Τις συγκλονιστικές μαρτυρίες ανέδειξε το ρεπορτάζ του Δημήτρη Αγγελίδη για την Εφημερίδα των Συντακτών. Το ίδιο έντυπο είχε δημοσιοποιήσει την προηγούμενη εβδομάδα πληροφορίες που αφορούσαν την επαναπροώθηση 139 προσφύγων από το χωριό Πραγγί στην Τουρκία.

Αν και είναι ευρέως γνωστό, να σημειωθεί πως η επαναπροώθηση προσφύγων που κινδυνεύουν στη χώρα τους, συνιστά βάναυση παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Διαμαρτυρίες πολιτών και προκλητικές δηλώσεις του αστυνομικού διευθυντή Ορεστιάδας

Το περασμένο Σάββατο πολίτες προχώρησαν σε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην Ορεστιάδα, ενώ σε ψήφισμα που επέδωσαν στην αστυνομία, επικαλέστηκαν «μαρτυρίες ντόπιων και φωτογραφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν το περιστατικό», ζητώντας την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και την τιμωρία των υπεύθυνων.

Όπως επισημαίνεται στο ρεπορτάζ, στους διαμαρτυρόμενους πολίτες, ο αστυνομικός διευθυντής Ορεστιάδας, Πασχάλης Συριτούδης, δεν ντράπηκε να απαντήσει πως «δεν υπάρχει περίπτωση να υπήρξαν βίαιες συμπεριφορές από αστυνομικό σε βάρος μετανάστη», μην διστάζοντας να στοχοποιήσει τα θύματα της αστυνομικής βίας:

«Συχνά οι μετανάστες τηλεφωνούν από τουρκικό έδαφος σε οργανισμούς ή στις ελληνικές αρχές, χρησιμοποιώντας το σήμα ελληνικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας, προκειμένου να δημιουργήσουν σενάριο δίωξής τους εντός ελληνικών συνόρων.»

Η νέα καταγγελία

Στενή συγγενής μίας από τις γυναίκες που επαναπροωθήθηκαν στις 14 Νοεμβρίου προχώρησε στην παρακάτω συγκλονιστική καταγγελία στην Εφημερίδα των Συντακτών:

«Γύρω στα 65 άτομα, οι περισσότεροι Σύροι, είχαν περάσει γύρω στις 9 Νοεμβρίου τα σύνορα. Ανάμεσά τους ήταν η αδερφή μου με τα παιδιά της και γείτονές τους που έφυγαν για να γλιτώσουν από τον πόλεμο. Πέρασαν το ποτάμι, περπάτησαν τρεις μέρες, κατέληξαν σ’ ένα δάσος. Μείνανε στο δάσος δύο νύχτες, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς σκέπασμα, βρεγμένοι από τα νερά της βροχής. Οπως πηγαίνανε να φύγουν, τους είδε η αστυνομία. Αυτό έγινε στις 14 Νοεμβρίου, στην Ορεστιάδα.

“Είμαστε πρόσφυγες, θέλουμε να ζητήσουμε άσυλο”, είπαν στους αστυνομικούς. Αλλά οι αστυνομικοί τούς πιάσανε, τους πήγαν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα και τους άφησαν έξω γονατιστούς, με τα χέρια δεμένα πίσω.

Τους κράτησαν έτσι πέντε έξι ώρες, μες στην παγωνιά και τη βροχή, χωρίς να τους προσφέρουν τίποτα απολύτως. Μετά από πολλά παρακάλια, τους έφεραν μπουκαλάκια με νερό από τα οποία είχαν αφαιρέσει την ετικέτα, ίσως για να μην υπάρχουν στοιχεία ότι έφτασαν οι πρόσφυγες σε ελληνικό έδαφος, και τους ζήτησαν να τα πληρώσουν από την τσέπη τους. Ενα παιδάκι δέκα χρονών είχε πολύ υψηλό πυρετό, ζήτησε γιατρό, δεν φέρανε. Το μόνο που κάνανε ήταν να του φέρουν ένα κρουασάν, που κι αυτό ζήτησαν να το πληρώσουν οι πρόσφυγες.

 
Το βράδυ τούς κουβαλήσανε στην άκρη του ποταμού. Εκεί τους παρέδωσαν σε κάποια άτομα που είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Μόνο τα μάτια τους φαίνονταν. Αυτοί προσπάθησαν να τους εξευτελίσουν με κάθε τρόπο. Τους χτύπησαν τόσο άσχημα που τρέχανε αίματα. Μια γυναίκα είχε τον άντρα της με πρόβλημα στην καρδιά. Επαθε έμφραγμα από το φόβο του ο άνθρωπος, κι άρχισε να ουρλιάζει η γυναίκα του και να ζητάει βοήθεια. Την τράβηξαν από τα μαλλιά, την έσπασαν στο ξύλο, την πέταξαν στο ποτάμι. Σήκωσαν τον άντρα της, παρά το έμφραγμα που είχε πάθει και τον πέταξαν κι αυτόν στο ποτάμι βρίζοντας. Είχαν ένα εργαλείο στο χέρι τους κι όποιον περνούσε κοντά τους τον χτυπούσαν δυνατά στο κεφάλι. Μετά τους βάλανε ανά ομάδες σ’ ένα φουσκωτό και τους έστειλαν πίσω στην Τουρκία. Εκεί τους έπιασε η τουρκική αστυνομία. Τους άφησε ελεύθερους μετά από τέσσερις πέντε μέρες.
 
Πριν από πέντε μέρες, εννιά άτομα απ’ αυτούς ξαναπέρασαν τα σύνορα. Αυτή τη στιγμή ζουν κρυμμένοι χωρίς να έχουν τα στοιχειώδη για να ζήσουν. Ανάμεσά τους βρίσκεται μια καθηγήτρια πανεπιστημίου, φοιτητές, γιατροί. Βρίσκεται επίσης μια νεφροπαθής, με σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Φοβούνται να παραδοθούν στην αστυνομία, όχι μόνο για να μην τους γυρίσουν πίσω, αλλά για να μη φάνε ξανά το ξύλο που έφαγαν. Δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα. Ξέρουν ότι δεν προσφέρει τίποτα η Ελλάδα στους πρόσφυγες, παρά μόνο βία και μεγάλη δυστυχία. Σκεφτείτε να έρχεται ένας δυστυχισμένος άνθρωπος από τον πόλεμο, τον πόνο και την πείνα, και να αντιμετωπίζει καταστάσεις που δεν είδε ούτε στον πόλεμο. Είναι αμαρτία

».