Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
«Οι δικές μας πολιτικές απαντούν με στοχευμένες δράσεις στα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες. Οι δικές μας πολιτικές είναι κοστολογημένες. Δεν περιλαμβάνουν ψεύτικες υποσχέσεις. Είναι αποτέλεσμα μιας σοβαρής και υπεύθυνης εργασίας»!
Αυτή είναι η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που μνημονεύεται σε όποιον επισκεφθεί την ιστοσελίδα της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να δει τις (πρώτες) προγραμματικές της προτάσεις. Οι δύο επιθετικοί προσδιορισμοί που έχουν κάποιο νόημα στην συγκεκριμένη φράση (μια και δεν υπάρχει κόμμα που να μην θεωρεί «σοβαρό» και «υπεύθυνο» τον λόγο του): «Στοχευμένες» & «Κοστολογημένες».
Οι δύο λέξεις απεικονίζουν επακριβώς το πολιτικό αδιέξοδο της Νέας Δημοκρατίας. Στην μνημονιακή πραγματικότητα, στην σκληρή πολιτική που ασκείται, αντιπαρατάσσει «στόχους» και «κόστη», την γλώσσα των managers που απηχεί και την λογική της: Πιστεύει στο μνημόνιο όμως δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Γιατί όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να πάρει το χρίσμα του διαχειριστή μία ελληνική κυβέρνηση, είναι να δηλώνει ότι δεν το πιστεύει!
Ο Αντώνης Σαμαράς έτσι το έκανε. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστεύει ότι γίνεται κι αλλιώς. Το αν έχει δίκιο κάποια στιγμή θα το …πληροφορηθούμε. Μόνον όμως η απολύτως λογική φθορά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ δύσκολο να φέρει στην εξουσία μια παράταξη που η ηγεσία της εμφανώς δε γνωρίζει το πώς να «γειωθεί» με τον έλληνα ψηφοφόρο. Μπορεί γιατί δεν είναι αυτό στο επίκεντρο της προσοχής της αυτή την περίοδο, αλλά «δίνει εξετάσεις» στο ευρωπαϊκό κατεστημένο που δείχνει να έχει άλλες προτιμήσεις. Μπορεί πάλι γιατί είναι πολύ δύσκολο να προσπαθείς να κερδίσεις τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο» και ταυτόχρονα να στήνεις σταθερές γέφυρες με το ακροδεξιό ακροατήριο.
Αναζητώντας τον δεξιό πόλο
Η Νέα Δημοκρατία, αν και δεν το παραδέχεται ευθέως έχει αποδεχθεί την νέα πολιτική συνθήκη της πολυδιάσπασης του πολιτικού σκηνικού. ‘Όταν ρωτήθηκε στις 7 Αυγούστου για την πιθανότητα της Νέας Δημοκρατίας να συγκεντρώσει ποσοστό αυτοδυναμίες σε μία πιθανή εκλογική αναμέτρηση ο υπεύθυνος τύπου Γιώργος Κουμουτσάκος αρκέστηκε να πει ότι αυτή η προοπτική είναι απλώς «εφικτή» σημειώνοντας πως η Ν.Δ «είναι η αδιαμφισβήτητη πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας και η μόνη εναλλακτική λύση για τους πολίτες που ασφυκτιούν στην εποχή ΣΥΡΙΖΑ». Όμως επισήμανε παράλληλα ότι «η ΝΔ είναι ανοικτή για πολιτικές συνεργασίες ουσίας». «Μπορούμε λοιπόν να συζητήσουμε με όλες τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν σ’ ένα πραγματικό άλμα της Ελλάδας προς τα εμπρός».
Ο Γ.Κουμουτσάκος ήταν προσεκτικός στις εκφράσεις του, στοιχείο που δεν χαρακτήρισε τον βουλευτή της Ν.Δ Λεωνίδα Γρηγοράκο ο οποίος σε συνέντευξή του στις 9 Αυγούστου είπε τα εξής: «Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Το έχει αποδείξει επανειλημμένα. Με την ήττα του το 2015 αποδείχθηκε, ότι είναι και βαθιά δημοκράτης. Δεν ήθελα να φύγει ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Ήθελα να τελειώσει τη θητεία του και να είναι μέχρι τώρα αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Αν ήταν μέχρι τώρα αρχηγός, τα πράγματα στην Ελλάδα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Αυτή την στιγμή θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες και από την πλευρά του κυρίου Μητσοτάκη και από την πλευρά άλλων εκσυγχρονιστικών δυνάμεων αλλά και από την πλευρά του Βενιζέλου και από την πλευρά δυνάμεων που εκπροσωπούνται από τον Κώστα Σημίτη, ως ομπρέλα, το τονίζω. Υπάρχουν εκσυγχρονιστικές δυνάμεις που έχουν αποδείξει, ότι έχουν προτάσεις για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Δυστυχώς αυτό δεν το δέχονται η κυρία Γεννηματά και ο κύριος Θεοδωράκης».
