Σαφείς αιχμές για την καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία άφησε το μέλος της τρόικας, Ματία Μορς,παρουσιάζοντας το νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα, ενώ τόνισε πως το πρώτο πρόγραμμα δεν ακολουθήθηκε πιστά.
Στην ομιλία του, αναφέρθηκε στους βασικούς στόχους του δεύτερου προγράμματος, οι οποίοι μεταξύ άλλων, είναι η δημοσιονομική σταθεροποίηση, η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αναπτυξιακού χαρακτήρα, η αναμόρφωση της αγοράς εργασίας, με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του κόστους εργασίας.
Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τη μείωση του κόστους εργασίας, τόνισε ότι «βρισκόμαστε στη μέση του δρόμου» αναφορικά με τον στόχο που έχει τεθεί για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, είπε.
Σύμφωνα με τον κοινοτικό αξιωματούχο, στις προτεραιότητες του νέου προγράμματος είναι και η ανακεφαλοποίηση των τραπεζών η οποία θα φτάσει τα 50 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι στόχος είναι η προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και όχι η κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι δεν μειώνονται οι τιμές στην Ελλάδα, αλλά και για το γεγονός ότι οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 30%.
Τόνισε, επίσης, ότι τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να γίνει σημαντική δημοσιονομική σταθεροποίηση, καθώς η Ελλάδα έχει να διανύσει ακόμη πολύ δρόμο, η οποία συνολικά για την περίοδο 2013- 2014 θα πρέπει να φτάσει το 5,6% του ΑΕΠ και ειδικότερα για το 2013, να φτάσει το 3,8% του ΑΕΠ και για το 2014 το 1,8%
του ΑΕΠ.
Σημείωσε ότι υπάρχει συμφωνία, στο πλαίσιο της τρόικας, ότι τα πρόσθετα μέτρα που θα απαιτηθούν να αφορούν την περιστολή των δαπανών, ενώ αναφέρθηκε και στην αναγκαιότητα θέσπισης ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος.
Στόχος, όπως ανέφερε ο Μ. Μορς, είναι η επίτευξη πρωτογενούς ελλείμματος 1% το 2012 και πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% το 2014.
Σε ό,τι αφορά το χρηματοδοτικό ύψος του νέου προγράμματος, διευκρίνισε ότι θα φτάσει συνολικά τα 164,5 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 144,7 δισ. θα προέλθουν από το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τα 19,8 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ.