«Εμείς (οι ΗΠΑ) παίζουμε ένα παιχνίδι όπου διακυβεύονται οι ζωές των Ουκρανών και η ίδια η ύπαρξη του πολιτισμού, προκειμένου να αποδυναμώσουμε τη Ρωσία και να βεβαιωθούμε ότι έχει υποφέρει αρκετά. Δεν υπάρχουν ηθικοί λόγοι για κάτι τέτοιο», κατέληξε ο Τσόμσκι, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν ενδιαφέρονται για τη διπλωματία

«Αποδέχθηκε μια συμφωνία κυρίων, η οποία δεν είναι τόσο ασυνήθιστη στη διπλωματία. Με χειραψία. Επιπλέον, το να την έχει σε χαρτί δεν θα είχε καμία απολύτως διαφορά. Συνθήκες που είναι σε χαρτί σκίζονται συνεχώς. Αυτό που έχει σημασία είναι η καλή πίστη. Και στην πραγματικότητα, ο Μπους, ο πρεσβυτερος, τίμησε ρητά τη συμφωνία. Προχώρησε ακόμη και στην καθιέρωση μιας εταιρικής σχέσης ειρήνης, η οποία θα φιλοξενούσε τις χώρες της Ευρασίας. Το ΝΑΤΟ δεν θα διαλυόταν, αλλά θα περιθωριοποιούνταν. Χώρες όπως το Τατζικιστάν, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να ενταχθούν χωρίς να είναι επίσημα μέρος του ΝΑΤΟ. Και ο Γκορμπατσόφ το ενέκρινε αυτό. Θα ήταν ένα βήμα προς τη δημιουργία αυτού που αποκαλούσε κοινό ευρωπαϊκό σπίτι χωρίς στρατιωτικές συμμαχίες», σχολίασε ο Τσόμσκι, αναφέροντας πως αυτό άρχισε να αλλάζει επί της διακυβέρνησης Κλίντον.

«Ο Κλίντον τα πρώτα δύο χρόνια του το τήρησε επίσης. Αυτό που λένε οι ειδικοί είναι ότι περίπου το 1994, ο Κλίντον άρχισε, όπως έλεγαν, τις διστομίες. Στους Ρώσους έλεγε: Ναι, θα τηρήσουμε τη συμφωνία. Στην πολωνική κοινότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες εθνοτικές μειονότητες, έλεγε: Μην ανησυχείτε, θα σας ενσωματώσουμε στο ΝΑΤΟ. Περίπου το 1996–1997, ο Κλίντον το είπε πολύ ρητά στον φίλο του Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις Γέλτσιν, τον οποίο είχε βοηθήσει να κερδίσει τις εκλογές του 1996. Είπε στον Γέλτσιν: Μην πιέζετε τόσο πολύ σε αυτή την υπόθεση του ΝΑΤΟ. Θα επεκταθούμε, αλλά το χρειάζομαι λόγω της εθνικής ψήφου στις Ηνωμένες Πολιτείες», σημείωσε, οπότε «το 1997, ο Κλίντον κάλεσε τις λεγόμενες χώρες του Βίσεγκραντ – Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία – να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Αυτό δεν άρεσε στους Ρώσους, αλλά δεν έκαναν μεγάλη φασαρία. Στη συνέχεια προσχώρησαν οι χώρες της Βαλτικής, και πάλι το ίδιο πράγμα. Το 2008, ο δεύτερος Μπους, ο οποίος ήταν αρκετά διαφορετικός από τον πρώτο, κάλεσε τη Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ. Κάθε Αμερικανός διπλωμάτης καταλάβαινε πολύ καλά ότι η Γεωργία και η Ουκρανία ήταν κόκκινες γραμμές για τη Ρωσία. Θα ανεχτούν την επέκταση αλλού, αλλά αυτές βρίσκονται στη γεωστρατηγική τους καρδιά και δεν πρόκειται να ανεχτούν την επέκταση εκεί».

Ο Τσόμσκι θύμισε ότι «η εξέγερση του Μαϊντάν έλαβε χώρα το 2014, εκδιώκοντας τον φιλορώσο πρόεδρο, και η Ουκρανία κινήθηκε προς τη Δύση. Από το 2014, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ άρχισαν να δίνουν όπλα στην Ουκρανία – προηγμένα όπλα, στρατιωτική εκπαίδευση, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις, κινήσεις για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό σχετικά με αυτό. Ήταν αρκετά ανοιχτό. Πρόσφατα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, καυχήθηκε γι’ αυτό. Είπε: Αυτό είναι που κάναμε από το 2014. Λοιπόν, φυσικά, αυτό είναι πολύ συνειδητά, άκρως προκλητικό. Ήξεραν ότι καταπατούσαν αυτό που κάθε Ρώσος ηγέτης θεωρούσε ως μια απαράδεκτη κίνηση. Η Γαλλία και η Γερμανία άσκησαν βέτο το 2008, αλλά υπό την πίεση των ΗΠΑ, το κράτησαν στην ημερήσια διάταξη. Και το ΝΑΤΟ, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, προχώρησε στην επιτάχυνση της de facto ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ».