Ψαρεύοντας στην …ακροδεξιά
Μία από τις αγαπημένες εκφράσεις των «θεωρητικών» της νέας ηγεσίας της Ν.Δ είναι να μιλούν για ένα κόμμα «αστικής πολυσυλλεκτικότητας» ως την προϋπόθεση για την σύμπραξη των «δεξιών και φιλελεύθερων κεντρώων». Ως συνεκτικό στοιχείο αυτή της προσπάθειας η Ν.Δ έχει εμφανώς επιλέξει την έννοια του «νοικοκυραίοι». Με μία ρητορική φόβου επιχειρεί να απευθυνθεί σε έναν πολίτη που θα φοβάται γενικώς και αορίστως: Τους μετανάστες, την εγκληματικότητα, τους καταληψίες και την τρομοκρατία.
Αυτήν ακριβώς την λογική υπηρετούν οι συνεχείς ανακοινώσεις των τομεαρχών της Νέας Δημοκρατίας που έχουν αναλάβει την συγκεκριμένη εργολαβία. Ο υπεύθυνος μεταναστευτικής πολιτικής Βασίλης Κικίλιας να μιλά π.χ για «κρούσματα ανεξέλεγκτης βίας στα hot spots των νησιών μας, με αποκορύφωμα επιθέσεις μεταναστών με τσεκούρια» και ο υπεύθυνος πολιτικής ασφάλειας Δημήτρης Κυριαζίδης για «ανεξέλεγκτη δράση των “γνωστών – αγνώστων” των Εξαρχείων».
Έτσι ως φυσιολογική συνέχεια έρχεται η προ ημερών δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη σύμφωνα με την οποία «προσωπικά εγγυώμαι ότι η πλήρης αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών θα αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης της ΝΔ». Όσον αφορά το …τι εννοεί έγινε σαφές από την ομιλία του στην Βουλή στις 19 Απριλίου όπου κατέθεσε μια πρόταση πλήρους αστυνομοκρατίας της ελληνικής κοινωνίας φθάνοντας στο σημείο να ζητήσει «τη δημιουργία δομών Επικοινωνίας και Συνεργασίας του Συστήματος Ασφαλείας της χώρας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες»!
Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο είναι επιφανειακή η κριτική που ασκείται σχετικά με την παρουσία εντός της Νέας Δημοκρατίας ενεργών δυνάμεων προσκείμενων στον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά. Η ουσία όμως βρίσκεται καταρχήν στην προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης να «μαζέψει» τις απώλειες της από τα δεξιά. Πρόκειται για μία προνομιακή απεύθυνση στον χώρο της λαϊκής δεξιάς και της ακροδεξιάς που διεκδικείται τόσο από την Χρυσή Αυγή όσο και από τον υπό διαμόρφωση χώρο που διεκδικούν αντιλήψεις όπως αυτές του Τ.Μπαλτάκου και του Φ.Κρανιδιώτη. Επίσης στην οργανική σχέση της Νέας Δημοκρατίας στις δυνάμεις εκείνες που προωθούν σε διεθνές επίπεδο τα λεγόμενα «αντιτρομοκρατικά δόγματα» η οποία είναι μακρόχρονη και βαθιά.
Οι συνήγοροι της «μεσαίας τάξης»
Η Νέα Δημοκρατία «είναι ένα λαϊκό κόμμα που πρέπει να αποτυπώνει το αίτημα για μεταρρυθμίσεις που θα δίνουν ευκαιρίες σε όλους και όχι ένα κλειστό σύστημα που θα ικανοποιεί τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ». Αυτή η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις 14 Αυγούστου σε ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ φέρεται να είναι τα σύνθημα για τον προσανατολισμό του κόμματος στην λεγόμενη «μεσαία τάξη». Με αιχμή το ζήτημα της φορολογίας η ηγετική ομάδα της Ν.Δ θεωρεί ότι μπορεί να παίξει κυρίαρχο ρόλο στον συγκεκριμένο χώρο συνεπικουρούμενη από τους παραδοσιακούς δεσμούς του κόμματος.
