«Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελούν τα δύο βασικά εργαλεία με τα οποία η κυβέρνησή μας θα βοηθήσει τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα να ανακτήσουν μέρος των όσων απώλεσαν στα χρόνια της κρίσης, ενισχύοντας παράλληλα τη ζήτηση και συμβάλλοντας στην περαιτέρω απομείωση της ανεργίας» τονίζει η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στην «Εφημερίδα των Συντακτών».

Η Ε. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπεριλήφθηκε ως κεντρικός στόχος στην αναπτυξιακή στρατηγική που συντάξαμε, η οποία συζητήθηκε στη Βουλή και παρουσιάστηκε στο Eurogroup, ακριβώς για να είναι εκ των προτέρων γνωστός στην ελληνική κοινωνία, τις αγορές και τους εταίρους μας. Η προεργασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, θα προχωρήσουμε με επιστημονική τεκμηρίωση και σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους».


«Η έξοδος από τα μνημόνια αποτελεί μια ευκαιρία για τους εργαζομένους να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες»


Η ίδια υποστηρίζει ότι, για αυτήν, η έξοδος από τα μνημόνια αποτελεί μια ευκαιρία για τους εργαζομένους να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβές, ενώ ζητά από τους εργοδότες να ταυτίσουν τους μισθούς με την παραγωγικότητα στην εργασία.
 
«Η έξοδος από το καθεστώς των μνημονίων αποτελεί κομβικό σημείο για τους εργαζόμενους της χώρας» σημειώνει και εξηγεί: «Αφενός διότι με τα δύο πρώτα μνημόνια περικόπηκαν κύρια εργατικά δικαιώματα, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και κατά 32% για τους νέους, η συρρίκνωση της αποζημίωσης απόλυσης, η διάλυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αφετέρου διότι η αυστηρή επιτροπεία από θεσμούς που θεωρούν, όπως εξάλλου και η αξιωματική αντιπολίτευση, ότι η συμπίεση του εργατικού κόστους αποτελεί τον κύριο δρόμο για την επίτευξη της ανάπτυξης, περιόριζε τους δικούς μας βαθμούς ελευθερίας για την άσκηση όλου του εύρους των πολιτικών ενίσχυσης της εργασίας. Επομένως η έξοδος από το πρόγραμμα αναμφίβολα θα διαμορφώσει μια νέα κατάσταση».
 
Η κυβέρνηση, λέει η υπουργός Εργασίας, έχει ήδη διασφαλίσει αρκετά θετικά δεδομένα για τους εργαζόμενους και προσθέτει: «Τον Αύγουστο επανέρχονται οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι εργαζόμενοι επανακτούν ουσιαστικά τη δυνατότητα να διαπραγματεύονται και να κερδίζουν καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας. Η ανάκτηση αυτή νομοθετήθηκε ήδη, μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση. Ομοίως νομοθετήθηκαν ήδη μέτρα καταπολέμησης της αδήλωτης, υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας (….). Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν την πορεία προς την κανονικότητα, μαρτυρούν όμως και κάτι επιπλέον: ότι η κανονικότητα δεν έρχεται νομοτελειακά, έρχεται με σχέδιο, δουλειά και προσανατολισμό. Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά, αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει την αποφασιστικότητά της και αυτή είναι η βασική διαχωριστική μας γραμμή από τη ΝΔ».

Η Έφη Αχτσιόγλου κάνει λόγο για μια «νέα πραγματικότητα» που θα διαμορφωθεί, όπως λέει, μετά τον Αύγουστο και θα δείξει αν και που χρειάζονται επιπλέον δομικές παρεμβάσεις. Ωστόσο, επισημαίνει ότι «η βελτίωση των όρων εργασίας δεν είναι υπόθεση μόνο της κυβέρνησης, αλλά είναι υπόθεση πρωτίστως των εργαζομένων, των διεκδικήσεών τους, αλλά και των εργοδοτών που αποβλέπουν στην ενίσχυση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεών τους μέσα από τη βελτίωση των μισθών και των όρων εργασίας».

Και προσθέτει: «Μια αριστερή κυβέρνηση οφείλει να διασφαλίζει τα εργαλεία για να είναι δυνατή η βελτίωση αυτή, δεν μπορεί όμως και δεν πρέπει να υποκαθιστά τις συλλογικές διεκδικήσεις και τον κοινωνικό διάλογο».

Τέλος, σχετικά με την ανασφάλιστη εργασία και τι βήματα έχει κάνει η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της, η Ε. Άχτσιόγλου δηλώνει ότι «Προχωρήσαμε σε νομοθετικές παρεμβάσεις θέτοντας αυστηρούς κανόνες για τις υπερωρίες, την καταβολή των δεδουλευμένων, την τιμωρία των κατ’ εξακολούθηση παραβατών, ενώ ήδη ολοκληρώνουμε το σχέδιο για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας στον αγροτικό τομέα. Η προσπάθειά μας φέρνει αποτελέσματα. Η μείωση της αδήλωτης εργασίας κατά έξι μονάδες την τελευταία τριετία αποτυπώθηκε στη θετική πορεία των εσόδων του ΕΦΚΑ. Προφανώς δεν εφησυχάζουμε. Στόχος μας, η μείωση της αδήλωτης εργασίας στο 5% έως το 2021.»