Ρεπορτάζ: Νεκταρία Ψαράκη 

Αποστολή στη Χίο

Όπως διηγήθηκε ο Τζελάλ Τζούμα στο The Press Project, αλλά και στην κατάθεσή του κατά τη διάρκεια της δίκης, στις 4/06, ένας παλιός γνωστός του παλαιστινιακής καταγωγής ο οποίος κατοικούσε στη Χίο και πλέον διαμένει στη Γερμανία τον κάλεσε μέσω της εφαρμογής whatsapp για να τον ενημερώσει ότι στην περιοχή Βουνό Χίου βρίσκονται 11 νεοαφιχθέντες πρόσφυγες με καταγωγή από τη Σομαλία και την Υεμένη. Όπως ανέφερε ο ίδιος, η πληροφορία που είχε από τον παλιό γνωστό του είναι ότι οι 11 δεν είχαν φάει για τέσσερις ημέρες και ότι ανάμεσά τους υπάρχει τραυματίας.

«Μου είπε να πάω να τους βρω, να τους δώσω νερό, φαγητό, φορτιστή και φάρμακα ενώ δεσμεύτηκε ότι παράλληλα ο ίδιος θα καλέσει την αστυνομία. Εγώ, μόλις είχα επιστρέψει από την Αθήνα, είχα βρεθεί εκεί για την αίτηση ασύλου μου και δεν είχα καθόλου χρήματα. Έτσι ο φίλος μου μου είπε ότι επειδή είναι μεγάλη ανάγκη, θα μου δώσουν εκείνοι χρήματα για να τους αγοράσω τα απαραίτητα, ενώ θα μου πληρώσουν και το ταξί που με μετέφερε. Εγώ δεν θεώρησα ότι έκανα κάτι παράνομο, απλά ήθελα να βοηθήσω. Ο φίλος μου στη Γερμανία ποτέ δεν είπε ότι κρύβονται. Είπε απλά ότι είναι σε ανάγκη. Μοναδική μου πρόθεση ήταν να βοηθήσω και ποτέ δεν σκέφτηκα ότι αυτό θα με οδηγούσε εδώ. Ήμουν κι εγώ κάποτε στη θέση τους. Όταν είχα εγώ ανάγκη, άλλοι, ντόπιοι, μου έδωσαν νερό και φαγητό», ανέφερε στην κατάθεσή του, με την πρόεδρο να τον ρωτά, προκειμένου να διασταυρώσει αν συντελείται το αδίκημα της διευκόλυνσης παράνομης παραμονής, τι είχε σκοπό να κάνει μετά που θα έδινε το νερό και το φαγητό. Ο ίδιος, απάντησε: «εμένα ο φίλος μου είχε υποσχεθεί ότι θα καλέσει την αστυνομία. Επομένως, θα έδινα το νερό, το φαγητό, θα τους βοηθούσα όπως μπορούσα και θα γυρνούσα στο σπίτι μου».

Τα πράγματα ωστόσο δεν εξελίχθηκαν όπως ήλπιζε. Ο Τζελάλ πήρε 100 ευρώ από τους 11 και κατευθύνθηκε σε ένα mini market στην περιοχή των Καρδαμύλων. Για κακή του τύχη, πέρασε μπροστά από κάποιους λιμενικούς, οι οποίοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα σε υπηρεσία. Η φυσιογνωμία του, δεν ήταν γνωστή σε εκείνους και δεδομένου ότι πρόκειται για έναν νεαρό σκουρόχρωμο Σύριο, τον σταμάτησαν για έλεγχο. Ο Τζελάλ, ευθύς ενημέρωσε τους λιμενικούς για τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν στην περιοχή. Τους είπε ότι υπάρχουν σε κοντινή απόσταση άνθρωποι σε ανάγκη και ότι του έδωσαν χρήματα για να τους φέρει νερό και φαγητό, καθώς ήταν πεινασμένοι, διψασμένοι και ταλαιπωρημένοι, χωρίς να γνωρίζει φυσικά ότι διαπράττει κάποιο αδίκημα. Οι λιμενικοί, για «ανθρωπιστικούς λόγους» όπως ανέφεραν και στην προανάκριση, επέτρεψαν στον Τζελάλ να αγοράσει τις απαραίτητες προμήθειες και στη συνέχεια με τη δική του συνδρομή προχώρησαν μαζί για τον εντοπισμό των 11. Στη συνέχεια συνελήφθη και κατά την προανακριτική διαδικασία του απαγγέλθηκε η κατηγορία της διευκόλυνσης της παράνομης παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στην ελληνική επικράτεια αλλά και η κατηγορία ότι «δυσχέρανε το έργο των αρχών». Επρόκειτο ξανά για ένα κατηγορητήριο σαθρό, διατριτό και εντελώς αυθαίρετο, πράγμα το οποίο απεδείχθη στη δίκη.

