«Στην απάντησή της, εκ μέρους της Κομισιόν η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ίλβα Γιόχανσον αναδεικνύει την απροθυμία της ελληνικής πλευράς να δώσει τα απαιτούμενα στοιχεία.
«Η Επιτροπή βρίσκεται σε τακτική επαφή με την Ελλάδα, εξακολουθεί να ζητά τη διεξαγωγή των εθνικών ερευνών και δικαστικών διαδικασιών με ταχύ και ολοκληρωμένο τρόπο και αναμένει από τις αρχές να διώκουν τυχόν παρατυπίες, κάτι το οποίο εμπίπτει άλλωστε στην αρμοδιότητά τους», τονίζεται στην απάντηση της Επιτρόπου.
Με την απάντηση αυτή αποκαλύπτεται για ακόμη μία φορά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει κρυφτό με την Ευρώπη, αποποιούμενη των ευθυνών της με τη στρατηγική της αφωνίας, που συνεχίζει και σε άλλα μείζονα θέματα όπως αυτό των παρακολουθήσεων και του εγκλήματος των Τεμπών», αναφέρουν οι ευρωβουλευτές.
Αναλυτικά η ανακοίνωση Κώστα Αρβανίτη και Έλενας Κουντουρά
Μία ακόμη ολιγωρία της ελληνικής κυβέρνησης στο να δώσει στοιχεία για το πολύνεκρο ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου στις 14 Ιουνίου 2023 ξεσκεπάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Κώστα Αρβανίτη και Έλενας Κουντουρά.
Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχαν απευθυνθεί στην Κομισιόν, μετά τη διαρροή εγγράφου από το Γραφείο Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Frontex, το οποίο επιρρίπτει ευθύνες στις ελληνικές αρχές.
Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο:
– οι ελληνικές αρχές δεν εκκίνησαν, ως όφειλαν, επιχείρηση έρευνας και διάσωσης μετά τη λήψη του σήματος του Frontex,
– οι απόπειρες ανεφοδιασμού που διετάχθησαν από τις ελληνικές αρχές έθεσαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους περίπου 700 επιβαίνοντες στο Adriana,
– το σκάφος του Ελληνικού Λιμενικού ΠΠΛΣ 920 κατέγραψε τον επικίνδυνο κλυδωνισμό του πλοίου Adriana,
– το δέσιμο σκοινιών στο πλοίο εγκυμονούσε σημαντικούς κινδύνους,
– σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των ελληνικών αρχών, το Adriana έπλεε χωρίς κινητήρα για αρκετές ώρες,
– οι πόροι που κινητοποιήθηκαν από τις ελληνικές αρχές δεν ήταν επαρκείς,
– η άμεση εστίαση των ελληνικών αρχών πριν από το ναυάγιο δεν ήταν η έρευνα και διάσωση,
– οι ελληνικές αρχές καθυστέρησαν την έναρξη επιχείρησης έρευνας και διάσωσης και την εκκίνησαν μόνο όταν το Adriana ανατράπηκε και ήταν ήδη αργά για να διασωθούν όλοι οι επιβαίνοντες και
– οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν χρήση των πόρων που προσέφερε ο Frontex.
Μετά από τη δημοσιοποίηση του εγγράφου ο Κ. Αρβανίτης και η Ε. Κουντουρά ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να πάρει θέση, ρωτώντας αν οι παραπάνω ενέργειες των ελληνικών αρχών είναι σύννομες με τη νομική υποχρέωση διάσωσης ζωών που βρίσκονται σε κίνδυνο και με το διεθνές και ενωσιακό νομικό πλαίσιο για την έρευνα και διάσωση και αν ο Frontex όφειλε να επέμβει γνωρίζοντας τα ως άνω, στα πλαίσια της εντολής του.
Στην απάντησή της, εκ μέρους της Κομισιόν η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων Ίλβα Γιόχανσον αναδεικνύει την απροθυμία της ελληνικής πλευράς να δώσει τα απαιτούμενα στοιχεία.
«Η Επιτροπή βρίσκεται σε τακτική επαφή με την Ελλάδα, εξακολουθεί να ζητά τη διεξαγωγή των εθνικών ερευνών και δικαστικών διαδικασιών με ταχύ και ολοκληρωμένο τρόπο και αναμένει από τις αρχές να διώκουν τυχόν παρατυπίες, κάτι το οποίο εμπίπτει άλλωστε στην αρμοδιότητά τους», τονίζεται στην απάντηση της Επιτρόπου.
Με την απάντηση αυτή αποκαλύπτεται για ακόμη μία φορά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη παίζει κρυφτό με την Ευρώπη, αποποιούμενη των ευθυνών της με τη στρατηγική της αφωνίας, που συνεχίζει και σε άλλα μείζονα θέματα όπως αυτό των παρακολουθήσεων και του εγκλήματος των Τεμπών.
Πρόκειται για την πάγια τακτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη που θέλει να «Μένουμε Ευρώπη», αλλά απαξιώνει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως είχε κάνει και με την επίσημη αποστολή της Επιτροπής LIBE του Ευρωκοινοβουλίου στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2023, η οποία συνάντησε επικεφαλής ανεξάρτητων θεσμών, εκπροσώπους ΜΚΟ και επιστημονικών φορέων, πρώην εισαγγελείς, δημοσιογράφους, αλλά όχι τα μέλη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τα οποία αρνήθηκαν να συναντήσουν τους ευρωβουλευτές.
