Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες είθισται οι δημοσιογράφοι να γράφουν για το Πολυτεχνείο. Για τα θύματα, για το τανκ που γκρέμισε την πύλη, για τη θηριωδία της χούντας και για την αυταπάρνηση των φοιτητών, «Εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Για τον Ιωαννίδη που καραδοκούσε πίσω απ’ τις κουίντες και για την Κύπρο που έμελλε να θυσιαστεί, για το σφαγείο της Μπουμπουλίνας και για το ΕΑΤ-ΕΣΑ. 

 
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες καλούμαι κι εγώ να γράψω κάτι και πάντα το αποφεύγω – όλο αυτό έχει προ πολλού καταντήσει ένα κλισέ, κάτι σαν μνημόσυνο, σαν φτηνή σχολική γιορτή για την επανάσταση του ’21, σαν θρήνος γι’ αυτό που ήμασταν και γι’ αυτό που έχουμε γίνει. Και δεν εννοώ τόσο την πολιτική όσο τα χρόνια που πέρασαν – και την ηλικία.
 
Φέτος όμως δεν γίνεται να μη γράψω· είναι η ύβρις των ναζιστών, κι είναι ακόμα όλη αυτή η παραφιλολογία για τη μεταπολίτευση, που ενοχοποιείται για όλα τα στραβά.
 
Η γενιά του Πολυτεχνείου, σου λέει, φταίει για όλα. Δεν ανήκω σ’ αυτήν τη γενιά, ανήκω στην αμέσως επόμενη, τη λανθάνουσα, γι’ αυτό και μπορώ να μιλήσω απροκατάληπτα. Έρχομαι, λοιπόν, τριάντα εννέα χρόνια μετά, κι έχοντας ζήσει με κομμένη την ανάσα την εξέγερση κι όλα όσα επακολούθησαν μέχρι σήμερα, μπορώ πλέον να πω με βεβαιότητα ότι δεν έφταιξαν οι ήρωες του Πολυτεχνείου που αποδείχτηκαν αργότερα κατώτεροι των περιστάσεων και πρωταγωνίστησαν αρνητικά στη διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού σκηνικού – ως υπουργοί, ως βουλευτές, ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Συνέχισε την ανάγνωση στο νέο Blog του Χριστόφορου Κάσδαγλη »