Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του νομοσχεδίου (=Αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί κατά τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2 επιτρέπεται, εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής), μετά τη λέξη «Αυθόρμητη» προστίθεται η φράση «ή έκτακτη».
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 (=Στις περ. β) και γ) της παρ. 1 η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 8 δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά, ως εναλλακτικές επιλογές, άλλες περιοχές, κατάλληλες για την πραγματοποίηση της συνάθροισης), η φράση «δύναται να υποδεικνύει ενδεικτικά» αντικαθίσταται από τη φράση «υποδεικνύει ενδεικτικά, εφόσον είναι εφικτό». Τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 (=Ο οργανωτής δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση. Από την ευθύνη αυτή απαλλάσσεται, εάν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως τη διεξαγωγή της συνάθροισης και αποδεικνύει ότι είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4.), η φράση «είχε λάβει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 4», αντικαθίσταται από τη φράση «έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές αναφέρονται περιοριστικά στα στοιχεία α, β και γ του άρθρου 4». Σημειώνεται ότι το άρθρο 4, με τίτλο «Υποχρεώσεις οργανωτή» προβλέπει τα εξής: «Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ιδίως, ο οργανωτής της συνάθροισης:
α) συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και ιδίως με τον Αστυνομικό ή Λιμενικό Διαμεσολαβητή και συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης,
β) ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητά την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα,
γ) ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης».
Ωστόσο, οι τροποποιήσεις αυτές δεν καλύπτουν το εύρος των παρατηρήσεων φορέων όπως η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, αλλά και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων. Ξεκινώντας τις παρατηρήσεις επί των άρθρων του νομοσχεδίου, η έθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, τονίζει ότι η μη γνωστοποίηση μιας διαδήλωσης στις αστυνομικές αρχές δεν αποτελεί νόμιμο λόγο απαγόρευσής της. Αναφέρεται μάλιστα απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών του 1976, σύμφωνα με την οποία μία τέτοια διάταξη είνια αντισυνταγματική, καθώς «ο συνταγματικός νομοθέτης δεν θέτει ως προϋπόθεση προηγούμενη άδεια. Παράλληλα, όπως υπογραμμίζεται, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προστατεύει τις αυθόρμητες συναθροίσεις, αλλά και την «αντιδιαδήλωση». «Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το Κράτος έχει θετική υποχρέωση να προστατεύσει την ελευθερία του συνέρχεσθαι αµφότερων των οµάδων διαδηλωτών, και πρέπει να επιλέγει τα λιγότερα επαχθή µέσα τα οποία δύνανται επί της αρχής να επιτρέπουν και στις δύο (αντιτιθέµενες) συναθροίσεις να λάβουν χώρα (ΕΔΔΑ, Fáber κατά Ουγγαρίας, παρ. 43). Εποµένως, µόνη η πιθανότητα σύγκρουσης, δεν µπορεί να ακυρώσει το δικαίωµα της συνάθροισης. Ωστόσο, όταν υφίσταται σοβαρή απειλή βίαιης «αντιδιαδήλωσης», το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη λήψη πρόσθετων µέτρων, προκειµένου να επιτραπεί στις συναθροίσεις να λάβουν χώρα χωρίς αναταραχές», τονίζεται συγκεκριμένα.
Σχετικά με τον ορισμό «οργανωτή», που προβλέπει το νομοσχέδιο, ρίχνοντας του μάλιστα ποινικές και αστικές ευθύνες, η Επιστημονική Υπηρεσία ξεκαθαρίζει ότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι αποτελεί ατομικό δικαίωμα εκάστου προσώπου και ασκείτα από κοινού, ενώ δεν τελεί υπό τη διαχειριστική εξουσία ορισμένων προσώπων στα οποία ο νόμος δίνει την ιδιότητα του «οργανωτή». Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ένα κάλεσμα µπορεί να απευθυνθεί εκ παραλλήλου από πολλούς φορείς και σε ευρύτατο κύκλο προσώπων, χωρίς να συνεπάγονται αναγκαία και ανάληψη γενικής οργανωτικής ευθύνης ούτε, πολύ λιγότερο, καθοδήγηση της όλης συνάθροισης. «Αντίστοιχα, η άσκηση του δικαιώµατος συνάθροισης δεν εξαρτάται από την αναγκαία αναγνώριση στον προσκαλούντα αντίστοιχων γενικών οργανωτικών ή καθοδηγητικών εξουσιών».