Ο Τζελάλ εκδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Η γενική αίσθηση από την ώρα μηδέν της ακροαματικής διαδικασίας ήταν ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθεται ένας αθώος άνθρωπος. Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας ήταν ένας λιμενικός, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 4/06 ενώ βρισκόταν σε υπηρεσία εντόπισε με άλλους συναδέλφους του στην περιοχή Καρδάμυλα Χίου τον Τζελάλ. «Επειδή μας κίνησε το ενδιαφέρον τον σταματήσαμε, τον ρωτήσαμε τι κάνει εδώ και αν διαθέτει τα απαραίτητα έγγραφα», τόνισε. Συνεχίζοντας την κατάθεσή του ανέφερε ότι ο Τζελάλ ευθύς τους είπε – μιλώντας στα περιορισμένα ελληνικά που γνωρίζει – ότι βρίσκεται στην περιοχή καθώς κάποιοι «φίλοι του» που βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη είναι κρυμμένοι στην περιοχή Βουνό Χίου και ότι οι ίδιοι του έδωσαν 100 ευρώ προκειμένου να πληρώσει το ταξί που τον μετέφερε στην τοποθεσία που βρίσκονται και για να τους αγοράσει νερό και φαγητό. «Μόλις του ζητήσαμε να μας υποδείξει που βρίσκονται, εκείνος δέχτηκε. Για ανθρωπιστικούς λόγους, του επιτρέψαμε να αγοράσει όσα του υπέδειξαν και έτσι μπήκε σε κοντινό mini market από όπου αγόρασε κρουασάν και αναψυκτικά», περιέγραψε.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι ερωτήσεις της προέδρου της έδρας, Άννας Τσαντρούκη, η οποία ρώτησε με μεγάλη σαφήνεια τον λιμενικό υπάλληλο «τι λόγο είχαν οι 11 να κρύβονται επί δύο ολόκληρες ημέρες», δίνοντας πρόσφορο έδαφος να συζητηθούν οι παράνομες πρακτικές των βίαιων επαναπροωθήσεων από το Λιμενικό Σώμα. Ο Λιμενικός ωστόσο, αρκέστηκε στο να δηλώσει «άγνοια» ως προς αυτό το ερώτημα, απαντώντας απλώς ότι «μάλλον κάτι είχαν να φοβούνται». Η συζήτηση στη συνέχεια στράφηκε ξανά στο πρόσωπο του Τζελάλ, με τον λιμενικό να ξεκαθαρίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν δυσχέρανε το έργο τους, αθωώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον 23χρονο, καθιστώντας το κατηγορητήριο ανυπόστατο.

Σειρά είχε ο αστυνομικός, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 4/06 με εντολή από την υπηρεσία του μετέβη στην περιοχή των Καρδάμυλων για 11 αλλοδαπούς οι οποίοι βρίσκονταν εκεί από τις 2/06. «Φτάσαμε στο σημείο και εκεί βρήκαμε τους λιμενικούς με τον εν λόγω μετανάστη, ο οποίος αμέσως μας υπέδειξε που βρίσκονταν οι υπόλοιποι. Δε γνωρίζω πως ενημερώθηκε για την άφιξή τους, ούτε εντοπίζω με ποιον τρόπο διευκόλυνε την παραμονή τους. Ήταν καθ’ όλα συνεργάσιμος», εξήγησε. Ο Αλέξης Γεωργούλης, ρώτησε τον αστυνομικό ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Διαχείρισης Μετανάστευσης, αν η υπηρεσία του ήταν ενήμερη για την άφιξη των 11 στην τοποθεσία Βουνό Χίου, με τον ίδιο να απαντά θετικά, λέγοντας ότι είχε αποσταλεί email από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ήδη από τις 3/06. Επομένως συμπεραίνουμε, ότι οι αρχές γνώριζαν ήδη μία ημέρα νωρίτερα ότι στο Βουνό Χίου κρύβονται 11 μετανάστες, πεινασμένοι και εξουθενωμένοι. Ωστόσο η παρέμβαση των αρχών ήρθε μία μέρα μετά, με τη σύλληψη του Τζελάλ.

