Το δικαστήριο αποφάσισε ότι όλα τα θέματα σχετικά με την υπόθεση χρεοκοπίας του Ντιτρόιτ θα εξεταστούν από το ομοσπονδιακό πτωχευτικό δικαστήριο.
Προσπάθειες να εμποδίσουν την υπαγωγή του Ντιτρόιτ σε καθεστώς πτώχευσης καταβάλλουν δημοτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι και ασφαλιστικά ταμεία του αμερικανικού δήμου, καθώς φοβούνται ότι μια τέτοια διαδικασία θα οδηγήσει σε δραστική μείωση μισθών, συντάξεων και επιδομάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, τα εργατικά συνδικάτα έχουν υποβάλει τρεις αγωγές κατά του δήμου, το «πάγωμα» των οποίων ζητεί ο έκτακτος διαχειριστής του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ.
«Δεν έχει σημασία τι υποστηρίζει ο καθένας. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά», δήλωσε χθες ο Κέβιν Ορ.
Ενώ οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης εκτιμούν ότι η πτώχευση του Ντιτρόιτ δεν πρόκειται να επιδράσει στα ομόλογα της πολιτείας του Μίσιγκαν ή των ΗΠΑ σε ομοσπονδιακή κλίμακα, σχολιαστές επισημαίνουν ένα διαφορετικό πιθανό «ντόμινο» εξελίξεων, που αφορά στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δημοτικών υπαλλήλων αρκετών άλλων δήμων που βρίσκονται σε προβληματική οικονομική κατάσταση.
Ο έκτακτος διαχειριστής του δήμου δήλωσε ότι το ύψος των συντάξεων όλων των δημοτικών υπαλλήλων, εν ενεργεία ή ήδη συνταξιούχων, μπορεί να μειωθεί.
Σε προηγούμενες περιπτώσεις πτωχεύσεων δήμων των ΗΠΑ είχαν πράγματι αναπροσαρμοσθεί προς τα κάτω οι συντάξεις των νεοπροσλαμβανομένων υπαλλήλων, χωρίς όμως να επηρεασθούν οι παλαιότερες.
Η χρεοκοπία του Ντιτρόιτ προκάλεσε πάταγο όχι μόνο γιατί ήταν η μεγαλύτερη πτώχευση δήμου στην Ιστορία των ΗΠΑ αλλά και επειδή η αμερικανική μεγαλούπολη έχει τεράστια συμβολική σημασία για την ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο.
Όπως σημειώνει η Wall Street Journal, η σημαίνουσα θέση της πόλης του Henry Ford στην Ιστορία των ΗΠΑ είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η είδηση της χρεοκοπίας είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο.
Ο Mohamed El-Erian της Pimco πήγε τον συμβολισμό αυτόν ένα βήμα παραπέρα, βλέποντας το Ντιτρόιτ ως μια “στιγμή Σπούτνικ” που μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για πιο ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων της αμερικανικής οικονομίας.
“Η τραγωδία του Ντιτρόιτ είναι η ακραία έκφραση μιας δυσάρεστης πραγματικότητας που συνεχίζει να επικρατεί πέντε χρόνια μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση: κυρίως λόγω της πολιτικής πόλωσης και δυσλειτουργίας, που αποτελούν και οι δύο εμπόδιο σε μια αποτελεσματική οικονομική διακυβέρνηση, οι ΗΠΑ δεν έχουν αντιμετωπίσει ακόμα με αποφασιστικό τρόπο τα προβλήματα της ασθενικής ανάπτυξης και του υπερβολικού χρέους”, γράφει σε άρθρο του στο CNN o Εl-Erian.
“Ενδεχομένως το Ντιτρόιτ να αποτελέσει μια νέα στιγμή Σπούτνικ για τους πολιτικούς των ΗΠΑ και τους ψηφοφόρους. Αλλά αν αυτή η ελπίδα παραμείνει μόνο αυτό -μια ελπίδα και όχι πραγματικότητα-, η ανθρώπινη τραγωδία του Ντιτρόιτ θα είναι άλλη μία ανώφελη κρίση”, προσθέτει.
Σε αντίθεση με τον El-Erian, ο αναλυτής της ConvergEx Group, Nicholas Colas, υποστηρίζει ότι το πρόβλημα του Ντιτρόιτ δεν οφείλεται στην ευρύτερη κατάσταση της οικονομίας των ΗΠΑ, αλλά στις επιπτώσεις που επέφερε η ίδια η εξάπλωση του αυτοκινήτου ως μέσου μεταφοράς και στον ανταγωνισμό από άλλες μητροπόλεις.
Σύμφωνα με τον Ν. Colas, η μαζική χρήση του αυτοκινήτου που επέτρεψε το φορντικό μοντέλο παραγωγής δημιούργησε ένα κύμα μετακίνησης σε περιοχές έξω από τις μεγάλες πόλεις.
Oι φόροι είναι χαμηλότεροι έξω από τις μητροπολιτικές περιοχές και οι δημογραφικές αλλαγές τη δεκαετία του 1960 και του 1970 ώθησαν πολλές οικογένειες της μεσαίας τάξης έξω από τα αστικά κέντρα.
Εν τω μεταξύ, οι ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 -όπως η Nissan, η Toyota, η BMW και η Honda- δεν επέλεξαν ως βάση το Ντιτρόιτ, αλλά πόλεις στις νότιες περιοχές των ΗΠΑ, που διαθέτουν πιο ελκυστικό τρόπο ζωής.
Οι επικεφαλής της BlackRock για τα ομόλογα των δήμων τονίζουν ότι το Ντιτρόιτ αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και δεν πρόκειται να επηρεάσει την υπόλοιπη αγορά χρέους.
“Το Ντιτρόιτ παραμένει ξεχωριστή περίπτωση. Τα προβλήματα της πόλης, αν και γνωστά εδώ και πολύ καιρό στην αγορά των δημοτικών ομολόγων, είχαν πολύ μικρό αντίκτυπο σε αυτήν – σενάριο που αναμένεται να συνεχιστεί ακόμα και μετά το αίτημα για χρεοκοπία”, γράφουν οι Peter Hayes και James Schwartz.
“Ενώ μπορεί να υπάρξουν βραχυπρόθεσμα κάποιες έμμεσες επιπτώσεις, όπως εκροές ή υποχώρηση τιμών ενόσω η αγορά θα χωνεύει τα νέα, θέλουμε να υπενθυμίσουμε στους επενδυτές ότι τα πρωτοσέλιδα σπάνια λένε όλη την αλήθεια”, τονίζουν.