Οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρα από τις άλλες παραμέτρους τους -και πέρα άρα και από το αποτέλεσμά τους- εντάσσονται ως μάχη και σε έναν ευρύτερο πόλεμο: αποτελούν και ένα κομβικό επεισόδιο στην πολιτισμική μάχη των τελευταίων ετών που κυριαρχεί στη χώρα: του πολέμου της αλτ ράιτ κίνησης με την κουλτούρα της αφύπνισης. Αυτό που στα καθ’ ημάς συνηθώς εκφυλίζεται σε μια στείρα κουβέντα γύρω από το πόσο καταπιεστική είναι η πολιτική ορθότητα, στις ΗΠΑ προσλαμβάνει διαστάσεις κανονικής αναμέτρησης για την ηγεμονία. Αρκεί για παράδειγμα να σκεφτεί κανείς την συντηρητική στροφή στο ζήτημα των αμβλώσεων ή την εκ νέου έξαρση της φυλετικής βίας για να καταλάβει πώς η κατηγορία ότι η woke κουλτούρα προσπαθεί να μας επιβάλει «να μη μιλάμε» δεν φαίνεται και τόσο πειστική στην πραγματικότητα του κοινωνικού σχηματισμού όπου ο διάλογος είναι ενεργός.

Το γεγονός δε ότι ο υποψήφιος (και εκλεγμένος πλέον) αντιπρόεδρος που έχει επιλέξει ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο Τζέι ντι Βανς ιδεολογικοποίησε με πιο σαφή τρόπο το πολιτισμικό επίδικο της αναμέτρησης. Συγγραφέας του γνωστού και πολυδιαβασμένου και στα ελληνικά Τραγουδιού του χιλμπίλη (εκδόσεις Δώμα), ο Βανς αποτελεί σταθερή αναφορά αυτών που τονίζουν την δυσφορία στον σύγχρονο πολιτισμό που αισθάνεται ο λευκός, στρέιτ άντρας της μεσαίας τάξης. Στρέφοντας το βλέμμα του στην «τραγωδία» των λευκών απόκληρων, ο Βανς πέρα από το να προσπαθεί να εξηγήσει την άνοδο της τραμπικής δεξιάς, υιοθετεί εν τέλει τον αντιδιανοουμενισμό και τον συντηρητισμό της βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο: η κατάσταση των λευκών απόκληρων καταλήγει έτσι να νομιμοποιεί ένα σύστημα που την αναπαράγει, με το woke κίνημα να αποτελεί τον ιδεολογικό αποδιοπομπαίο τράγο. Αυτό που υποτίθεται ότι αρθρώνεται ως κριτική στον φιλελευθερισμό και τις αντιφάσεις του δεν είναι παρά η απόρριψη του ιδεολογικού του εποικοδομήματος και των αξιών του τη στιγμή που η οικονομοκιή του λοκομοτίβα διασχίζει ανενόχλητη της ξερές εκτάσεις της υστεροκαπιταλιστικής επικράτειας.

Σ’ αυτό το συγκείμενο, υπάρχουν τρεις πιθανές επιλογές απάντησης. Η πρώτη είναι αυτή που βάζει στην πρώτη γραμμή της ρητορικής της το συναίσθημα. Η κατάδειξη των συνεπειών της αντιγουόκ επιχειρηματολογίας γίνεται επί τη βάσει των τραγικών εκείνων περιπτώσεων που αναιρούν το ιδεολόγημα της επίθεσης που δέχεται ο λευκός στρέιτ άντρας και ο δυτικός πολίτης, φορέας των κλασικών φιλελεύθερων αξιών: και ένα ρεπεράζ μόνο στις εικόνες τις βίας αρκεί για να χτυπήσει σαν γροθιά στο στομάχι οποιονδήποτε αισθάνεται (ο κόσμος ως τραγωδία). Γνωρίζουμε όμως (πολλοί και πολλές εξ ιδίων) ότι οι καιροί ευνοούν τον κυνισμό.