Μοναδική μάρτυρας υπεράσπισης ήταν μία κάτοικος του Βουνού Χίου. Γνώριζε τον Τζελάλ από το χωριό και μίλησε για ένα παιδί πολύ δοτικό, φιλότιμο και εργατικό, που χαίρει αγάπης και εκτίμησης από την τοπική κοινωνία.

Ναι, είναι παράνομο να δώσεις νερό και φαγητό αν δεν έχεις καλέσει την αστυνομία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η αγόρευση του εισαγγελέα. Όπως συγκεκριμένα ανέφερε, το να δώσεις νερό, φαγητό, ή να βοηθήσεις με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον νεοεισερχόμενο αλλοδαπό που βρίσκεται σε ανάγκη πριν καλέσεις την αστυνομία, θα μπορούσε να αποτελέσει αρχή προπαρασκευαστικής πράξης διευκόλυνσης παραμονής των ανθρώπων αυτών. Ωστόσο, όπως είχε τονίσει και η πρόεδρος λίγο νωρίτερα, το δικαστήριο της Χίου δεν δίκαζε την πράξη προσφοράς νερού και φαγητού, αλλά αντιθέτως εξέταζε αν στοιχειοθετείται το αδίκημα της διευκόλυνσης και της δυσχέρειας του έργου των αρχών. Ο εισαγγελέας πείστηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τζελάλ ήταν αθώος. Αφενός, βρισκόταν μόλις τρία χρόνια στην Ελλάδα και δεν είχε επίγνωση της ελληνικής νομοθεσίας ούτε και της νόμιμης διαδικασίας παροχής βοήθειας σε νεοεισερχόμενους πρόσφυγες. Ακόμη, «από την πράξη του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με κάποιο τρόπο διευκόλυνε την παραμονή των ανθρώπων αυτών καθώς ομολόγησε αμέσως την πράξη του στους λιμενικούς, συνεργάστηκε άψογα με τις αρχές ενώ προκύπτει ότι ούτε υπήρξε σαφής δόλος, ούτε ότι είχε σκοπό να προχωρήσει σε επιπλέον πράξεις μετά».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η υπόλοιπη έδρα. Η πρόεδρος, κ. Τσαντρούκη αποφάνθηκε ότι ο Τζελάλ είναι αθώος, πριν καν αγορεύσουν οι δύο συνήγοροι Αλέξης Γεωργούλης και Έλλη Κρυωνά – Σαράντη. Η κ. Τσαντρούκη ωστόσο, επεσήμανε η ίδια στον Τζελάλ ότι η Ελλάδα είναι ένα κράτος δικαίου του οποίου οι πολίτες οφείλουν να πράττουν όπως ορίζει ο νόμος. «Όταν εντοπίζουμε νεοεισερχόμενους ανθρώπους σε ανάγκη, πρώτα ενημερώνουμε τις αρχές, και μετά βοηθάμε», ήταν τα λόγια της προέδρου, η οποία κλείνοντας πρόσθεσε ότι «το δικαστήριο της Χίου δεν θα δεχθεί άλλη δικαιολογία από τον ίδιο, τώρα που γνωρίζει τη νόμιμη διαδικασία», με τον Τζελάλ να δίνει την υπόσχεσή του.

Συμπεράσματα από τη δίκη

Για ακόμη μία φορά, εγείρονται πολύ σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το πόσο εύκολα απονέμονται οι κατηγορίες κατά τη διάρκεια της προανάκρισης. Η ανακρίτρια, κατηγόρησε τον Τζελάλ για αδικήματα τα οποία ουδέποτε στοιχειοθετήθηκαν. Ο ίδιοι οι μάρτυρες κατηγορίας, ο λιμενικός και ο αστυνομικός, τόνισαν την άμεση συνεργασία του Τζελάλ με τις αρχές για τον εντοπισμό των 11 καθώς ο ίδιος υπέδειξε την τοποθεσία τους. Επομένως, εύλογα αναρωτιόμαστε πού μπορεί να είδε η ανακρίτρια τη «δυσχέρεια του έργου των αρχών»; Ποια στοιχεία την οδήγησαν στο να απονείμει τη συγκεκριμένη κατηγορία; Ομοίως και με το αδίκημα της διευκόλυνσης, δεδομένου ότι ο Τζελάλ ενημέρωσε αμέσως τις αρχές και στη συνέχεια με τη δική τους έγκριση αγόρασε τις απαραίτητες προμήθειες. Έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι οι ανυπόστατες κατηγορίες που απονέμονται κατά την προανακριτική διαδικασία μπορεί να έχουν ολέθρια αποτελέσματα, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του Αμίρ Ζαχίρι και του Ακίφ Ρασούλι, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε 50 χρόνια κάθειρξης έκαστος με ανύπαρκτο κατηγορητήριο.

