Του Δημήτρη Σούλτα
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται σε έναν πρωτοφανή εμφύλιο, αλλά αυτός ο εμφύλιος δεν έχει κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο κάθε υποψήφιος και οι υποστηρικτές του προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι υπόλοιποι είναι πιο ανίκανοι από τον ίδιο.
Όλο αυτό το σκηνικό δεν είναι καθόλου περίεργο και δεν δημιουργήθηκε από τα τεκταινόμενα των τελευταίων ημερών και μόνο. Έχει ως πηγή την πολιτική αγωγή που πήραν τα στελέχη από τη νεότητά τους μέχρι σήμερα. Η Ν.Δ. (όπως ο άλλος πυλώνας του μεταπολιτευτικού σκηνικού, το ΠΑΣΟΚ) ήταν ένα κόμμα που δεν βασίστηκε σε μια στιβαρή ιδεολογική βάση αλλά κυρίως στην προσωπικότητα του ιδρυτή του. Τα μέλη αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τον ιδρυτή σαν ιδρυτή θρησκείας, σαν κάποιον που πρέπει να λατρεύεται εις τους αιώνες, σαν κάποιον που κάθε πράξη του ήταν ένα δίδαγμα για τους νεότερους.
Αυτή η μεσσιανική οπτική της πολιτικής απέχει βέβαια απ’ αυτό που στις πολιτικές επιστήμες ορίζεται ως “φιλελευθερισμός” αλλά κανείς δεν φαίνεται να το θεωρεί οπισθοδρομικό ή αδιέξοδο. Όταν γενεές πολιτικών στελεχών έχουν εκπαιδευτεί σε μία τέτοια αντίληψη της πολιτικής, όταν εκλείπει ο “θρησκευτικός ηγέτης”, μένουν ανίσχυροι , νοιώθοντας λίγοι στο να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Έχουν συνηθίσει άλλωστε στην παρουσία του προέδρου-πατέρα, που καθοδηγεί, βάζει τις φωνές, συμμορφώνει.
Και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσπάθησαν να παίξουν ανάλογα το παιχνίδι αλλά απέτυχαν παταγωδώς. Το κόμμα λειτούργησε υπό τη σκιά του ιδρυτή, γι αυτό και κάποια στιγμή ανέλαβε ο ανηψιός με ένα πολύ φτωχό πολιτικό βιογραφικό και σχεδόν μηδενική εμπειρία στη διοίκηση. Η Ν.Δ., όπως και το ΠΑΣΟΚ, αναζήτησαν την ανανέωση τους, στην κληρονομικότητα, κάτι που με πολιτικούς όρους θεωρείται μάλλον ανέκδοτο.
Τα πολιτικά απαίδευτα «παιδιά» του ιδρυτή δημιούργησαν, κυρίως μετά τη δεκαετία του ’90, ένα πλαίσιο απολύτως απολίτικο που είχε ως στόχο του την κυριαρχία σε χώρους όπως ο φοιτητικός επί παραδείγματι, με όσο το δυνατόν λιγότερη πολιτική στο λόγο του. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο γνωστό σύνθημα της ΔΑΠ είναι το “Και α και ου και ΔΑΠ- ΝΔΦΚ”.
Η τελευταία διεύρυνση της Ν.Δ. από την άλλη ήταν κυρίως προς την ακροδεξιά, φέρνοντας στους κόλπους της εμβληματικές της φυσιογνωμίες, όπως ο Μάκης Βορίδης αλλά και ο Άδωνις Γεωργιάδης, που, από τηλεοπτικός μαϊντανός, έγινε κύριος παίκτης του παιχνιδιού. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα θωρακίσει ιδεολογικά τη Ν.Δ. την ίδια ώρα που η σύζυγος του κατέθετε άλλη μια μεγάλη στιγμή φαιδρότητας, γράφοντας, μετά το φιάσκο, στο λογαριασμό της στο Τwitter: «Je suis ND”
Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει εκατοντάδες ανάλογα παραδείγματα αλλά είναι περιττό. Το κόμμα που ευαγγελίζεται τον φιλελευθερισμό, τον εκσυχρονισμό, την νέα εποχή, έχει να επιδείξει ένα μείγμα άγνοιας, αμηχανίας και παλαιοκομματισμού.
Ποιος δεν θυμάται τον Σαμαρά σε εκείνο το ανεκδιήγητο κρεσέντο παλαιοκομματικής εξαγγελίας, που υποσχέθηκε wi-fi παντού, «γιατί το έχει ψάξει». Σ’ αυτό το βίντεο των λίγων δευτερολέπτων συμπυκνώνεται όλο το προβληματικό τρίπτυχο. Ο εκσυχρονισμός είναι κενό γράμμα. Είναι ακόμα μία φαφλατάδικη εξαγγελία για τους ιθαγενείς που τρώνε κουτόχορτο.
Η Ν.Δ. δεν μπορεί να πείσει. Και δεν μπορεί να πείσει γιατί ποτέ δεν έχτισε με πολιτικά επιχειρήματα, γιατί πορεύτηκε με τη λογική ότι αργά η γρήγορα η εξουσία έρχεται στα χέρια σου, ακόμα κι αν ο πολιτικός σου λόγος δεν πείθει ούτε νήπιο.
Η Ν.Δ. λειτουργεί πλέον ως πρότυπο λάθους. Και κανένα λειτουργικό, από τα προτεινόμενα στο κόμμα, δεν μπορεί να την «τρέξει». Είναι σαν να δηλώνεις συμμετοχή στο CERN, με επιχείρημα ότι διαθέτεις pc με Windows 95.