Η δεύτερη απάντηση είναι αυτή της ψυχρής, λογικής, συντριπτικής παράθεσης επιχειρημάτων. Σαν ένα εμπεριστατωμένο δοκίμιο ή σαν ένα καλοδουμένο και με την ψυχρότητα αστυνομικής αναφοράς γραμμένο ρεπορτάζ που εξιστορεί σημείο σημείο την πλάνη των επιχειρημάτων του ανορθολογικού αντίπαλου. Η απάντηση αυτή αρδεύει τις καταβολές της από την κλασική διαφωτιστική πεποίθηση ότι αυτό που λείπει από τους θιασώτες παράλογων δοξασιών είναι η πλήρης γνώση. Πως αν δειχθεί η αλήθεια θα γίνει αμέσως και αποδεκτή από τον αντίπαλο, που ξάφνου ως άλλος Σαούλ προς τη Δαμασκό θα μεταμορφωθεί σε Παύλο. Δυστυχώς γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι -φευ- τόσο απλό. Ο τρόπος που δουλεύει η ιδεολογία μένει ανεπηρέαστος από την ορθολογική επιχειρηματολογία, δημιουργώντας ταυτίσεις που παρακάμπτον το λογιστικό μέρος της ψυχής. Οι άνθρωποι μπορούν να ξέρουν το καλό και να πράττουν το κακό -και συνήθως αυτό κάνουν.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη απάντηση που κείται πέραν του λυρικού συναισθηματισμού και της ψυχρής επιχειρηματολογίας: το χιούμορ. Σε αντίθεση με την εκβιαστική πίεση του συναισθήματος και την αδιάφορη κατάδειξη του λογικού επιχειρήματος το χιούμορ συνδέει γνώση και απόλαυση. Γελώντας με την κατάσταση δεν προσβάλω το θύμα, αλλά απονομιμοποιώ τον θύτη, κάνοντάς τον να διολισθήσει στη σφαίρα του γραφικού. Δημιουργείται έτσι η ρωγμή που θα επιτρέψει στο επιχείρημα να εισχωρήσει και να διαβρώσει το αντιδραστικό τείχος.

Αυτή είναι η απάντηση του Πέρσιβαλ Έβερετ στα Δέντρα. 

Η υπόθεση του βιβλίου είναι απλή -και συνάμα εξωφρενική. Σε κάποια κωμόπολη του Νότου που λέγεται «Χρήμα» (και ναι, είναι υπαρκτό μέρος) λευκοί αρχίζουν να βρίσκονται νεκροί, με ακρωτηριασμένα τα γεννητικά τους όργανα. Πλάι τους εμφανίζεται το παγωμένο πτώμα ενός μαύρου άντρα. Το περίεργο είναι ότι σε κάθε νέα υπόθεση παραμένει ίδιο το πτώμα του μαύρου, που μυστηριωδώς εμφανίζεται και εξαφανίζεται. Η τοπική αστυνομία, βγαλμένη λες από κάποια φάρσα τύπου «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή», αδυνατεί όχι απλώς να επιλύσει την υπόθεση, αλλά και να τη διαχειριστεί έστω. Έτσι επεμβαίνει η κεντρική αστυνομία της Πολιτείας αρχικά και το ίδιο το FBI στη συνέχεια. Οι ανώτεροι αστυνομικοί είναι μαύροι, η δε πράκτορας του FBI πέρα από μαύρη είναι και γυναίκα. Σοκ και δέος για τους μισογύνηδες ρατσιστές της κωμόπολης, τους οποίους ο Έβερετ παρουσιάζει με μια λεπτή ειρωνεία που παράγει άφθονο γέλιο και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες.

Σκηνές όπως η παρακάτω είναι ενδεικτικές νομίζω της ειρωνείας του συγγραφέα:

«Ποιος ανακάλυψε ότι το πτώμα έλειπε;» ρώτησε ο Εντ.