Η δεύτερη ανησυχία η οποία εγείρεται, αφορά στην ποινικοποίηση της αλληλεγγύης. Μία αυθόρμητη κίνηση ανθρωπιάς, θα μπορούσε να οδηγήσει αλληλέγγυους και αλληλέγγυες στο εδώλιο του κατηγορουμένου με πολύ σοβαρές κατηγορίες και σκληρές ποινές φυλάκισης. Αναλογιζόμενες ωστόσο τα πρώτα χρόνια της μεταναστευτικής κρίσης, που αρκετοί ντόπιοι και τοπικές οργανώσεις αλληλεγγύης προσέφεραν τα μέγιστα στους κατατρεγμένους της γης, θα ήταν αδύνατον να μην παρατηρήσουμε ότι σπάνια είδαμε να οδηγούνται στο αυτόφωρο. Αναπόφευκτα επομένως καταλήγουμε ότι η καταγωγή και το χρώμα του Τζελάλ, ίσως να έπαιξαν τον ρόλο τους για την ιδιαίτερα «αυστηρή» μεταχείρισή του. Ακόμη, παρά το «σύνθημα» της προέδρου, που λέει «πρώτα καλώ την αστυνομία και μετά βοηθάω», η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι. Όπως επεσήμανε η κ. Κρυωνά στο The Press Project μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας «ένα σημείο που θα έδινα έμφαση στην αγόρευσή μου, είναι το πόσο θολό είναι το τι πρέπει να κάνει κανείς μόλις εντοπίσει νεοεισερχόμενους σε ανάγκη. Έχουμε δει την περίπτωση των τεσσάρων ΜΚΟ, που ενώ ειδοποίησαν τις αρχές ότι σε συγκεκριμένη τοποθεσία βρίσκονταν νεοαφιχθέντες σε κίνδυνο, εν τέλει αντιμετώπισαν το νόμο διότι όταν η αστυνομία και το λιμενικό κινητοποιήθηκαν, εν τέλει δεν τους βρήκαν στην τοποθεσία που αρχικά υπέδειξαν».

Κλείνοντας, θα σταθούμε στην κομβικότερη ερώτηση της προέδρου: «Γιατί οι άνθρωποι αυτοί κρύβονταν»; «Κάτι θα φοβούνταν…», απάντησε ο λιμενικός. Η είδηση της σκληρής και αφιλόξενης μεταναστευτικής πολιτικής της Ελλάδας, έχει φτάσει ως τα βάθη της Σομαλίας και της Υεμένης. Οι κατατρεγμένοι του κόσμου γνωρίζουν ότι τα βάσανά τους δεν τελειώνουν μόλις πατήσουν ευρωπαϊκό χώμα. Γνωρίζουν ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή υπάρχει η πιθανότητα βίαιης απαγωγής τους, κακοποίησής τους και παράνομης επαναπροώθησής τους, παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να βαφτίζει την πραγματικότητα των pushbacks ως «τουρκική προπαγάνδα». Έτσι, μετά που θα θαλασσοδαρθούν, επιλέγουν να κρυφτούν. Διψασμένοι, πεινασμένοι, τραυματισμένοι και ταλαιπωρημένοι, επιλέγουν να περιπλανώνται σε δύσβατες, δασικές περιοχές και να κρύβονται, προκειμένου να αποφύγουν την επαναπροώθηση. Άλλωστε, όπως λένε και οι ίδιοι συχνά στον διασώστη Ιάσωνα Αποστολόπουλο, «ανάμεσα στο να επιστρέψω στην Υεμένη και στον θάνατο, επιλέγω τον θάνατο».