Στην Κεφαλονιά, όπως και στα άλλα νησιά του Ιονίου, είχε συγκροτηθεί από την εποχή της Βενετοκρατίας ένα σημαντικό αρχείο με διοικητικά, εκκλησιαστικά και δικαιοπρακτικά έγγραφα. Η σημασία αυτών των αρχείων για την ιστορία όχι μόνο των νησιών, αλλά ευρύτερα του Μεσογειακού χώρου, είναι τεράστια. Κατά τους σεισμούς όμως του 1953, που ισοπέδωσαν το νησί, το Αρχείο καταπλακώθηκε και μεγάλο μέρος του καταστράφηκε. Με ηρωική αυταπάρνηση οι κάτοικοι, και κυρίως ο αρχειοφύλακας Αδ. Θεοσόπουλος, διέσωσαν ό,τι ήταν δυνατόν μέσα από τα χαλάσματα.
Αλλά οι περιπέτειες των πολύτιμων εγγράφων δεν τελείωσαν. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του βιβλίου, το αρχειακό υλικό πρόχειρα αποθηκευμένο, ατάκτως και χωρίς καμιά ταξινόμηση, μούσκεψε από τις βροχές, ψήθηκε στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού, μούχλιασε από την έλλειψη εξαερισμού, καταβροχθίστηκε από τρωκτικά κι έντομα και τέλος ψεκάστηκε με μεγάλες ποσότητες DDT, που το κατέστησε τοξικό κι επικίνδυνο για οποιονδήποτε ερχόταν σε επαφή μαζί του.
Η κυρίως αφήγηση ξεκινά στις αρχές του Ιουνίου 1970, στο γραφείο του διευθυντή του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Δ. Ζακυθηνού. Ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα της Εποπτικής Επιτροπής του Αρχείου, ο Ζακυθηνός αποφάσισε να προτείνει στον νεαρό ιστορικό ερευνητή Νίκο Μοσχονά στο νησί για να αναλάβει την διάσωση και την ταξινόμηση των εγγράφων του αρχείου που είχαν διασωθεί. Ο Μοσχονάς αποδέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση και λίγες εβδομάδες αργότερα αναχώρησε με ΚΤΕΛ για το Αργοστόλι.
Ο συγγραφέας εξιστορεί λεπτομερώς τις πρώτες μέρες στο νησί, ενώ η γνωριμία του με το υλικό και τον χώρο, που έμελε να μεταμορφωθεί σε Ιστορικό Αρχείο της Κεφαλονιάς, έχει κάτι από την υποβλητικότητα όλων των σπουδαίων πρώτων συναντήσεων. Επίσης, περιγράφει με ακρίβεια τις εργασίες συντήρησης και ταξινόμησης και μας παρουσιάζει μερικά από τα πιο σημαντικά έγγραφα του αρχείου, όπως την θεωρούμενη «Χρυσή Βίβλο» του νησιού, τον κατάλογο δηλαδή των παλαιότερων και αριστοκρατικότερων οικογενειών, που στην πραγματικότητα ήταν ένας κώδικας με τα πρακτικά του Συμβουλίου της Κοινότητας της Κεφαλονιάς του έτους 1593 ή μια ιδιωτική επιστολή που περιγράφει την εξέγερση του 1800, όταν οι χωρικοί επιτέθηκαν στα σπίτια των αρχόντων στο Ληξούρι.
Το βιβλίο όμως δεν απευθύνεται σε ειδικούς αρχειονόμους. Δεν διολισθαίνει ποτέ σε μια ψυχρή καταγραφή της διάσωσης και ταξινόμησης του υλικού. Άλλωστε η σχέση του Νίκου Μοσχονά με το Αρχείο, έπειτα από τόσες δεκαετίες προσωπικής ενασχόλησης, δεν είναι η τυπική σχέση του ερευνητή με το υλικό του. Το προσωπικό στοιχείο, η υποκειμενική ματιά κυριαρχεί· ο συγγραφέας κοινωνεί συνεχώς στον αναγνώστη τα συναισθήματά του –έκπληξη, αγωνία, κούραση, απογοήτευση, αλλά και περιφάνεια, χαρά κι ενθουσιασμό για την πρόοδο και τις απροσδόκητες ανακαλύψεις.
Σε αυτό το πλαίσιο οι λεπτομέρειες της δουλειάς βοηθούν τον αναγνώστη να βρεθεί στην καρδιά του δράματος που αποτελεί το κύριο θέμα του βιβλίου, αλλά και να ταξιδέψει στο «εκτεταμένο σύμπαν» του. Γιατί ο Νίκος Μοσχονάς δεν μένει μόνο στα υπόγεια της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης που στεγάζει το Αρχείο. Μας παίρνει μαζί του στην πλατεία που έπινε τον απογευματινό του καφέ, στην προκυμαία όπου έκανε τον βραδυνό του περίπατο, μας ξεναγεί στις ταβέρνες και τα εστιατόρια της εποχής. Κι ακόμα μας συστήνει τους ντόπιους που στάθηκαν αρωγοί στην αποστολή του, αστοί με μακρά παράδοση οι περισσότεροι, οι οποίοι διέθεταν αίσθηση της ιστορίας του τόπου τους και ευθύνη απέναντί της· μας παίρνει μαζί του στα αργοστολιώτικα αρχοντικά του ’70 για να απολαύσουμε την φιλοξενεία των οικοδεσποτών, υποδεικνύοντας διακριτικά μια μακρά αστική παράδοση που επιβίωνε τότε, αλλά αμφιβάλλω αν διασώζεται ακόμα στις μέρες μας.
Το βιβλίο του Νίκου Μοσχονά διαβάζεται απνευστί, αλλά τελειώνει δυστυχώς γρήγορα· ο συγγραφέας μένει στον «απόπλου» του Αρχείου και δεν αναφέρεται στις πολυάριθμες μετέπειτα αποστολές, οι οποίες, φαντάζομαι, θα έχουν εξίσου ενδιαφέρον.
Το κείμενο συνεοδεύεται από φωτογραφίες, ενώ στο τέλος παρατίθεται χρονολόγιο των αποστολών που οργάνωσε ο συγγραφέας στο Αρχείο της Κεφαλονιάς.