Νέα σύσταση ήρθε από τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), που αφορά τη χρήση μάσκας και από τους πλήρως εμβολιασμένους έναντι του COVID-19 σε εσωτερικούς χώρους. Η νέα αυτή σύσταση, έρχεται να άρει την προηγούμενη, του Μαΐου 2021, σύμφωνα με την οποία οι εμβολιασμένοι επιτρεπόταν να κυκλοφορούν χωρίς μάσκα στους περισσότερους χώρους, καθώς τότε τα δεδομένα ήταν διαφορετικά με πολύ λιγότερα κρούσματα.

Ειδικότερα, ο CDC συστήνει την καθολική χρήση μάσκας στα σχολεία, από μαθητές δασκάλους και λοιπό προσωπικό, ανεξάρτητα από το αν είναι εμβολιασμένοι ή όχι. Το τελευταίο διάστημα στις ΗΠΑ, έχει παρατηρηθεί πολύ σημαντική αύξηση των κρουσμάτων, λόγω της επικράτησης της μετάλλαξης Δ, η οποία ευθύνεται για μία αύξηση της τάξης του 300% στα νέα κρούσματα COVID-19 από τις 19 Ιουνίου έως τις 23 Ιουλίου 2021.

Η διευθύντρια του CDC, Rochelle Walensky, δήλωσε ότι τα νεότερα δεδομένα είναι αρκετά ανησυχητικά, καθώς δείχνουν ότι ακόμα και οι πλήρως εμβολιασθέντες μπορεί να μολυνθούν από το νέο στέλεχος Δέλτα και μάλιστα να το μεταδώσουν και σε άλλα άτομα, παρόλο που η πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορά ανεμβολίαστους.

Σύμφωνα με το CDC, το νέο στέλεχος του SARS-CoV-2 είναι ένας πολύ μεταδοτικός ιός, όπως η ιλαρά και η ανεμοβλογιά. Κάθε κρούσμα που φέρει το στέλεχος Δέλτα μεταδίδει τον ιό σε 8 με 9 άτομα κατά μέσο όρο, σε αντίθεση με πέρσι που κάθε κρούσμα COVID-19 μετέδιδε τον ιό σε δύο άτομα κατά μέσο όρο και έτσι ο SARS-CoV-2 έμοιαζε περισσότερο με κοινό κρυολόγημα ως προς τη μεταδοτικότητα.

Η νέα οδηγία του CDC δίνει ένα μήνυμα ακόμα και στους εμβολιασμένους ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι προσεκτικοί, καθώς μπορούν δυνητικά να είναι φορείς του ιού και να τον μεταδώσουν σε άλλους. Βεβαίως, τονίζεται ότι η μεγαλύτερη αύξηση των κρουσμάτων παρατηρείται σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και απευθύνει έκκληση σε όλους τους πολίτες να εμβολιαστούν το συντομότερο δυνατό, ώστε οι απώλειες από το νέο πανδημικό κύμα του SARS-CoV-2 να είναι όσο το δυνατό λιγότερες.

Σημειώνεται, ότι το εμβόλιο συνεχίζει να μειώνει τον κίνδυνο σοβαρής νόσου ή θανάτου κατά δέκα φορές και τον κίνδυνο λοίμωξης COVID-19 κατά τρεις φορές.