Η έκθεση επικαλείται την Επιτροπή της Βενετίας του Συµβουλίου της Ευρώπης και το Γραφείο Δηµοκρατικών Θεσµών του ΟΑΣΕ στις «Κατευθυντήριες Γραµµές για την ελευθερία ειρηνικής συνάθροισης» αναφέρουν σχετικά: «οι οργανωτές και οι επιµελητές (…) δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για την παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι ατοµικά υπεύθυνοι, π.χ. ζηµία περιουσιακών αγαθών ή διατάραξη ή βίαιες πράξεις που προκαλούνται από συµµετέχοντες στη συνάθροιση ή θεατές που ενεργούν ανεξάρτητα. Η ευθύνη εκ µέρους των οργανωτών ή επιµελητών υφίσταται µόνον εφόσον έχουν προσωπικά και εσκεµµένα υποκινήσει, προκαλέσει ή συµµετάσχει σε πραγµατική ζηµία ή διατάραξη (…).
»Αν µια συνάθροιση εξελιχθεί σε σοβαρή δηµόσια διατάραξη, είναι ευθύνη του Κράτους, όχι του οργανωτή, εκπροσώπου ή επιµελητή της συνάθροισης, να περιορίσει τη ζηµία που προκαλείται. Οι οργανωτές και οι εκπρόσωποι της συνάθροισης δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να υποχρεούνται να πληρώνουν για ζηµιές που προκλήθηκαν από άλλους συµµετέχοντες σε µια συνάθροιση (εκτός εάν τις υποκίνησαν ή άλλως τις προκάλεσαν άµεσα)» αναφέρεται επίσης.
Τέλος, σχετικά με την προληπτική απαγόρευση διαδηλώσεων, η Επιστημονική Υπηρεσία ξεκαθαρίζει ότι αυτή εκ της συνταγµατικής προστασίας της οποίας απολαύει η ελευθερία του συνέρχεσθαι η απαγόρευση θα πρέπει να είναι το έσχατο μέτρο των αστυνομικών αρχών.
Παράλληλα, η συγκεκριμένη έκθεση δεν είναι το μόνο θεσμικό «χαστούκι» στην κυβέρνηση για το νομοσχέδιο περιορισμού διαδηλώσεων. Την Τρίτη, η συντονιστική επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, με αφορμή το νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η προληπτική πλήρης απαγόρευση των συναθροίσεων με απόφαση της Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής βρίσκεται εκτός συνταγματικού πλαισίου, πλήττοντας το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Στην ανακοίνωσή της επισημαίνει τα εξής:
«1. Η συντονιστική επιτροπή θεωρεί θεμελιώδους σημασίας την προστασία που παρέχει το άρθρο 11 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και τη διενέργεια δημοσίων συναθροίσεων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για τη ρύθμιση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και ιδίως για τον περιορισμό του.
2. Η προληπτική πλήρης απαγόρευση των συναθροίσεων με απόφαση της Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος και βρίσκεται εκτός Συνταγματικού πλαισίου.
3. Οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος σε οποιαδήποτε φάση της συνάθροισης και ενόψει της επιβαλλόμενης στάθμισης που επιβάλλει η σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και αφετέρου του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, διαταράσσεται δυσανάλογα η οικονομική ζωή ώστε να θεωρείται η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προδήλως καταχρηστική.
4. Η παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων του οργανωτή μιας συνάθροισης δεν μπορεί να συνεπάγεται αντικειμενική ποινική ή αστική ευθύνη του, καθώς τούτο έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ενοχής και της υπαιτιότητας»
Το νομοσχέδιο αναμένεται να ψηφιστεί την Πέμπτη στη Βουλή, με το ΚΙΝΑΛ να συμπράττει με τη Νέα Δημοκρατία, μετά τις υποχωρήσεις Χρυσοχοϊδη σε άρθρα του νομοσχεδίου, όπως το περίφημο ιδιώνυμο, που αποσύρθηκε.
Το απόγευμα της Τρίτης, με κεντρικό σύνθημα «οι απαγορεύσεις τσακίζονται στον δρόμο» χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας διαμαρτυρόμενοι για το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση με το οποίο «ποινικοποιούνται» οι διαδηλώσεις.