του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε με την -ταπεινωτική για την ΕΣΣΔ- κατάργηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, την ίδια στιγμή που το ΝΑΤΟ διατηρήθηκε υπό τον όρο να μην επεκταθεί «ούτε μία ίντσα προς ανατολάς» προς τα ρωσικά σύνορα. Η υπόσχεση αυτή θα λέγαμε πως θα είχε γίνει κουρελόχαρτο, αν ο Γκρομπατσόφ δεν είχε φροντίσει να τη λάβει γραπτώς. Η επιεικώς ατυχής σοβιετική εκπροσώπηση έδωσε τη δυνατότητα στη Δύση να αμφισβητεί τη δέσμευσή της, παρότι ήταν κοινώς αποδεκτό πως σε αυτή οφείλεται ιστορικά το τέλος της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης.
Τον Σεπτέμβριο του 1993, ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν έγραψε μια μεγάλη επιστολή στον Πρόεδρο των ΗΠΑ «αγαπητό Μπιλ (Κλίντον)», όπου εξέφρασε την ανησυχία του για το ενδιαφέρον της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας να ενταχθούν στο ευρωατλαντικό σύμφωνο. Ο Γέλτσιν ζήτησε να ληφθεί υπόψιν η αίσθηση νεο-απομόνωσης του ρωσικού λαού, καθώς και «το πνεύμα της συνθήκης» 2+4 σχετικά με την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η οποία όπως έγραψε «αποκλείει την επιλογή επέκτασης της ζώνης του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή». Η επιστολή αυτή φέρεται να είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία κατηγόρησε τη Δύση ότι αθέτησε τον λόγο της, σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα του Κλάους Βίγκρεφ στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Ο μονοπολικός κόσμος που εδραιώθηκε, διατήρησε το δόγμα περικύκλωσης της Ρωσίας, όπως περιγράφεται γλαφυρά από το Ινστιτούτο Ραντ, με αποτέλεσμα την επέκταση του ΝΑΤΟ όχι μόνο μια ίντσα, αλλά 14 χώρες του πρώην σοσιαλιστικού μπλοκ προσχώρησαν σε αυτό.
Νέα στοιχεία: «Απαράδεκτη» η ένταξη των Ανατολικοευρωπαίων στο ΝΑΤΟ
Το νέο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται το Der Spiegel, προέρχεται από τα Βρετανικά Εθνικά Αρχεία και ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Τζόσουα Σίφρινσον, ενώ αρχικά είχε χαρακτηριστεί «απόρρητο». Αναφέρεται σε συνάντηση «των πολιτικών προϊσταμένων των υπουργείων Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας στη Βόννη στις 6 Μαρτίου 1991». Το περιοδικό αναφέρει πως θέμα της συνάντησης ήταν η ασφάλεια της Πολωνίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς η ενοποίηση της Γερμανίας είχε επιτευχθεί πριν από πέντε μήνες και το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας ήταν ορατό. Οι πολιτικοί στη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη έδειξαν το ενδιαφέρον τους για την ένταξη στη δυτική συμμαχία από μήνες. Ωστόσο, όπως δείχνει το έγγραφο, οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι συμφώνησαν ότι η ένταξη των Ανατολικοευρωπαίων στο ΝΑΤΟ ήταν «απαράδεκτη».
Σύμφωνα με το σημείωμα, ο Γερμανός εκπρόσωπος Γιούργκεν Κρόμπογκ δήλωσε: «Ξεκαθαρίσαμε στις διαπραγματεύσεις 2+4 ότι δεν θα επεκτείνουμε το ΝΑΤΟ πέρα από τον Έλβα. Επομένως, δεν μπορούμε να προσφέρουμε την ένταξη στο ΝΑΤΟ στην Πολωνία και στους άλλους». Στις διαπραγματεύσεις 2+4, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας διαπραγματεύτηκαν τη γερμανική ενοποίηση με τις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Γαλλία. Το Der Spiegel παραδέχεται πως «το νέο εύρημα στο αρχείο ταιριάζει με μια πληθώρα εγγράφων από τους μήνες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου που είναι τώρα διαθέσιμα», ενώ καθιστά αμφισβητούμενα τα όσα δήλωσε ο γγ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ σε πρόσφατη συνέντευξη στο γερμανικό περιοδικό.
Πλήθος στοιχείων συναινούν στην υπόσχεση μη επέκτασης
Φυσικά, τα πρόσφατα στοιχεία δεν είναι τα μοναδικά. Σε προηγούμενο δημοσίευμά του Der Spiegel με τίτλο «Έχει δίκιο ο Βλαντιμίρ Πούτιν;» αναφέρεται ότι ο Τζακ Μάτλοκ, ο οποίος ήταν ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα εκείνη την εποχή, είπε ότι δόθηκαν «κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις» στη Σοβιετική Ένωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς τα ανατολικά. Ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ σε μια ομιλία του στις 31 Ιανουαρίου 1990, πρότεινε στο ΝΑΤΟ να εκδώσει μια δήλωση λέγοντας: «Ό,τι κι αν συμβεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δεν θα υπάρξει επέκταση του εδάφους του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης». Ο Αμερικανός ομόλογός του, Τζέιμς Μπέικερ «δεν ενθουσιάστηκε ακριβώς» από την ιδέα, αλλά θεώρησε ότι ήταν «ό,τι καλύτερο είχαμε αυτή τη στιγμή».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ένωσης, της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας που δημοσιεύθηκαν στις 12 Δεκεμβρίου 2017 από το Αρχείο Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσινγκτον. Έχοντας συναντηθεί με τον Γκένσερ κατά την είσοδό του στις συζητήσεις με τους Σοβιετικούς, ο Μπέικερ επανέλαβε επακριβώς τη διατύπωση του Γερμανού ομολόγου του στη συνάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Σεβαρντνάτζε στις 9 Φεβρουαρίου 1990. Ο Μπέικερ επαναλαμβάνει τη φράση «ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά» κατά τη συνάντηση με τον Γκορμπατσόφ της 9ης Φεβρουαρίου 1990, ενώ συμφώνησε με τη δήλωση του δεύτερου ότι «η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι απαράδεκτη». Έχοντας συνεννοηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο, ο πρόεδρος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, ανέφερε στον Σοβιετικό ηγέτη στις 10 Φεβρουαρίου 1990: «Πιστεύουμε ότι το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να επεκτείνει τη σφαίρα των δραστηριοτήτων του». Αντίστοιχες διαβεβαιώσεις δόθηκαν και από τη Θάτσερ, τον Μιτεράν και από άλλους ηγέτες της Δύσης. «Το γεγονός ότι είμαστε έτοιμοι να μην τοποθετήσουμε έναν στρατό του ΝΑΤΟ εκτός γερμανικού εδάφους δίνει στη Σοβιετική Ένωση μια σταθερή εγγύηση ασφάλειας», δήλωνε ο τότε γγ. της συμμαχίας, Μάνφρεντ Βέρνερ.
Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Μάικλ Μάντελμπαουμ, ο οποίος ήταν σύμβουλος της κυβέρνησης Κλίντον, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Αποτυχία της αποστολής» (2016) σε αυτήν την υπόσχεση και την αθέτησή της, με τον τίτλο «Ρωσία: Η κακή πράξη». Περιγράφει ως «το πιο κρίσιμο γεωστρατηγικό λάθος στην πολιτική των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες» την απόφαση Κλίντον να δεχτεί την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία στο ΝΑΤΟ, παρά τις αντιρρήσεις του τότε υπ. Εξωτερικών, αθετώντας έτσι την υπόσχεση προς τη Ρωσία. Ο ίδιος, που σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αντίπαλος των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών των ΗΠΑ, παραδέχεται πως «η Ρωσία αποδέχτηκε την επέκταση του ΝΑΤΟ γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν είχε την πολιτική ή οικονομική δύναμη να τη σταματήσει, και η στρατιωτική αντίσταση ήταν εκτός συζήτησης. Αλλά οι Ρώσοι δεν είδαν ποτέ αυτή την επέκταση ως δίκαιη, νόμιμη ή κάτι άλλο εκτός από προδοσία των δυτικών υποσχέσεων και επίθεση στα ρωσικά δικαιώματα και συμφέροντα»
Η κριτική στο Der Spiegel
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως, παρά την αποκάλυψή του, το ίδιο το γερμανικό περιοδικό επιχειρεί να δικαιολογήσει την αθέτηση των δεσμεύσεων, αναφέροντας πως «η Δύση δεν κατέληξε σε καμία νομικά δεσμευτική συμφωνία με το Κρεμλίνο που θα απέκλειε μια επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Αντίθετα, το 1990 πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι που συμμετείχαν και στις δύο πλευρές έδρασαν με καλή πίστη. Ο κυβερνήτης του Κρεμλίνου εκείνη την εποχή, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, υποσχέθηκε να εισαγάγει τη δημοκρατία, να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, να σεβαστεί το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση (…) Η αυτοκρατορία στην Ανατολή φαινόταν ικανή να μεταρρυθμιστεί».
Ωστόσο, η πρώτη επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά έλαβε χώρα το 1999 και είχε προετοιμαστεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Δηλαδή, όταν κυβερνούσε τη Ρωσία ο σπανίως νηφάλιος Γέλστιν. Ο άνθρωπος που βομβάρδισε το ρωσικό κοινοβούλιο, εισπράττοντας τους διθυράμβους των Δυτικών για το «μεταρρυθμιστικό» του έργο. Ακόμα, το άρθρο 5 της συμφωνίας 2+4 περιλαμβάνει τη δέσμευση πως «ξένες ένοπλες δυνάμεις και πυρηνικά όπλα ή οι μεταφορείς τους δεν θα σταθμεύσουν ούτε θα μεταφερθούν σε αυτό το τμήμα της Γερμανίας», εννοώντας τα εδάφη της πρώην Λαοκρατικής Γερμανίας. Με βάση το παραπάνω, τι νόημα θα είχε η δέσμευση να μην τοποθετηθούν ευρωατλαντικές δυνάμεις στην Ανατολική Γερμανία, αλλά τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ να απλώνονται σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη;