του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Στην ακρόαση που εντόπισε και έφερε στο φως ο Ράιαν Γκριμ, επικεφαλής του γραφείου του The Intercept στην Ουάσιγκτον, η Πάμελα Γουάιτ απάντησε σε ερώτηση του βουλευτή Τεντ Ντιουτς από τη Φλόριντα: «Θα ήταν ωραίο αν παραιτούνταν, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί. Έτσι, νομίζω ότι αν τον βγάλουμε κατά κάποιο τρόπο από τη μέση, ξέρετε, στην καλύτερη όλων των περιπτώσεων, και διορίσουμε έναν πρωθυπουργό που δεν θα είναι διεφθαρμένος, που δεν θα προέρχεται από τον πολιτικό τομέα, που δεν θα προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα – υπάρχουν αρκετοί πραγματικά καλοί υποψήφιοι. Δεν πρόκειται να τους κατονομάσω, αλλά υπάρχουν αρκετοί».
Η ίδια προτείνει ότι το επόμενο βήμα θα ήταν η αναδημιουργία του εκλογικού συμβουλίου της χώρας (CEP) με αρκετή νομιμότητα για να σταθεροποιηθεί η νέα κυβέρνηση. Πρόκειται για το ίδιο όργανο που επέβλεπε τις εκλογές από το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ πραξικόπημα του 2004, το οποίο εκδίωξε τον Ζαν Μπερτράν Αριστίντ, έναν αριστερό υποστηρικτή της θεολογίας της απελευθέρωσης, ο οποίος έγινε ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Αϊτής το 1991. Οι δηλώσεις της Γουάιτ έχουν σημασία, καθώς η ίδια έχει διατελέσει αξιωματούχος της υπηρεσίας εξωτερικών στην Αϊτή από το 1985 έως το 1990 και πρέσβειρα στη χώρα από το 2012 έως το 2015.
Στοιχεία για την εμπλοκή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους
Η Γουάιτ απάντησε στο «The Intercept» ότι η φράση της ήταν μεταφορική και «κανείς με σώας τας φρένας δεν θα πίστευε ότι είχα καμία σχέση με τη δολοφονία του». Αντίθετα, σύμφωνα με την ίδια, αναφερόταν στο γεγονός ότι ο δολοφονημένος πρόεδρος είχε απωλέσει την λαϊκή υποστήριξη. Ωστόσο, δεν είναι η μοναδική ένδειξη που εμπλέκει το (παρα)στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, στη δολοφονία του πρώην συνεργάτη τους, ο οποίος καταχράστηκε πραξικοπηματικά την εξουσία μετά τη λήξη της θητείας του.
Ο υπουργός Άμυνας της Κολομβίας Ντιέγκο Μολάνο παραδέχθηκε μετά τις συλλήψεις των Κολομβιανών μισθοφόρων που ακολούθησαν τη δολοφονία, την συμμετοχή απόστρατων στρατιωτικών της χώρας στην επιχείρηση. Γνωρίζουμε πως η Κολομβία είναι ο κορυφαίος περιφερειακός σύμμαχος των ΗΠΑ, ενώ έχει τεκμηριωθεί επαρκώς η εμπλοκή της σε πραξικοπηματικές ενέργειες στη Βενενεζουέλα και αλλού. Ανάμεσα στους συλληφθέντες είναι και ο Τζέιμς Σόλατζ, Αμερικάνος πολίτης, πρώην επικεφαλής των σωματοφυλάκων της Καναδικής Πρεσβείας στην Αϊτή και υποστηρικτής του Μισέλ Μαρτελί, ιδρυτή του κόμματος του Μοϊζ (PHTK). Ο Σόλατζ φέρεται να έχει εργαστεί και ως φρουρός των ολιγαρχών Ρέτζιναλντ Μπούλος και Ντιμίτρι Βόρμπε, οι οποίοι κατά το παρελθόν υπήρξαν υποστηρικτές της κυβέρνησης Μοϊζ.
Ο Μπούλος έχει πραξικοπηματικό παρελθόν, καθώς υπήρξε και ένας εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής κατά του Αριστίντ, ενώ η φαρμακευτική του εταιρεία ήταν υπεύθυνη για τη δηλητηρίαση πολλών παιδιών, σε ορισμένες περιπτώσεις θανάσιμη, με μολυσμένο αντιπυρετικό φάρμακο. Σημειώνεται ότι σε βίντεο της δολοφονίας, οι δράστες φέρεται να κατεβαίνουν από εννέα ολοκαίνουργια οχήματα χωρίς πινακίδες της Nissan Patrol, η οποία ανήκει στον Μπούλος. Ο Βόρμπε είναι ιδιοκτήτης μιας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας στην Αϊτή, της Société Générale d’Énergie SA. O Μοϊζ είχε εκδηλώσει την επιθυμία του να επαναδιαπραγματευτεί τη σύμβαση με την εταιρεία, μετά την κατάρρευση του προγράμματος PetroCaribe, στο πλαίσιο του οποίου η Βενεζουέλα παρείχε στην Αϊτή φθηνό πετρέλαιο και πίστωση από το 2008 έως 2018.
Ο Μάνουελ Αντόνιο Γκρόσο, επίσης ανάμεσα στους συλληφθέντες, ανήκε στην Urban Anti-Terrorism Special Force, ένα μυστικό επίλεκτο στρατιωτικό τάγμα, το οποίο κατηγορείται για διεξαγωγή απαγωγών και δολοφονιών στην Κολομβία και έχει αναλάβει την παροχή ασφάλειας σε πρόσωπα VIP από τον Κολομβιανό πρόεδρο μέχρι τους προέδρους των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους. Ο Γκρόσο έχει λάβει ειδική εκπαίδευση από τον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών. Μαζί του συνελήφθη ο Φρανκίσκο Ελάδιο Ουρίμπε, έχει κατηγορηθεί σύμφωνα με τη γυναίκα του στο σκάνδαλο των εκτελέσεων Κολομβιανών αμάχων με το πρόσχημα ότι είναι αντάρτες. Μια πρακτική που χρησιμοποιήθηκε από μισθοφόρους για να φτάσουν τις υψηλές ποσοστώσεις καταμέτρησης των δολοφονιών που έθεσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να ανεβάσουν τις οικονομικές απολαβές τους.
Όλα δείχνουν ότι η δολοφονία Μοϊζ αποτέλεσε ένα εσωτερικό ξεκαθάρισμα μεταξύ τμημάτων την μαφιόζικης ολιγαρχίας της Αϊτής με τη συμμετοχή ιμπεριαλιστικών θυλάκων, ενώ η χώρα συνεχίζει να σπαράζεται από τη σύγκρουση αυτών των οικονομικών φατριών. Η λαϊκή οργή που είχε ξεσπάσει απέναντι στον ίδιο και το καθεστώς του μετά την πραξικοπηματική παράταση της παραμονής του στην εξουσία, έφερε τη μεγαλειώδη εξέγερση των Αϊτινών που απειλούσε την «κοινωνική ειρήνη» για τη ντόπια ολιγαρχία και τους ξένους προστάτες της. Ωστόσο μετά τη «απομάκρυνσή» του, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όσο ομαλά φανταζόταν η Αμερικανίδα πρέσβης.
Μετά τη δολοφονία του Μοϊζ, ο Κλοντ Ζοζέφ κατέλαβε με την βοήθεια του στρατού την εξουσία και αναγνωρίστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο «νόμιμος πρωθυπουργός». Ο Ζόζεφ, σύμφωνα με το Wikileaks, πρωτοεμφανίστηκε το 2003 ως ηγέτης ενός μαθητικού μετώπου που δημιουργήθηκε από το Ταμείο για τη Δημοκρατία των ΗΠΑ (NED), το GRAFNEH, πρωταγωνιστώντας στο πραξικόπημα κατά του αριστερού προέδρου Αριστίντ. Υπήρξε επίσης ιδρυτής της «Πρωτοβουλίας Πολιτών» κατά του Αριστίντ, που χρηματοδοτείται επίσης από το NED.
Λίγους μήνες μετά ο Ζοζέφ παρέδωσε την εξουσία στον Άριελ Χένρι, κατόπιν αιτήματος των πρεσβευτών από τη Βραζιλία , την Ευρωπαϊκή Ένωση , τη Γαλλία και τη Γερμανία, η Ισπανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών, του σώματος που εμπλέκεται στο πραξικόπημα κατά του σοσιαλιστή προέδρου της Βολιβίας Έβο Μοράλες, και του ΟΗΕ που αποτελεί δύναμη κατοχής στο νησί. Ο Χένρι δέχτηκε τον προηγούμενο μήνα δολοφονική επίθεση μετά από λειτουργία για τον εορτασμό της 218ης επετείου της ανεξαρτησίας της χώρας. O ίδιος ο νυν πρωθυπουργός είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τις αρχές σχετικά με τους δεσμούς του με τον Τζόζεφ Φέλιξ Μπάντιο, πρώην αξιωματούχο του υπουργείου Δικαιοσύνης που καταζητείται από τις αρχές της Αϊτής ως ύποπτος ότι ήταν ο εγκέφαλος της επίθεσης που σκότωσε τον Μοϊζ.