Ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος, αναφέρει πως δύο ασθενείς έχουν πεθάνει από κορονοϊό, οκτώ κινδυνεύουν νοσηλευόμενοι σε νοσοκομεία αναφοράς και 36 ψυχικά ασθενείς με κορονοϊό εξακολουθούν να νοσηλεύονται στο Δρομοκαΐτειο, το οποίο δεν διαθέτει τα στοιχειώδη.
«Γνωρίζουν ότι αυτή η απόφασή τους θα στείλει στο θάνατο πολλούς ασθενείς που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες» καταγγέλλει ο Μιχάλης Γιαννάκος, τονίζοντας ότι όλοι οι νοσηλευόμενοι ασθενείς σε όλα τα τμήμα του Δρομοκαΐτειου είναι πλέον ύποπτα κρούσματα.
Ο ίδιος μεταφέρει την απόγνωση που επικρατεί στο προσωπικό. «Κανένα τμήμα δεν είναι ασφαλές. Και όμως συνεχίζουν να έχουν σε εφημερία το νοσοκομείο, αν και όσοι ψυχικά ασθενείς εισάγονται κινδυνεύουν να κολλήσουν» αναφέρει ο ίδιος.
«Το Νοσοκομείο έχει μετατραπεί πια σε Γενικό Νοσοκομείο νοσηλείας περιστατικών κορονοϊού, χωρίς γιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό, λοιπό προσωπικό, μέσα ατομικής προστασίας και χωρίς οξυγόνο. Δεν υπάρχει απόγευμα – νύχτα στο Νοσοκομείο παθολόγος. Δεν υπάρχει Ψυχίατρος στο τμήμα. Δεν διαθέτουμε απόγευμα- νύχτα εργαστήρια. Παγκόσμια πρωτοτυπία. Δεν υπάρχουν επαρκή μέσα ατομικής προστασίας. Με μια ποδιά τσιγαρόχαρτο παλεύουν οι λιγοστοί νοσηλευτές (τρεις τη βάρδια), να τα βγάλουν πέρα χωρίς στολές υψηλής προστασίας. Δεν γίνονται τακτικά προληπτικά τεστ σε ασθενείς και προσωπικό”, τονίζουν οι εργαζόμενοι και ζητούν, ασθενείς με κορονοϊό, που είναι στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι και ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, να διακομιστούν άμεσα στα Γενικά Νοσοκομεία.
Την Παρασκευή, σε επιστολή της προς τις αρμόδιες αρχές, οι ειδικευόμενοι Ψυχιατρικής στο Νοσοκομείο τονίζουν ότι «η ιατρική υποστήριξη ασθενών με Covid (+), οι οποίοι αιφνιδίως μπορεί να παρουσιάσουν αναπνευστική ανεπάρκεια, θρομβώσεις και να καταλήξουν, προτείνεται από τη Διοίκηση να γίνεται στις εφημερίες αποκλειστικά από ειδικευόμενους Ψυχιατρικής. Το έργο με το οποίο επιφορτίζονται ολόκληρα τμήματα στα γενικά νοσοκομεία, καλείται να το φέρει εις πέρας ένας μη ειδικευμένος γιατρός, και μάλιστα μη συναφούς ειδικότητας για την αντιμετώπιση της εν λόγω λοίμωξης».
Καταγγέλλουν επίσης ότι:
Οι Παθολόγοι του νοσοκομείου είναι λιγοστοί (τρεις), εκ των οποίων ένας δεν εφημερεύει αποκλειστικά στο νοσοκομείο μας, ενώ η σύμβαση της μίας γενικής ιατρού λήγει στο άμεσο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν για την κάλυψη των εφημεριών. Τελευταία, βρίσκονται και επιφορτισμένοι με επιπλέον καθήκοντα (π.χ. εμβολιασμούς) περιορίζοντάς τους στη βοήθεια που μπορούν να προσφέρουν.
Ακόμα, η υποστήριξη που θα μπορούσαμε να παράσχουμε είναι ελλιπέστατη,καθώς λείπει ο αναγκαίος υλικοτεχνικός εξοπλισμός και η απαραίτητη εκπαίδευση. Οι ασθενείς αυτοί χρήζουν καθημερινούς τακτικούς εξειδικευμένους ελέγχους, με το ενδεχόμενο της κατεπείγουσας παρέμβασης να είναι μόνιμα παρόν. Στο νοσοκομείο μας, τα αιματολογικά – μικροβιολογικά και ακτινολογικά εργαστήρια λειτουργούν μόνο κατά τις πρωινές ώρες, ενώ δεν υπάρχει μηχάνημα αερίων ή αξονικός τομογράφος. Κανένα νοσοκομείο δε θα αναλάμβανε ασθενείς υπό αυτές τις συνθήκες.
Σημειώνεται ότι απουσιάζει η δυνατότητα μοριακού (PCR) ελέγχου στο σύνολο των εισαγωγών, έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, με αποτέλεσμα να ευοδώνεται συνεχώς η διασπορά της νόσου εντός του νοσοκομείου.