της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Ήταν ήρωες και πριν την πανδημία. Θα είναι και μετά. «Το παράπονό μου είναι ότι κανείς δεν είχε καταλάβει πριν την πανδημία τη δουλειά μας» μου λέει η Βάσω, από το πρώτο κιόλας τηλεφώνημα. Εργάζεται ως νοσηλεύτρια/μαία -αντικείμενο που σπούδασε- 34 χρόνια. Τον πρώτο χρόνο στο Παπανικολάου κι έκτοτε στο Ιπποκράτειο. Χρειάστηκαν 33 χρόνια για να γίνει Αναπληρώτρια Προϊσταμένη.
Ήταν μια συζήτηση προσωπική με τη Βάσω. Έτσι επιλέγω να τη λέω, χωρίς στημένες ταμπέλες, πληθυντικούς κι άλλους τύπους δήθεν ευγενείας. Δε θα τη δείτε με κοστούμι στα κανάλια. Θα τη δείτε στην πρώτη γραμμή, με τη στολή της.
Η Βάσω ήταν απ’ τους πρώτους που νόσησε με covid-19. «Μπήκα στο δωμάτιο, ήμουν 21 μέρες μόνη, μου έφερναν το φαγητό με έναν δίσκο έξω από την πόρτα, έκλαιγα συνεχώς, φοβόμουν πώς θα ξημερώσει η επομένη μέρα». «Έτσι, προσπαθούμε να στηρίξουμε και τους ασθενείς. Είναι ο ιός της μοναξιάς. Τους μιλάμε και από τα μπαλκόνια, μας λένε τι νιώθουν…».
«Στο πρώτο κύμα, τα πράγματα ήταν ήρεμα, όσον αφορά το μαιευτικό κομμάτι. Σκέψου, η πανδημία ξεκίνησε Μάρτιο και το πρώτο περιστατικό σε εμάς ήρθε Αύγουστο. Βέβαια, τότε είχαμε φόβο. Παρόλο που δεν είχαμε περιστατικά, υπήρχε διαφορά στην αντιμετώπιση. Γνωρίζαμε λίγα για τον ιό και τη διαχείριση, παρόλο που υπήρχε ενδονοσοκομειακή ενημέρωση από το πώς θα ντυθούμε μέχρι πώς μεταδίδεται ο ιός κλπ. Υπήρχε αγωνία και φόβος. Πλέον φτάσαμε στο σημείο να μπαίνουμε στα θετικά δωμάτια με μηδενική προστασία. Έχει αρχίσει να φεύγει ο φόβος» αναφέρει από την αρχή της συζήτησής μας, μιλώντας βέβαια για τον φόβο νοσηλευτών αλλά και ασθενών.
Κλάματα φόβου, κλάματα χαράς
«Υπήρξαν συναδέλφισσες στο πρώτο κύμα που ζήτησαν να αλλάξουν τμήμα από φόβο. Θυμάμαι, στο πρώτο περιστατικό πήγε η πρωινή συνάδελφος και μπαίνοντας, μπήκε σε κατάσταση πανικού, και ζήτησε να φύγει και έμεινε η νυχτερινή» περιγράφει.
Αναφέρθηκε πολλές φορές σ’ εκείνο το πρώτο περιστατικό, δίνοντας μου μάλλον και την απάντηση στο ποιο τη στιγμάτισε περισσότερο. «Δε θα ξεχάσω το πρώτο περιστατικό, ήταν μια κοπέλα απ’ τον Έβρο, ζει Θεσσαλονίκη, με πολύ καλή οικονομική άνεση, πάει στην κλινική να γεννήσει και βρίσκεται θετική στο τεστ, την ενημερώνουν και της λένε “φεύγεις από εμάς”,η γιατρός της -απαράδεκτη- της λέει “δε μπορώ να σε αναλάβω, φύγε”, μπήκε σε κατάσταση πανικού σε εμάς, με κλάμα, φόβο, αγωνία και ζητούσε γιατρό να την αναλάβει». Και συνεχίζει, «έφυγε με κλάματα χαράς, ακόμη μου στέλνει μηνύματα και με ευχαριστεί».