Το βασικό πρόβλημα όμως σε αυτή την στόχευση, που συνδέεται σαφώς με την μικροιδιοκτησία και το «ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο» του αυτοαπασχολούμενου είναι πώς έρχεται σε ξεκάθαρη αντίθεση με την ταυτόχρονη στήριξη των «στρατηγικών» και «μεγάλων» επενδύσεων και συνολικά της μνημονιακής πολιτικής. Όταν τα τελευταία 7 χρόνια σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Euorstat και του Κέντρου Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών μπορεί μεν οι αυτοαπασχολούμενοι να ξεπερνούν το 30% του ενεργά οικονομικού πληθυσμού όμως στο ίδιο διάστημα 229.000 μικρές επιχειρήσεις (περίπου το 25%) έχουν οδηγηθεί στο λουκέτο. Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται δραματικά από την πολιτική που η Νέα Δημοκρατία έχει ως προμετωπίδα της.
Όταν τα «φίλια» ΜΜΕ χαράσσουν πολιτική
Ένα από τα «κουσούρια» της τακτικής της Νέας Δημοκρατίας, είναι το ότι δείχνει – κραυγαλέα- πώς ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής της ατζέντας, δείχνει να καθορίζεται από την σχέση της με συγκεκριμένα συγκροτήματα Μέσων Ενημέρωσης.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης, αντιπρόεδρος του κόμματος συντάσσεται ευθέως με την προσπάθεια του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΙ για την απόκτηση άδειας δηλώνοντας στις 9 Αυγούστου ότι ο σχετικός νόμος «έχει φτιαχτεί για να κλείσει η τηλεόραση του ΣΚΑΙ» όπως του είπε «πρωτοκλασάτος υπουργός».
Η Νέα Δημοκρατία εγείρει αμέσως – και όπως αποδείχθηκε βιαστικά- σε βασικό της πολιτικό ζήτημα την ρύθμιση για τις offshore εταιρίες στις αρχές Ιουνίου μία μέρα μετά την ανάδειξη του ζητήματος από την εφημερίδα «Πρώτο Θέμα». Στην συνέχεια όταν έρχεται η ρύθμιση του καθολικού ασυμβίβαστου εμπλοκής σε off-shore για πολιτικούς και συγγενικά πρόσωπα …αποχωρεί από την συζήτηση στην Βουλή.
Κι όλα αυτά όταν μία από τις πρώτες κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, στις 15 Φεβρουαρίου, ήταν να επισκεφθεί επισήμως τα γραφεία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και να συναντηθεί με τους διευθυντές των εφημερίδων του συγκροτήματος και τον ίδιο τον Στ.Ψυχάρη.
Ιδιωτικοποιήσεις
To «εγώ θα το έκανα καλύτερα γιατί το πιστεύω» είναι η μόνιμη επωδός της πολιτικής κριτικής της Νέας Δημοκρατίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Ένα μήνυμα που – αντικειμενικά- ελάχιστα απευθύνεται στους ψηφοφόρους και στα ευρεία λαϊκά στρώματα τα οποία είτε παρακολουθούν με απάθεια τις συγκεκριμένες διαδικασίες είτε ανήκουν στην κατηγορία των θιγόμενων από τις επιπτώσεις τους.
Το κυρίαρχο πρόβλημα σε αυτόν τον τομέα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι πως αναγκάζεται να αντιφάσκει με τον ίδιο τον εαυτό της. Να καταγγέλλει για παράδειγμα τις προθέσεις της κυβέρνησης για την μη ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά – που εγκαινιάστηκε επισήμως την Τετάρτη (10/8) – και στην συνέχεια να εκδίδει ανακοινώσεις όπως αυτή στις 9 Απριλίου σύμφωνα με την οποία «ο κ. Τσίπρας υποχρεώθηκε και τελικά υπέγραψε την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά, έστω και καθυστερημένα, συνεχίζοντας την πολιτική των Κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατία ».
Η το να καταψηφίζει στην Βουλή τα άρθρα του πολυνομοσχεδίου για το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων και στην συνέχεια να εκδίδει τα περίφημα «9+1» σημεία όπου απολογείται για την στάση της. Πράγμα πολύ λογικό μια και μερικές μέρες νωρίτερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε στο βήμα του συνεδρίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος ότι απαιτείται «αποφασιστική και έγκαιρη υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο Πρόγραμμα».
Όσο κι αν η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να εστιάσει την κριτική της στο συγκεκριμένο θέμα δεν μπορεί να προσπεράσει το αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η μεγαλύτερη και πιο διευρυμένη επιχείρηση ιδιωτικοποίησης τομέων της ελληνικής οικονομίας στην νεώτερη πολιτική ιστορία της χώρας ΔΕΝ θα γίνει από μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας!
