Το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης της Τουρκίας (RTÜK) ζήτησε χθες από τρία διεθνή δυτικά μέσα ενημέρωσης, τα Ντόιτσε Βέλλε (DW),  Γιουρονιούζ (Euronews) και τουρκικό τμήμα της Φωνής της Αμερικής (VoA) να υποβάλλουν εντός 72 ωρών αιτήσεις για να τους δοθούν άδειες μετάδοσης. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως ανακοίνωσε το συμβούλιο, «αντιμετωπίζουν την απαγόρευση κάθε μετάδοσης». Όπως είπε ο αντιπρόεδρος του RTÜK, Ιμπραήμ Ουσλού, στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αν τα μέσα δεν συμμορφωθούν, κανένα περιεχόμενό τους, τουρκικό ή σε άλλη γλώσσα, δεν θα είναι διαθέσιμο στην Τουρκία. Η επίσημη απόφαση του RTÜK θα ανακοινωθεί μία εβδομάδα με δέκα ημέρες μετά το πέρας της προθεσμίας των 72 ωρών. Ο ίδιος απέρριψε κάθε κατηγορία περί λογοκρισίας, λέγοντας πως πρόκειται για «ένα τεχνικό ζήτημα».

Αντίθετες απόψεις, ωστόσο, εξέφρασαν τα μέλη του συμβουλίου που δεν ανήκουν στο κυβερνόν κόμμα. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο Ιλχάν Τασζί, που είναι μέλος του τουρκικού ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου, και αντέδρασε στην εξαγγελία, «η απόφαση αυτή σημαίνει πως για πρώτη φορά, μαζί με τοπικά μέσα και κανάλια, γίνονται στόχος και διεθνή μέσα ενημέρωσης», ενώ αποτελεί «άμεση επέμβαση εις βάρος της Ελευθερίας του Τύπου». Ο Οκάν Κονουράλπ, επίσης μέλος του συμβουλίου και προερχόμενος από την αντιπολίτευση, χρησιμοποίησε ακόμη σκληρότερη γλώσσα δηλώνοντας στην DW πως «στόχος του κυβερνώντος κόμματος είναι να ελέγξει πλήρως το διαδικτυακό περιεχόμενο τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο». 

Η επίθεση κατά των τριών μέσων γίνεται σε εφαρμογή νόμου του 2019, που δίνει πολύ μεγαλύτερη εξουσία επί του Τύπου, ειδικά του διαδικτυακού ειδησεογραφικού περιεχομένου, στο κόμμα του Ερντογάν. Μεταξύ άλλων, υποχρεώνει σε ύπαρξη τοπικών γραφείων, υπεύθυνου για το νόμο εντός Τουρκίας, και υποχρεωτική ανανέωση των αδειών ανά δεκαετία. Παράλληλα, η κυβέρνηση, που ελέγχει πλειοψηφικά το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, έδωσε στο όργανο αυτό υπεραρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα να κλείνει αυτόματα και οριστικά όποιο ιστότοπο αποφασίσει. 

Η Τουρκία λειτουργεί με τη δική της «λίστα Πέτσα»: σύμφωνα με τα διεθνή πρακτορεία, πάνω από 95% των μέσων ανήκει σε προσκείμενους στην κυβέρνηση επιχειρηματίες. Τα μέσα αυτά συντηρούνται κυρίως από μεγάλα συμβόλαια που λαμβάνουν οι επιχειρηματίες – ιδιοκτήτες από την κυβέρνηση Ερντογάν. 

Στις 29 Ιανουαρίου, ο πρόεδρος της Τουρκίας είχε καλέσει τα μέσα ενημέρωσης της χώρας να «προστατεύσουν τις θεμελιώδεις Τουρκικές αξίες… και τον τουρκικό πολιτισμό» που απειλούνται από «τις βλαπτικές συνέπειες ξένων τηλεοπτικών προγραμμάτων» που μεταδίδονται στην Τουρκία. Εξήγγειλε μάλιστα μέτρα «κατά όλων των παραγωγών που επηρεάζουν αρνητικά την οικογένεια και την νεολαία». Την επιβολή των μέτρων κατά των «βλαπτικών συνεπειών» έχει αναλάβει το  RTÜK, των ευρέων πλέον αρμοδιοτήτων, που έχει το δικαίωμα να «ρίξει μαύρο», να διακόψει στον αέρα οποιοδήποτε τηλεοπτικό πρόγραμμα θεωρεί ότι «θίγει τις τουρκικές αξίες». Μεταξύ των προγραμμάτων που έχουν μέχρι σήμερα κοπεί ή τους έχουν επιβληθεί πρόστιμα, είναι όσα είτε εμμέσως θίγουν την κυβέρνηση είτε αναφέρονται σε δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. 

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, το 2021 η Τουρκία βρίσκονταν στην 153η θέση μεταξύ των 180 κρατών που κρίθηκαν ως προς την Ελευθερία του Τύπου. Η ένωση των τούρκων δημοσιογράφων αναφέρει σήμερα τουλάχιστον 34 δημοσιογράφους που βρίσκονται στη φυλακή για δημοσιεύματά τους. Παράλληλα, ο νόμος που απαγορεύει «προσβολή στο πρόσωπο του Προέδρου» χρησιμοποιείται κατά κόρον όχι μόνο κατά του Τύπου αλλά και κατά απλών πολιτών – είναι δεκάδες χιλιάδες όσοι έχουν διωχθεί με αυτό το νόμο στην Τουρκία. Τον περασμένο Ιανουάριο συνελήφθη ένας από τους γνωστότερους δημοσιογράφους της Τουρκίας, ο Σεντέφ Καμπάς, γιατί, σχολιάζοντας, ανέφερε τηλεοπτικώς μια παροιμία που θεωρήθηκε ότι πρόσβαλε τον Πρόεδρο Ερντογάν. 

Μεταξύ των θυμάτων της κυβέρνησης είναι κυρίως αριστεροί δημοσιογράφοι – χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αριστερή Μεσάλε Τολού, που συνελήφθη με τον αντιτρομοκρατικό – και από την αντιτρομοκρατική που μπήκε με όπλα σπίτι της και την κακοποίησε μπροστά στα μάτια του δίχρονου γιού της- το 2017, φυλακίστηκε, μαζί με το παιδί της το πρώτο πεντάμηνο, και τελικώς αθωώθηκε από το δικαστήριο μόλις στις 17 Ιανουαρίου 2022. Η κατηγορία ήταν πως «ανήκει σε ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση και διαδίδει τρομοκρατική προπαγάνδα».