«Ο Φόντλ», είπε ο Ντιλ.

«Τι γνώμη έχεις για τον Φοντλ;» ρώτησε ο Τζιμ.

Ο Ντιλ κοίταξε πίσω του για να δει αν βρισκόταν κοντά κανείς για να τον ακούσει. «Είναι πιο τρελός κι από τρελό».

«Πολύ ποιητικά το έθεσες», είπε ο Τζιμ.

«Παρακολουθούσα μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Όμπερν. Έγραφα ποιήματα. Πάντα ήθελα να γίνω μπιτ ποιητής. Σε λάθος γενιά γεννήθηκα. Τώρα χώνω πεθαμένους σε συρτάρια. Αν το καλοσκεφτείς είναι το ίδιο πράγμα».

 

Όσο το βιβλίο προχωρά οι δολοφονίες λευκών επεκτείνονται στη χώρα, πλάι στα μαύρα πτώματα προστίθενται και κίτρινα, ενώ η κοινωνική αναταραχή έχει γενικευτεί τόσο την ώρα που το μυστήριο λύνεται, που το βιβλίο τελειώνει μετέωρο μπροστά σε ένα επερχόμενο μέλλον που δείχνει να φέρνει την ιστορική λύτρωση.

 

Στη βάση του μύθου βρίσκεται η υπόθεση λιντσαρίσματος του 14χρουθνου Εμετ Τιλ, που σηματοδοτεί ένα ορόσημο μνήμης για τα θύματα του ρατσιστικού μίσους. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ανακαλούν την υπόθεση, η οποία εκτυλίσσεται ως μια ετεροχρονισμένη εκδίκηση. Αυτό το πλαίσιο ωστόσο αντί να «βαραίνει» τον τρόπο έκθεσης της πλοκής, αναμορφώνεται στη μορφή μιας μαύρης κωμωδίας. Η εκτύλιξη της ιστορίας δικαιώνει τα θύματα διπλά: αφενός η κατεργασία της κατάστασης της υποτέλειας τους έχει φέρει «αποπάνω». Οι μαύροι ήρωες είναι πετυχημένοι, ακόμα και όταν φαίνονται «απλοί». Το περίπλοκο σχέδιο των δολοφονιών το οργανώνει δραστικά μια σερβιτόρα. Την ίδια στιγμή, οι λευκοί πρώην θύτες κείνται τρόπον τινά εκτός ιστορίας, ζώντας με τον τρόπο των ρατσιστών προγόνων τους μια ζωή κυκλική, στάσιμη σε μια φυσική επαναληψιμότητα των εποχών. Η εποχή τούς έχει ξεπεράσει.

 

Το ξεπέρασμα φαίνεται στον τρόπο που δείχνεται η δράση της Κου Κλουξ Κλαν. Για όσους και όσες έχουν δει την αντίστοιχη σκηνή στο Τζάνγκο του Ταραντίνο η αναλογία είναι προφανής: οι άλλοτε τρομακτικές τελετές της εγκληματικής οργάνωσης έχουν διολισθήσει σε μια φολκλρόρ επίδειξη ηλιθιότητας, με τα μέλη να είναι ανίκανα και να ανάψουν απλώς σωστά έναν ξύλινο σταυρό.

Οι λευκοί προβάλλουν έτσι διπλά εξαπατημένοι. Τόσο ως προς την παρωχημένη ιδεολογία τους, που πια δεν αρκεί ούτε για να προστατέψουν τον εαυτό τους από την εκδίκηση, όσο και ως προς την κοινωνική τους θέση. Ανίκανοι να δουν τις σωστές διαιρετικές τομές της κοινωνικής οργάνωσης, καθηλώνονται στον πάτο του κοινωνικού. Δεν είναι ρατσιστές επειδή είναι λούμπεν, αλλά ο ρατσισμός τους καθηλώνει στη λουμπενοποίηση.