Υπενθύμισε ότι «το 2019, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία -νομίζω περίπου το 70% των ψήφων- με μια ειρηνευτική πλατφόρμα, ένα σχέδιο για την εφαρμογή της ειρήνης με την Ανατολική Ουκρανία και τη Ρωσία, για τη διευθέτηση του προβλήματος. Άρχισε να προχωρά σε αυτό και, μάλιστα, προσπάθησε να πάει στο Ντονμπάς, την ανατολική περιοχή με ρωσικό προσανατολισμό, για να εφαρμόσει αυτό που ονομάζεται συμφωνία Μινσκ ΙΙ. Αυτό θα σήμαινε ένα είδος ομοσπονδιοποίησης της Ουκρανίας με έναν βαθμό αυτονομίας για το Ντονμπάς, κάτι που ήθελαν. Κάτι σαν την Ελβετία ή το Βέλγιο. Τον εμπόδισαν δεξιές πολιτοφυλακές, οι οποίες απείλησαν να τον δολοφονήσουν αν επέμενε στην προσπάθειά του», σημειώντας πως ο ίδιος «είναι ένας θαρραλέος άνθρωπος. Θα μπορούσε να είχε προχωρήσει αν είχε κάποια υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν. Καμία υποστήριξη, τίποτα, πράγμα που σήμαινε ότι τον άφησαν ξεκρέμαστο και αναγκάστηκε να κάνει πίσω. Οι ΗΠΑ είχαν την πρόθεση να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική ενσωμάτωσης της Ουκρανίας βήμα προς βήμα στη στρατιωτική διοίκηση του ΝΑΤΟ. Αυτό επιταχύνθηκε περαιτέρω όταν εξελέγη ο πρόεδρος Μπάιντεν. Τον Σεπτέμβριο του 2021, μπορούσατε να το διαβάσετε στην ιστοσελίδα του Λευκού Οίκου… Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα, μια κοινή δήλωση για την επιτάχυνση της διαδικασίας στρατιωτικής εκπαίδευσης, στρατιωτικών ασκήσεων, περισσότερων όπλων ως μέρος αυτού που η κυβέρνησή του ονόμασε “ενισχυμένο πρόγραμμα” προετοιμασίας για την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αυτά ήταν πριν την εισβολή. Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν υπέγραψε αυτό που ονομαζόταν οδικός χάρτης, το οποίο ουσιαστικά επισημοποίησε και επέκτεινε αυτή τη συμφωνία. Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ παραδέχτηκε ότι πριν από την εισβολή, οι ΗΠΑ αρνούνταν να συζητήσουν οποιεσδήποτε ρωσικές ανησυχίες για την ασφάλεια. Όλα αυτά είναι μέρος του παρασκηνίου.».

Ο Τσόμσκι επεσήμανε πως «αυτές οι σοβαρές προκλήσεις δεν παρέχουν καμία δικαιολογία γι’ αυτό. Αν ο Πούτιν ήταν πολιτικός άνδρας, αυτό που θα έκανε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα είχε επιστρέψει στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, θα είχε κατανοήσει τις δοκιμαστικές προτάσεις του και θα είχε προχωρήσει στην προσπάθεια να επιτύχει μια διευθέτηση με την Ευρώπη, να κάνει βήματα προς ένα κοινό ευρωπαϊκό σπίτι». Ωστόσο, «οι ΗΠΑ, φυσικά, ήταν πάντα αντίθετες σε αυτό. Αυτό πηγαίνει πολύ πίσω στην ιστορία του Ψυχρού Πολέμου στις πρωτοβουλίες του Γάλλου Προέδρου Ντε Γκωλ για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ευρώπης. Στη φράση του ‘από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια’, ενσωματώνοντας τη Ρωσία με τη Δύση, που ήταν ένα πολύ φυσικό για εμπορικούς λόγους και προφανώς και για λόγους ασφαλείας. Έτσι, αν υπήρχαν πολιτικοί ανδρες μέσα στον στενό κύκλο του Πούτιν, θα είχαν κατανοήσει τις πρωτοβουλίες του Μακρόν και θα πειραματίζονταν για να δουν αν, στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην Ευρώπη και να αποτρέψουν την κρίση. Αντίθετα, αυτό που επέλεξε ήταν μια πολιτική που, από τη ρωσική σκοπιά, ήταν η απόλυτη ανοησία. Εκτός από την εγκληματικότητα της εισβολής, επέλεξε μια πολιτική που οδήγησε την Ευρώπη βαθιά στην τσέπη των Ηνωμένων Πολιτειών».

Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να τελειώσει αυτό: η διπλωματία. «Τώρα, η διπλωματία, εξ ορισμού, σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές την αποδέχονται. Δεν τους αρέσει, αλλά την αποδέχονται ως τη λιγότερο κακή επιλογή. Θα προσφέρει στον Πούτιν ένα είδος καταπακτής διαφυγής. Αυτή είναι μια πιθανότητα. Η άλλη είναι απλώς να το τραβήξουμε και να δούμε πόσο θα υποφέρουν όλοι, πόσοι Ουκρανοί θα πεθάνουν, πόσο θα υποφέρει η Ρωσία, πόσα εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν από την πείνα στην Ασία και την Αφρική, πόσο θα προχωρήσουμε προς τη θέρμανση του περιβάλλοντος σε σημείο που δεν θα υπάρχει δυνατότητα για μια βιώσιμη ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτές είναι οι επιλογές. Λοιπόν, με σχεδόν 100% ομοφωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης θέλουν να επιλέξουν την επιλογή της μη-διπλωματίας. Είναι σαφές. Πρέπει να συνεχίσουμε να πληγώνουμε τη Ρωσία».