Όπως σημειώνει, μέχρι τον Οκτώβριο στο σύνολο είχαν αναλάβει περίπου 150 περιστατικά, «τώρα έχουμε ξεπεράσει τα 200 . Το τελευταίο τρίμηνο έχουμε δει πολλά θετικά, οι περισσότερες είχαν κι άλλα παιδάκια και μεταφερόταν ο ιός από το σχολείο κι άλλες δραστηριότητες».
«Επικουρικοί με πάθος, γηραιότεροι με γκρίνια»
Στα αμιγώς covid τμήματα επικρατεί ένα χάλι, όπως επισημαίνει και κάπως έτσι ανοίξαμε μια ευρύτερη συζήτηση για τα προβλήματα του ΕΣΥ. «Το σημαντικότερο είναι το προσωπικό. Μιλάμε για γερασμένο προσωπικό -η πλειοψηφία στο τμήμα μας είναι 58 με 62 ετών-. Σήμερα, η συναδέλφισσα, 61 χρονών, έκανε 3ο νυχτέρι και 4 ώρες με σκάφανδρο μέσα στον θάλαμο… Προσλήψεις δεν κάνουν και παίρνουν μόνο επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις τρίμηνες, το πολύ ενός έτους. Τώρα, για παράδειγμα, δουλεύουμε στο κυκλικό ωράριο 8 άτομα, εκ των οποίων τα 4 με συμβάσεις που λήγουν. Αν φύγουν, κατέρρευσε το τμήμα».
Είναι η στιγμή που δε μιλάω. Δεν έχεις να πεις τίποτα σε έναν άνθρωπο που παλεύει χωρίς όπλα. Γιατί «σε πόλεμο είμαστε», μου τονίζει. «Δε μπορεί να κοροϊδευόμαστε, να έχεις ένα σύστημα με τελευταία φορά που πήρες μόνιμο προσωπικό να ήταν 15 χρόνια πριν και τώρα να κάνεις επιτάξεις με προσωπικό από εταιρείες. Κάλυψαν τους διοικητικούς με προσωπικό μέσω εταιρειών, με 3μηνες συμβάσεις, με 5 κατοστάρικα…».
Εστιάζοντας στο προσωπικό, αναφέρει πόσο σημαντικό είναι το κομμάτι της ειδίκευσης που και μέσα στην πανδημία υπήρχε κατά βάση στην Αθήνα και όχι στα νοσοκομεία της περιφέρειας. «Δε συγκρίνεται η δουλειά που γίνεται στην Αθήνα με την περιφέρεια. Και οι θάνατοι, η συντριπτική πλειοψηφία, είναι στα νοσοκομεία της επαρχίας. Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, κι ένα σωρό δομές ερείπια χωρίς προσωπικό».
Συνθήκες πολέμου
«Βλέπω το Ιπποκράτειο και μου έρχεται να κλάψω» περιγράφει. «Δε νοσηλεύουμε ασθενείς με σοβαρά ζητήματα. Έχουμε σ’ έναν όροφο χειρουργική, ΩΡΛ, ορθοπεδική, νευροχειρουργική, μεικτά κρεβάτια… Μπαίνεις μέσα και θες να ουρλιάξεις…» περιγράφει.
Είναι «συνθήκες πολέμου» μου ξαναλέει. 34 χρόνια έχει αφιερωθεί σ’ αυτό που αγαπά. «Δε μπορώ να κλείσω το κινητό μου κι ούτε θέλω, δε μου το επιτρέπει η ηθική μου, έτσι είναι αυτό που διάλεξα να κάνω. Όλα τα χρόνια είχαμε ένα τηλέφωνο κι όποτε χτυπούσε, τρέχαμε. Χτυπούσε, αγνοώντας αν έχω παιδιά στο σπίτι ή αν μπορώ να πάω, αν το επιτρέπει ο καιρός… Μια χρόνια -θυμάμαι- με βαριά χιονόπτωση μείναμε στο νοσοκομείο τρία 24ωρα, πηγαίναμε για ξεκούραση 3 ώρες σ’ ένα δωματιάκι. Τα δικά μου τα παιδιά έρχονταν 8 χρόνια για Ανάσταση στο νοσοκομείο».