Τα …παράλληλα πολιτικά σύμπαντα
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τακτικής αδυναμίας, είναι η διαφαινόμενη αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας να ακολουθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην δημιουργία ενός «παράλληλου πολιτικού σύμπαντος» παρά το γεγονός ότι και τα δύο κόμματα το έχουν εξίσου ανάγκη. Είναι ζητούμενο τους να ισοσκελίσουν ή να καλύψουν το (αποδεικνυόμενο αριθμητικά) γεγονός ότι ψηφίζουν μαζί περίπου το 85% του νομοθετικού έργου, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αφού φυσικά αμφότεροι στήριξαν το λεγόμενο 3ο Μνημόνιο.
Στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει τα θέματα του εκλογικού νόμου, της συνταγματικής αναθεώρησης αλλά και των διατλαντικών συμφωνιών κυρίως με πρωτοβουλίες κοινοβουλευτικού χαρακτήρα, καθώς και του να προβάλλει την διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών καναλιών, την εξεταστική για τα δάνεια, τον διάλογο για την Παιδεία και τις πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού για συντονισμό των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, η Ν.Δ τι αντιπαραβάλλει;
Μία προσπάθεια ανάδειξης σε κεντρικό θέμα της υπόθεσης της εισαγγελέως Γ.Τσατάνη, με γενικό πολιτικό σύνθημα την «παρέμβαση της κυβέρνησης στην δικαιοσύνη» καθώς και την στοχοποίηση συγκεκριμένων υπουργών για θέματα ήσσονος σημασίας σε σχέση τουλάχιστον με τα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη. Είναι βέβαιο ότι είναι δύσκολο να …συγκινηθεί κανείς με το αν ορθώς ή όχι βγήκε από το αρχείο η υπόθεση του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου. Αντιθέτως μάλλον θετικά βλέπει το γεγονός ό μέσος πολίτης.
Στον πλαστικό χειρούργο…
Όλα τα σημάδια δείχνουν ότι η πρόσφατη ρύθμιση για την ψήφο στα 17 που «ρίχνει» στην εκλογική αρένα 130.000 νέους ψηφοφόρους οδηγεί την Νέα Δημοκρατία να επιχειρήσει από Σεπτέμβρη ένα είδος πολιτικού «λίφτινγκ». Μια επιδερμική δηλαδή ανανέωση του επικοινωνιακού της δυναμικού. Είναι εξαιρετικά έντονη η φημολογία της «απόσυρσης» του έως τώρα εκπροσώπου της Γιώργου Κουμουτσάκου με ένα πρόσωπο μικρότερης ηλικίας που αναζητείται μεταξύ των στελεχών της νεολαίας του κόμματος.
Στο ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό της περιλαμβάνεται και περιμάζεμα του χάους που επικρατεί στην ΟΝΝΕΔ μετ ά το τελευταίο αποτυχημένο συνέδριό της με την επανίδρυσή της σε νέα συνεδριακή διαδικασία στις 14-16 Οκτωβρίου ενώ από τα βάθη των … 90’ς αναμένεται να ανασυρθεί η περίφημη ΜΑ.ΚΙ (Μαθητική Κίνηση) που αποτέλεσε την πολιτική έκφραση της ΟΝΝΕΔ στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μετακόμιση τώρα …
Η Νέα Δημοκρατία εκμεταλλεύεται την ραστώνη του Αυγούστου για να μετακομίσει στα νέα γραφεία της στο Μοσχάτο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι παίρνει μαζί της και τα πολιτικά της αδιέξοδα. Στο τακτικό επίπεδο βαδίζει από γκάφα σε γκάφα στην αγωνιώδη προσπάθεια να βρει διέξοδο προς την εξουσία. Στο στρατηγικό επίπεδο αναζητά τον ρόλο και την φυσιογνωμία της στις συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες και δεν τον βρίσκει. Παραδέρνει ανάμεσα στο tablet και τα λογιστικά φύλλα του Κωστή Χατζηδάκη και το τσεκούρι του Μάκη Βορίδη. Ο πυκνός πολιτικός χρόνος την αναγκάζει –όπως φαίνεται- να «βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο» με αποτέλεσμα τα αδιέξοδα να αναπαράγονται συνεχώς.
Ίσως γιατί η νέα ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει επαρκώς αντιληφθεί ότι τα κριτήρια της ευρωπαϊκής ελίτ που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ιστορικότητα ή την πολιτική συνάφεια, αλλά με την αποτελεσματικότητα. Ίσως πάλι γιατί ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεχάσει αυτό που ίδιος είπε σε συνέντευξή του στις 15 Σεπτεμβρίου του 2015 για την Ν.Δ: «Όλα μπορούν να αλλάξουν και να βελτιωθούν. Όλα εκτός από το όνομα και τους Νεοδημοκράτες»…