημάτων σήμερα δεν τα εκβιάζει και εκδίδει η Ασφάλεια, αλλά τα κανάλια και τα μέσα της Λίστας Πέτσα.