Η Ερώτηση των Ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ:
Θέμα: Tο ναυάγιο στην Πύλο μετά τη δημοσιοποίηση απόρρητου εγγράφου του FRONTEX
Το υπ’ αρ. 12595/2023 έγγραφο του Γραφείου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Frontex, που διέρρευσε στη δημοσιότητα, επιρρίπτει ευθύνες στις ελληνικές αρχές. Συγκεκριμένα, το έγγραφο αναφέρει ότι:
– οι ελληνικές αρχές δεν εκκίνησαν, ως όφειλαν, επιχείρηση έρευνας και διάσωσης μετά τη λήψη του σήματος του Frontex,
– οι απόπειρες ανεφοδιασμού που διετάχθησαν από τις ελληνικές αρχές έθεσαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο τους περίπου 700 επιβαίνοντες στο Adriana,
– το σκάφος του Ελληνικού Λιμενικού ΠΠΛΣ 920 κατέγραψε τον επικίνδυνο κλυδωνισμό του πλοίου Adriana,
– το δέσιμο σκοινιών στο πλοίο εγκυμονούσε σημαντικούς κινδύνους,
– σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των ελληνικών αρχών, το Adriana έπλεε χωρίς κινητήρα για αρκετές ώρες,
– οι πόροι που κινητοποιήθηκαν από τις ελληνικές αρχές δεν ήταν επαρκείς,
– η άμεση εστίαση των ελληνικών αρχών πριν από το ναυάγιο δεν ήταν η έρευνα και διάσωση,
– οι ελληνικές αρχές καθυστέρησαν την έναρξη επιχείρησης έρευνας και διάσωσης και την εκκίνησαν μόνο όταν το Adriana ανατράπηκε και ήταν ήδη αργά για να διασωθούν όλοι οι επιβαίνοντες,
– οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν χρήση των πόρων που προσέφερε ο Frontex.
Με βάση τα ανωτέρω νέα στοιχεία, ερωτάται η Επιτροπή:
1. Οι παραπάνω ενέργειες των ελληνικών αρχών είναι σύννομες με τη νομική υποχρέωση[2]διάσωσης ζωών που βρίσκονται σε κίνδυνο και με το διεθνές και ενωσιακό νομικό πλαίσιο για την έρευνα και διάσωση;
2. Ο Frontex όφειλε να επέμβει γνωρίζοντας τα ως άνω, στα πλαίσια της εντολής του;
Η απάντηση της Επιτρόπου:
1. Η Επιτροπή γνωρίζει τα πορίσματα της έκθεσης σοβαρού περιστατικού που συντάχθηκε από τον υπεύθυνο θεμελιωδών δικαιωμάτων του Frontex. Οι παράγοντες που συμμετέχουν σε επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης πρέπει να ενεργούν με νόμιμο, ταχύ και συντονισμένο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται ότι όσοι βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα θα οδηγούνται σε ασφαλές μέρος όσο το δυνατόν ταχύτερα ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Η Επιτροπή βρίσκεται σε τακτική επαφή με την Ελλάδα, εξακολουθεί να ζητά τη διεξαγωγή των εθνικών ερευνών και δικαστικών διαδικασιών με ταχύ και ολοκληρωμένο τρόπο και αναμένει από τις αρχές να διώκουν τυχόν παρατυπίες, κάτι το οποίο εμπίπτει άλλωστε αρμοδιότητά τους.
2. Η υποχρέωση παροχής βοήθειας σε πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα αποτελεί νομική υποχρέωση των κρατών μελών βάσει του διεθνούς δικαίου. Η Επιτροπή δεν έχει νομική αρμοδιότητα να διεξάγει επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης ή να ορίζει τα σημεία αποβίβασης. Τα εθνικά κέντρα συντονισμού διάσωσης διατηρούν την αποκλειστική ευθύνη για την διεξαγωγή ή τον συντονισμό επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης. Σύμφωνα με τον κανονισμό για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή[4], ο Frontex υποχρεούται να διαθέτει τους πόρους και να παρέχει τεχνική και επιχειρησιακή συνδρομή για την υποστήριξη των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης που ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων επιτήρησης των συνόρων στη θάλασσα. Στην απόφασή της στις 26 Φεβρουαρίου 2024 η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια επισήμανε ότι, στην περίπτωση αυτή, ο Frontex δεν έχει παραβιάσει τους σχετικούς κανόνες όσον αφορά τις υποχρεώσεις του για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, μολονότι η έκθεση εντόπισε τομείς που επιδέχονται βελτίωση ώστε ο οργανισμός να μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη τραγωδιών στο μέλλον. Στο πλαίσιο της συνολικής προσέγγισης των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης που ορίζεται στο σύμφωνο για το άσυλο και τη μετανάστευση, η Επιτροπή και οι σχετικοί οργανισμοί της ΕΕ θα συνεχίσουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, να στηρίζουν τα κράτη μέλη για τη βελτίωση της συνεργασίας τους όσον αφορά την έρευνα και διάσωση.
[2] τη Σύμβαση της Γενεύης των Ηνωμένων Εθνών του 1951, και ειδικότερα το άρθρο 33 αυτής, το Πρωτόκολλο του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, τη Διεθνή Σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS) του 1974 και τη Διεθνή Σύμβαση για τη ναυτική έρευνα και διάσωση (SAR) του 1979
[4] Κανονισμός (EE) 2019/1896 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2019, για την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1052/2013 και (ΕΕ) αριθ. 2016/1624 (ΕΕ L 295 της 14.11.2019, σ. 1).