Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τον Μ. Ντράγκι, είναι έτοιμη να λάβει δράση, ενώ παράλληλα προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της οικονομίας της ευρωζώνης και του πληθωρισμού έχουν αυξηθεί.
 
Ο κ. Ντράγκι υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι η δυναμική του πληθωρισμού στην ευρωζώνη παραμένει ασθενέστερη απ’ ό,τι αναμενόταν, ενώ προειδοποίησε ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα τους επόμενους μήνες και επισήμανε την ανάγκη για επανεξέταση της νομισματικής πολιτικής στη συνεδρίαση του Μαρτίου.

 
«Kαθώς ξεκινάμε την νέα χρονιά τα καθοδικά ρίσκα έχουν αυξηθεί ξανά εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας για τις προοπτικές ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, την μεταβλητότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων και τα γεωπολιτικά ρίσκα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
 
«Θα είναι σε αυτό το πλαίσιο αναγκαίο να εξετάσουμε ή αναθεωρήσουμε την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής στην επόμενη συνεδρίαση μας αρχές Μαρτίου, όταν θα έχουμε και τις τελευταίες προβολές των εμπειρογνωμόνων», πρόσθεσε.

 
Αναλυτές εκτιμούν, ότι αυτό μπορεί να σημαίνει περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων ή την αύξηση του προγράμματος αγορών ομολόγων.
 
Το Δ.Σ. περιμένει «τα επιτόκια να μείνουν στα τρέχοντα επίπεδα ή χαμηλότερα επίπεδα για παρατεταμένη περίοδο», σημείωσε ο Μ. Ντράγκι.
 
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ επανέλαβε πως η κεντρική τράπεζα έχει «την δύναμη, την προθυμία και την αποφασιστικότητα να αναλάβει δράση» για την επίτευξη των στόχων» και ότι έχει στην διάθεση της πληθώρα εργαλείων που μπορεί να χρησιμοποιήσει. «Δεν υπάρχουν όρια στο εύρος των εργαλείων που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στο πλαίσιο της αποστολής μας, ώστε να πετύχουμε τον στόχο του πληθωρισμού», ανέφερε.
 
 
Στη συνέχεια, ο επικεφαλής της ΕΚΤ επανέλαβε πως οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης πρέπει να στραφούν σε πολιτικές που είναι πιο φιλικές για την ανάπτυξη. 
 

Αμετάβλητα διατήρησε η ΕΚΤ τα επιτόκια

 
 
Συγκεκριμένα, το επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης παρέμεινε αμετάβλητο στο επίπεδο του 0,05%, το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο επίπεδο του 0,30% και το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο επίπεδο του -0,30%.