«Σε πολλά νοσοκομεία ασθενείς νοσηλεύονται σε ράντζα, φορεία στις παθολογικές κλινικές, σε πολλά άλλα παραμένουν οι ασθενείς επί ημέρες πάνω σε φορεία στα επείγοντα, σε άλλα νοσηλεύονται στη διασπορά, δηλαδή σε κλινικές άλλων παθήσεων, όπως χειρουργικές, μαιευτικές με μεγάλο κίνδυνο ανάπτυξης ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων» τονίζει, επισημαίνοντας μάλιστα πως η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» στην Ευρώπη σε «ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και θανάτους εξ αιτίας αυτών».

Παράδειγμα, τα δύο νοσοκομεία της Πάτρας «Άγιος Ανδρέας» και «Ρίο» «κάθε επόμενη ημέρα εφημερίας στα επείγοντα γεμίζουν φορεία με νοσηλευόμενους ασθενείς που παραμένουν εκεί επί ημέρες».

«Διαθέτουμε λιγότερα ανεπτυγμένα νοσοκομειακά κρεβάτια από όσα χρειαζόμαστε. Μάλιστα πολλά εξ αυτών λειτουργούν με επισφάλεια λόγω ελλείψεων προσωπικού» σημειώνει ο Μ. Γιαννάκος ,προσθέτοντας ότι στο ΕΣΥ λειτουργούν 3,5 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους την ώρα που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 5,3 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους.

«Εμείς κλείναμε νοσοκομεία και παθολογικές κλινικές τη περίοδο των μνημονίων που δεν τα ανοίξαμε ούτε μετά την πανδημία» σχολιάζει ο ίδιος χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι ακόμα και αυτά που νοσήλευσαν για ένα διάστημα περιστατικά κορονοϊού, όπως της Δυτικής Αττικής, ξαναέκλεισαν.

Καταλήγοντας, ο Μ. Γιαννάκος σημειώνει ότι το πρόβλημα με τα ράντζα, μπορεί να επιλυθεί «με την ανάπτυξη περισσότερων νοσοκομειακών κλινών με ασφάλεια, τις προσλήψεις προσωπικού, την μονιμοποίηση συμβασιούχων, την αύξηση μισθών, κίνητρα, ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα».

«Εάν δεν καταστήσουμε ελκυστικό το ΕΣΥ ο τελευταίος υγειονομικός θα κλείσει σύντομα τη πόρτα».