Κι όμως, «όλοι έλεγαν “έλα που μιλάτε”… Ο κόσμος πάντα λέει “σας πληρώνουμε”. Όχι, δουλεύουμε και πληρωνόμαστε. Πάντα μου έλεγαν “κρίμα η καημένη, πόσο σε λυπάμαι, ξεσκατίζεις, τρέχεις βραδιάτικα για δουλειά”. Και δεύτερη ζωή να είχα, πάλι αυτό θα διάλεγα. Η ικανοποίηση ότι προσφέρω, με γεμίζει. Δε θέλω να με λυπούνται. Κάνω το 100% της επιστήμης μου. Είναι σα να έχω τη μάνα μου απέναντι. Σα να φροντίζω κάποιον δικό μου. Και ναι, ξεσκατίζω. Του υποστηρίζω την αξιοπρέπεια. Ρώτα τον αν του αρέσει».
Όταν το θέμα πηγαίνει στο τι στήριξη έχει υπάρξει στο ΕΣΥ όλα αυτά τα χρόνια, η συζήτηση γεμίζει αμήχανες σιωπές. Σα να προσπαθεί να θυμηθεί. Δυσκολεύεται, όμως, γιατί καμία ουσιαστική στήριξη δεν υπήρξε. «Η κατάσταση άλλαξε προς το χειρότερο στο συνταξιοδοτικό, για παράδειγμα. Από υλικοτεχνική υποδομή τα τελευταία χρόνια γενικώς είμαστε καλά, επειδή εξελίσσονται τα πράγματα, αλλά πχ σε σχέση με το εξωτερικό είμαστε χρόνια πίσω. Το θέμα είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Δεν υπάρχει στήριξη».
Όσο για τις οικονομικές συνθήκες, μιλάμε για κατοστάρικα. «Τα Χριστούγεννα μας έδωσαν και 5-6 κατοστάρικα αλλά με τη φορολογία έμειναν να μισά. Βαρέα και ανθυγιεινά; Ο ιδιωτικός κλάδος παίρνει. Στο δημόσιο δίνουν μόνο ένα επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 100 ευρώ,αλλά δεν έχουμε ενταθεί στα βαρέα και ανθυγιεινά. Ο χώρος μας δεν είχε ποτέ συνδικαλιστές οι οποίοι να νοιάζονταν».
«Στη δουλειά αφήνω το σπίτι. Στο σπίτι δεν αφήνω τη δουλειά»
«Δεν είναι εύκολο γυρίζοντας σπίτι να αφήσεις όσα είδες και βίωσες. Θα έπρεπε να έχουμε ψυχολογική στήριξη. Πολλές συναδέλφισσες έχουν απευθυνθεί σε ειδικούς. Πολλές φορές εκτελούμε και μεταξύ μας χρέη ψυχολόγου. Τηλεφωνιόμαστε, συζητάμε, η μία στηρίζει την άλλη».
«Οι ασθενείς δείχνουν με τα μάτια την αγάπη την ευγνωμοσύνη, αφήνουν δώρα, μας στέλνουν μηνύματα… Δε θα ξεχάσω μια κοπέλα, που είχε έρθει σε επαφή με κρούσμα κι όταν της είπα ότι είναι θετική… τι κλάμα έριξε! Έβλεπα στα μάτια της την αγωνιά. Ο ιός σε βρίσκει σε κατάσταση αδυναμίας. Μετά τον τοκετό έκλαιγε από χαρά».
Ο αγώνας του προσωπικού των νοσοκομείων δεν ξεπληρώνεται με χειροκροτήματα, ούτε με ένα κατοσταρικάκι παραπάνω στις γιορτές. Το ΕΣΥ χρειάζεται ενίσχυση και οι άνθρωποι του στήριξη.
Είναι οι άνθρωποι που ήταν εκεί και πριν την πανδημία. Θα είναι και μετά. «Τι να σου πω, ρε Γωγώ.. Ξέρεις πώς είναι να έχει πεθάνει στα χέρια σου ένα παλικάρι 17 ετών από τροχαίο και να χτυπάει το κινητό του επίμονα με όνομα “μαμά” και να μαλώνουμε ποιος θα απαντήσει να πει αυτής της γυναίκας ότι ο γιος της πέθανε;».