Το «τα φάγαμε όλοι μαζί» έχει δύο αναγνώσεις: Η πρώτη αφορά το επιχείρημα πως ένας ολόκληρος λαός έζησε πάνω από τις δυνατότητές του. Το περίφημο «We all partied» του Ιρλανδού υπουργού αποτέλεσε τον ιδεολογικό μανδύα της λιτότητας που επιβλήθηκε σε όλη την Ευρώπη και παραδόξως χρησιμοποιήθηκε κυρίως από αυτούς που προπαγάνδισαν το συγκεκριμένο καταναλωτικό μοντέλο. Η δεύτερη ανάγνωση είναι τοπικού χαρακτήρα, και σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα των υψηλών δεικτών διαφθοράς της χώρας μας. Το επιχείρημα όμως χωλαίνει και πάλι όταν το εξετάζουμε ποιοτικά και ποσοτικά.

 
Πριν πούμε ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί» πρέπει πρώτα να δούμε ποιοι είμαστε οι όλοι. Οι πολλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στην ουσιαστική διαφθορά πέραν του να μην πληρώσουν το εισιτήριο τους στο Μετρό, να μην κόψουν απόδειξη, ή να προσπαθήσουν να πάρουν μια ευνοϊκή μετάθεση στο στρατό ή μια θέση στο δημόσιο. Ο υποτιθέμενος υπέρογκος δημόσιος τομέας στην πραγματικότητα βρίσκεται διαπιστωμένα στον μέσο όρο της Ευρώπης, με απολαβές κατά πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Τα αιρετά αξιώματα στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένης και της τοπικής αυτοδιοίκησης σε όλες τις βαθμίδες της, αριθμούν περίπου 140.000 δημόσιες θέσεις. Αν προσθέσουμε σε αυτά τις διοικήσεις των ΔΕΚΟ καθώς και το σύνολο των εργαζομένων σε εφορίες και πολεοδομίες (θεωρώντας τους όλους ύποπτους διαφθοράς) τότε φτάνουμε στο 1,4% των Ελλήνων πολιτών. Ακόμα είμαστε λίγοι για να είμαστε όλοι. Οι λίγοι, από την άλλη, δεν τα πήγαν κι άσχημα. Στο σκάνδαλο Siemens, που προσφάτως επιχειρήθηκε να κλείσει νομοθετικά, η δικαστική έρευνα στη Γερμανία αναφέρει ότι η ίδια η εταιρεία παραδέχεται μίζες 51 εκατομμυρίων ευρώ προς πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς. Μεγαλύτερα είναι τα ποσά που αναφέρονται στην προανακριτική διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου αγοράς των ελαττωματικών υποβρυχίων στις μέρες του Άκη Τσοχατζόπουλου. Σε εκατοντάδες εκατομμύρια έχουν υπολογίσει οι ανεξάρτητοι εκτιμητές το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Για 1,2 δις ευρώ ζημιά στο ελληνικό δημόσιο κάνει λόγο το κατηγορητήριο βάσει του οποίου ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης οδηγήθηκε στον Κορυδαλλό. Τα νούμερα γίνονται ακόμα μεγαλύτερα στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων: Μόνο το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην εταιρεία «Ακρόπολις», παρακλάδι του σκανδάλου, ανέρχεται στα 5,5 δις ευρώ.
 
Αυτό δεν λέγεται προκειμένου να οραματιστούμε μαζί μια κοινωνία αδιάφθορη. Όλοι οι άνθρωποι φοροδιαφεύγουν όταν και όποτε μπορούν, και στα λίγα και στα πολλά. Αντί να περιφέρουμε μια γενικευμένη ηθικολογία απέναντι σε όποιον δεν πλήρωσε εισιτήριο στο λεωφορείο και σε όποιον έχτισε πύργο από τις μίζες, και να αθροίζουμε τα χρήματα από τα χαμένα εισιτήρια για να δούμε αν είναι περισσότερα ή λιγότερα από τις μίζες, το βαθύτερο πρόβλημα είναι η ανισότητα, δηλαδή ακριβώς η αμφισβήτηση του ισοπεδωτικού «μαζί». Οι ηθικολογίες περί σπάταλων λαών επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν σε σχέση με την πραγματική αδικία, που δεν λύνεται με ηθικοπλαστικά κηρύγματα, αλλά με τον παλαιότερο δοκιμασμένο πολιτικό τρόπο: τη διεκδίκηση.